Από αυτούς, με την βοήθεια ενός καθηγητή του πανεπιστημίου, άλλοι είχαν αναλάβει τα σκηνικά, τα φώτα και τα λοιπά και οι υπόλοιποι -γύρω στα δεκαπέντε άτομα -θα παίζαμε. Ανάμεσα σε αυτούς, και η Μαρία: ψηλή, λεπτή, με όμορφο σώμα, μυτερό πρόσωπο και κάτι μποέμικο. Κάθε που φορούσε τα γυαλιά της για να κοιτάξει καλύτερα κάποια ατάκα -το έκανε συνήθως στην πλάκα, όποτε κάποιος πετούσε κάτι τελείως κουφό- θυμάμαι, φτιαχνόμουν τόσο που ευχαρίστως την άφηνα να με... μαστιγώσει!
Να μην πολυλογώ, υπήρχε πολύ καλή χημεία μεταξύ μας και μια -δυο φορές είχαμε βγει. Κι ακόμα και όταν, προς τις τελευταίες μέρες, την βγάζαμε σε σπίτια φίλων ή στα δικά μας, περισσότερο κοιταζόμασταν μεταξύ μας παρά με τους άλλους. Μερικοί μας είχανε καταλάβει.
Όταν έφτασε η ημέρα της παράστασης, ίσως το άγχος ίσως η όλη αδημονία, ήταν μάλλον διεγερτικά. Αφού βγήκαμε για τις πρώτες σκηνές -κύριοι ρόλοι γαρ- αποσυρθήκαμε για τις δύο σκηνές που ακολουθούσαν, ανάμεσα στις οποίες κι ένας εκτενής μονόλογος (δεν λέω ούτε το έργο, ούτε τη Σχολή γιατί τα πρόσωπο και οι καταστάσεις είναι αληθινά και δεν επιθυμώ να θιγούν).
Ήμουν στο καμαρίνι των αγοριών γιατί έπρεπε να αλλάξω (πίσω από την σκηνή, υπήρχαν τρία δωμάτια: ένα ουδέτερο, ευθεία από την σκηνή, κρυμμένο με ένα άσπρο παραβάν, στο οποίο περίμεναν όσοι ήταν να βγουν, και δύο καμαρίνια, αντρών-γυναικών, που έβγαζαν στα πλαϊνά της σκηνής) όταν άκουσα, από απέναντι, την φωνή της Μαρίας:
- "Α. έρχεσαι λίγο;"
Κουμπώνοντας ακόμη το πουκάμισό μου, μπήκα στο καμαρίνι της και, ομολογουμένως, το θέαμα με άφησε άφωνο: καθισμένη πάνω στο στην τουαλέτα, με την πλάτη σχεδόν στον χιλιογραμμένο καθρέπτη, το Μαράκι με κοιτούσε με ένα λάγνο βλέμμα ενώ, τα ανοιχτά πόδια της, ήταν αρκετά για να με κάνουν τούρμπο. Έξω, τα παιδιά έκαναν τον διάλογο.
Κλείνοντας την πόρτα και γυρνώντας το κλειδί, την πλησίασα. Ξεκούμπωσα το παντελόνι και το άφησα να πέσει, ενώ η Μαρία, όσο με φιλούσε, μου άνοιγε τα λίγα κουμπιά που είχα προλάβει να κλείσω από το πουκάμισο.
Έμεινα με το σλιπάκι -τα μποξεράκια δεν ήταν τόσο της μόδας, τότε- κι εκείνη μόνο με το κυλοττάκι. Χωρίς περιστροφές, της το παραμέρισα, κι άρχισα να γλύφω το μουνάκι της που τόσο καιρό με έκανε τούρμπο. Η Μαρία, με την γλώσσα μου και ένα δάχτυλο στο μουνί της, χτυπιόταν πάνω στο έπιπλο, σπρώχνοντας το χέρι μου βαθύτερα μέσα της, γεμίζοντας υγρά το πρόσωπό μου.
Με σήκωσε και, βγάζοντάς μου έξω το καυλί μου, το έπιασε και το οδήγησε στο μουνί της. Έτσι, χωρίς προφυλακτικό. Ο πούτσος μπαινόβγαινε σε ένα υγρό, καυτό μουνί... Η ΚΑΥΛΑ!
Την σήκωσα, την γύρισα και την έστησα. Βαστώντας της από τους ώμους, έχωνα τον πούτσο μου όσο βαθύτερα μπορούσα. Χρειάστηκε να της κλείσω το στόμα. Στηριζόταν στο έπιπλο, το οποίο χτυπούσε τον τοίχο. Όσοι βρίσκονταν στο πίσω δωμάτιο, το ουδέτερο, σίγουρα άκουγαν όχι και τόσο συνηθισμένους θορύβους.
Αν θυμάμαι καλά, ο μονόλογος είχε ήδη ξεκινήσει όταν έφτασα στα όρια μου.
- "Μωρό μου..."της είπα ξέπνοα.
Το μουνί της συσπώταν. Αποκορύφωση.
- "Περίμενε με... Περίμενέ με!"
Δαγκώνοντας το χέρι μου και μουγκρίζοντας, με την λεκάνη της να χτυπιέται πάνω στο καυλί μου, τελειώσαμε μαζί.
Ο μονόλογος τελείωνε. Ο Ζαχαρίας, ένα από τα παιδιά -τελικά ασχολήθηκε με το θέατρο επαγγελματικά και άλλαξε και το όνομά του- χτύπησε την πόρτα του καμαρινιού. Ήξερε.
Βγήκαμε στην σκηνή. Το φερμουάρ του παντελονιού μου ήταν σχεδόν ξεκούμπωτο. Η Μαρία αναμαλλιασμένη. Μου έδωσε ένα φιλί πριν βγούμε και με ευχαρίστησε. Έπαιξα καλύτερα από ποτέ.
Ασυγκράτητος
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.