Ο Μπίλυ την άκουγε και χασκογελούσε. Στη συνέχεια ο Μπίλυ άρχισε να της γλείφει και να δαγκώνει τις βυζόρωγές της ενώ η Νάντια ούρλιαζε απ' τον πόνο και τη ντροπή που ένιωθε. Ποτέ δεν περίμενε να πάθει τέτοιο ρεζιλίκι μπροστά στα μάτια της καλύτερής της φίλης.
Ο Μπίλυ για να της κλείσει το στόμα άρχισε να τη φιλάει και πότε-πότε της δάγκωνε τα χείλια. Ταυτόχρονα της έτριβε την κλειτορίδα με το μεγάλο του δάχτυλο και πίεζε όλο και πιο βαθιά τον δονητή μέσα στη μουνότρυπά της. Τόση λύσσα δεν τον είχε πιάσει ποτέ. Η κλειτορίδα της κόντευε να κοπεί και να σπάσει. Τα μουνόχειλά της είχαν τεντωθεί διάπλατα για να χωρέσουν το τεραστίων διαστάσεων καουτσουκένιο καυλί που δεν επρόκειτο ποτέ να ξεκαυλώσει και να καμφθεί.
Από κάποια στιγμή και μετά όμως, η Νάντια άρχισε να γουστάρει αυτό που της έκανε ο Μπίλυ. Το κορμί της άρχισε και πάλι να φουντώνει από ηδονή και καύλα και μέσα της παρακαλούσε να ήταν πιο χοντρό και πιο μακρύ το καουτσουκένιο ματσούκι.
Ο Μπίλυ συνέχισε να τη φιλάει κι η Νάντια τώρα βογκούσε από ηδονή γιατί τα άγρια φιλιά που της έδινε στο στόμα την έκαναν να καυλώνει άτσαλα.
"Πολύ καυλιάρα αυτή η γκόμενα ρε Σιντ!" είπε έκπληκτος ο Μπίλυ καθώς τράβηξε τα χείλια του από τα δικά της και τα σκούπισε στο αριστερό του μπράτσο.
Η Νάντια άρχισε να γουστάρει τους χαρακτηρισμούς που ξεστόμιζε για πάρτη της ο Μπίλυ. Το μουνί της άρχισε να μουσκεύει και τα ζουμιά της ηδονής της κυλούσαν έξω απ' τα μουνόχειλα και μούσκευαν τα μπούτια της. Στο μεταξύ ο Σιντ είχε αρχίσει να μπαλαμουτιάζει άγρια τη Μαρία, της έχωνε μουνοδάχτυλα, της τσιμπούσε τις βυζόρωγες και της πίεζε άγρια την κλειτορίδα. Η μελαχρινή μουνάρα βογκούσε κι αυτή αλλά όχι από καύλα, αλλά από πόνο.
Με κάποιες σπασμωδικές κινήσεις προσπαθούσε να αποφύγει τα αγγίγματά του που τα ένιωθε σαν ηλεκτρικό ρεύμα πάνω στο κορμί της. Αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου ευνοϊκό γι' αυτήν γιατί έτσι που ήταν δεμένη δεν κατάφερνε και πολλά πράγματα. Αν συνέχιζε να τινάζεται έτσι απότομα το πιο πιθανό ήταν να σπάσει τη σπονδυλική της στήλη και να μείνει ανάπηρη για όλη της τη ζωή.
Κάποια στιγμή ο Σιντ πήγε στη ντουλάπα, πήρε δυο σύρματα που στις άκρες τους είχαν από ένα τσιμπιδάκι και τα στερέωσε πάνω στις καυλωμένες της βυζόρωγες. Η Μαρία πόνεσε, ούρλιαξε, τρομοκρατήθηκε και άρχισε και πάλι να τινάζεται. Ο Σιντ ούτε που της έδωσε σημασία. Μετά πήρε ένα άλλο σύρμα με τσιμπιδάκι στην άκρη του και το έπιασε πάνω στην κλειτορίδα της. Μετά ένωσε τα βύσματα των συρμάτων με μια γεννήτρια ρεύματος και γύρισε το διακόπτη στην πρώτη σκάλα.
Η Μαρία άρχισε να τινάζεται σαν νευρόσπαστο καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα συντάραζε το κορμί της απ' την κορυφή ως τα νύχια. Τα ουρλιαχτά της έγιναν πολύ δυνατά και οι κινήσεις της όσο πιο δυνατές μπορούσαν να γίνουν έτσι δεμένη που ήτανε. "Αυτά παθαίνουν οι καριόλες που θέλουν να φωτογραφίσουν τι γίνεται εδώ πέρα και να πάνε μετά να μας κάνουν βούκινο", είπε χαιρέκακα ο Μπίλυ στη Νάντια και της φύτεψε με περισσότερη λύσσα το δονητή μέσα στο μουνί. "Αλήθεια, τόσο μαλάκες μας περάσανε αυτές οι γκόμενες βρε Σιντ;"
Στη συνέχεια ο Μπίλυ έφερε κάτι τσιμπιδάκια και τα στερέωσε πάνω στις ματωμένες βυζόρωγες της Νάντιας. Η Νάντια καταντράπηκε. Ποτέ δεν περίμενε να τη δει η φίλη της σ' αυτά τα χάλια. Ντρεπόταν ακόμη και να την κοιτάξει.
"Νάντια, σε τι τους φταίξαμε και μας φέρονται τόσο βάρβαρα;" κατάφερε να πει η Μαρία ενώ το μαρτύριό της συνεχιζόταν.
"Αφήστε την βρε καθάρματα!" ούρλιαξε η Νάντια.
"Αυτό θα το αποφασίσουμε εμείς κι όχι εσύ". Της είπε κοφτά ο Μπίλυ.
Ο Μπίλυ συνέχισε το ίδιο βιολί με συνεχώς αυξανόμενη την καύλα της Νάντιας. Στο μεταξύ η Μαρία άρχισε να τους υπόσχεται του κόσμου τα ανταλλάγματα αν τις άφηναν ελεύθερες να γυρίσουν στην κατασκήνωση και τα σπίτια τους.
"Κτήνη! Βασανιστές! Εγκληματίες! Καθάρματα!" ούρλιαζε η Νάντια.
"Μπορεί εμείς να είμαστε αυτά που λες, αλλά κι εσείς δεν είστε καλύτερες! Είστε κι οι δυο καριόλες, ξεκωλιάρες, μπανιστηρτζούδες και ψοφάτε για άγρια γαμήσια".
"Νάντια μη τους βρίζεις γιατί αυτοί πάνω στην τρέλα τους είναι ικανοί να μας πετσοκόψουν", είπε έντρομη η Μαρία στη φίλη της.
"Απ' ότι βλέπω η φίλη σου έχει περισσότερο νιονιό από σένα. Μη μου πεις ότι αυτά που παθαίνεις εδώ μέσα δεν σε καυλώνουν και δεν τα γουστάρεις!" της είπε ο Μπίλυ και συνέχισε να της χώνει μέσα στο μουνί το δονητή.
Η Νάντια τον μισούσε σαν τον χειρότερο της εχθρό. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτε για να τον βλάψει κι αυτό ήταν που την έκανε να φουντώνει όλο και πιο πολύ απ' το θυμό της.
"Συνέχισε να καυλώνεις μανάρι μου! θέλω να σε βλέπω να τρελαίνεσαι από καύλα και να χύνεις. Μόνο δεν θα ήθελα να φωνάζεις γιατί μου δίνεις στα νεύρα και θα σ' αρχίσω πάλι στο ξύλο", είπε αφρισμένος απ' το θυμό του ο Μπίλυ.
"Μη! Σε παρακαλώ! Μη τη χτυπήσεις άλλο! Τι σου έκανε η καημένη;" είπε με παρακλητικό τόνο η Μαρία στον Μπίλυ.
Η Νάντια συνέχισε να μένει ακίνητη και να κρέμεται απ το σχοινί που ήταν δεμένο στο ταβάνι. Το κορμί της ήταν μια ανοιχτή πληγή. Ο Μπίλυ στο μεταξύ συνέχισε να της πιέζει την κλειτορίδα και να της καρφώνει με άτσαλες κινήσεις το δονητή στη μούνα. Όσο για τις ρώγες της... αυτές πετούσαν φωτιές απ' τις δαγκωνιές και τις τσιμπιές που της είχε δώσει ο γαμιάς και βασανιστής της.
Η Νάντια προσπαθούσε να συγκρατήσει τα βογκητά της πότε σφίγγοντας τα χείλια της και πότε μπήγοντας τα νύχια των δακτύλων της μέσα στις παλάμες της. Στο μεταξύ ολόκληρο το σώμα της είχε λουστεί στον κρύο ιδρώτα. Ο Μπίλυ γύρισε το διακόπτη της γεννήτριας στην επόμενη σκάλα και το ρεύμα που περνούσε στο κορμί της Νάντιας απ' την κλειτορίδα της πάνω στην οποία ήταν στερεωμένο το καλώδιο αυξήθηκε σε ένταση. Η Νάντια δεν κρατιόταν τώρα. Άρχισε να βογκάει, να ουρλιάζει και να τσιρίζει και το κορμί της χτυπιόταν και έκανε απότομες και νευρικές κινήσεις.
"Όχι! Όχι άλλο! Σε παρακαλώ, δεν αντέχω άλλο!" άρχισε να λέει με πνιχτή φωνή η Νάντια.
"Μη μου παριστάνεις την παρθένα γιατί με νευριάζεις περισσότερο. Εσύ μωρή ξεκωλιάρα δεν καυλώνεις μ' αυτά που σου κάνω;" της είπε χαχανίζοντας ο Μπίλυ.
Δίπλα απ' τη Νάντια η Μαρία πάθαινε κάτι ανάλογο. Ο Σιντ ήταν κι αυτός ένα άγριο τομάρι που δεν άκουγε ούτε τα παρακαλετά ούτε υπολόγιζε τα δάκρυα και τις φωνές της Μαρίας. ’θελα της η Μαρία άρχισε να χύνει τα ζουμιά του μουνιού της. Ο Σιντ τα είδε κι άρχισε να χτυπάει παλαμάκια ικανοποίησης που είχε επιτύχει το στόχο του.
Ο Μπίλυ συνέχισε να ανοίγει τη μουνότρυπα της Νάντιας με τον χοντρό καί μακρύ δονητή και παράλληλα αύξανε κάθε τόσο την τάση του ρεύματος που διοχετευόταν στο σώμα της απ' την κλειτορίδα της.
"Μη! Όχι άλλο! θα με σκοτώσεις! " διαμαρτυρόταν η Νάντια.
Ο Μπίλυ την άκουγε και χασκογελούσε. Τραβήχτηκε λίγο πιο πέρα και την κοιτούσε που χτυπιόταν σαν νευρόσπαστο και χαιρόταν η ψυχή του. Πιο πέρα ο Σιντ ακολούθησε την ταχτική του φίλου του κι άρχισε να φυτεύει κι αυτός ένα δονητή στο σφιχτό μουνάκι της Μαρίας που άρχισε να διαμαρτύρεται και να τσιρίζει.
"Πέσαμε σε πολύ καυλιάρες γκόμενες" είπε χαχανίζοντας ο Σιντ.
"Δεν λες τίποτα! Πολύ ψωλούδες βρε αδερφέ μου αυτές οι γκόμενες! Το ζητούσε ο οργανισμός τους", συμφώνησε ο Μπίλυ.
"Μπίλυ, εγώ λέω ότι έφτασε πλέον η ώρα ν' ασχοληθούμε και με τη δική μας ευχαρίστηση. Τι λες, τις ξεμουνιάζουμε τις γκόμενες;"
"Μέσα είμαι".
Αμέσως μετά οι δυο φίλοι κατέβασαν τη Μαρία και τη Νάντια κάτω, τις έλυσαν και τις ξάπλωσαν στο πάτωμα. Πήραν από ένα μαστίγιο στο χέρι και με την απειλή τους τις ανάγκασαν ν ανοίξουν τα μπούτια τους διάπλατα. Αμέσως μετά γδύθηκαν κι έβγαλαν έξω τις καυλωμένες ψωλάρες τους. Οι δυο νεαρές φίλες μόλις τις είδαν έπαθαν τσιμπουκόπλακα.
Λες κι έδωσαν σύνθημα για κοινή δράση οι δυο γαμιάδες έπεσαν πάνω στις γκόμενες και χωρίς καθυστέρηση φύτεψαν τις ψωλές τους μέσα στα μουνιά τους. Το τι βογκητά ακούστηκαν, δεν λέγεται. Με τη λύσσα και την καύλα που τους έδερνε άρχισαν να ξεμουνιάζουν τις δυο φίλες τόσο άγρια που θα έλεγε κανείς ότι ήθελαν να τις δώσουν το μουνί στο χέρι.
Την ώρα που τις γαμούσαν τους έγλειφαν, τους ρουφούσαν και τους δάγκωναν τις βυζόρωγες κι οι γκόμενες τσίριζαν. Κάποια στιγμή ο Σιντ έριξε μια ιδέα. "Μπίλυ, τι λες, δεν τις πηδάμε κι απ' τον κώλο;"
"Μέσα είμαι".
Η Νάντια κι η Μαρία πρόβαλαν κάποια αντίσταση αλλά οι δυο μπρατσωμένοι τύποι τις τουμπάρισαν στο πάτωμα και τις ανάγκασαν με την απειλή του μαστιγίου να τουρλώσουν τον κώλο τους στον αέρα. Μετά πλησίασαν από πίσω και με το ένα, δύο τρία κάρφωσαν κι οι δυο ταυτόχρονα τις πουτσάρες τους μέσα στις κωλοτρυπίδες τους.
Οι γκόμενες βογκούσαν απ' τον πόνο. Τέτοιο παλούκωμα απ' τον κώλο δεν το περίμεναν ποτέ να το πάθουν. Οι κωλοτρυπίδες τους τεντώθηκαν τόσο πολύ που κόντευαν να σκιστούν. Ο ρυθμός τους επιταχύνθηκε και κάποια στιγμή ο Μπίλυ έδωσε το σύνθημα για να χύσουν μαζί.
Πράγματι, οι δυο καυλάτες ψωλές άρχισαν να τινάζουν μέσα στις νεανικές κωλοτρυπίδες τα καυτά και πηχτά χύσια τους και να τις πλημμυρίζουν.
Αμέσως μετά ήταν η σειρά του Σιντ να ρίξει τη φαεινή ιδέα.
"Μπίλυ είσαι να τους δώσουμε τις παλούκες μας τσιμπούκι για να μας τις καθαρίσουν απ' τα χύσια και τα βρωμοσκατά που άφησαν πάνω μας;"
"Μέσα είμαι".
Πράγματι, οι δυο πουτσαράδες έβγαλαν τις ψωλές τους απ' τις κωλοτρυπίδες των δυο κοριτσιών και πάντα κάτω απ' την απειλή των μαστίγιων που κρατούσαν στα χέρια τους τις ανάγκασαν να τους καθαρίσουν τελείως τις μουσκεμένες και σκατωμένες ψωλές τους.
Στο τέλος οι δυο γαμιάδες, αφού ντύθηκαν, άρχισαν να ρίχνουν κλωτσιές στις δυο φίλες και τις πέταξαν έξω απ' την καλύβα.
"Και τώρα, αφού φάγατε τις ψωλές και τα γαμήσια της χρονιάς σας τραβάτε στα σπίτια σας. Και μην τολμήσετε να βγάλετε άχνα για όσα είδατε και πάθατε εδώ μέσα γιατί την επόμενη φορά θα σας χαρακώσουμε και θα ρίξουμε αλάτι στις πληγές σας και θα σας αφήσουμε να πεθάνετε σαν σκυλιά στο δάσος, Συνεννοηθήκαμε καριόλες;"
Οι δυο φίλες μάζεψαν τα κουρελιασμένα ρούχα τους κι άρχισαν ν' απομακρύνονται απ' την καλύβα σέρνοντας τα κορμιά τους στο έδαφος. Μετά από τόσα βασανιστήρια δεν είχαν ούτε το κουράγιο να πουν τίποτε.
Τέλος
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.