- «Γεια σου Ντίνα!»
Γύρισα και είδα μια κοπέλα. Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα που, μόνο που σε κοίταγε, έμενες. Φορούσε μια μίνι φούστα και ένα μακό μπλουζάκι, τα μαλλιά της ξανθά και τα μάτια της πράσινα, με ένα πλούσιο στήθος, οι ρώγες ήταν τόσο σκληρές που νόμιζες που θα τρυπήσουν το μπλουζάκι της. Αφού συστηθήκαμε, μου εξήγησε πως η Ελένη είχε μάθημα και δεν μπορούσε να έρθει και έτσι ήρθε αυτή. Μπήκαμε σε ένα ταξί και πήγαμε στο σπίτι τους. Το σπίτι τους ήταν ένα τεσσάρι, η κάθε μια τους είχε το δωμάτιο τους. Μου έδειξε το δωμάτιο των ξένων, στο οποίο και θα έμενα. Υπήρχε ακόμα ένα δωμάτιο στο υπόγειο το οποίο το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη.
Σε λίγη ώρα ήρθε και η Ελένη. Φιληθήκαμε και είπαμε τα νέα μας. Καθίσαμε μέχρι αργά το βράδυ, ώσπου κάποια στιγμή πήγαμε για ύπνο. Το πρωί που ξύπνησα πήγα στην τουαλέτα. Μόλις άνοιξα τη πόρτα, ήταν μέσα η Μαρία. Ήταν ολόγυμνη! Τρόμαξε και πήρε μια πετσέτα για να σκεπαστεί. Κατάφερα όμως και διέκρινα κάποια σημάδια επάνω στο στήθος και στις ρώγες της. Τέλος πάντων δεν έδωσα σημασία… της ζήτησα συγνώμη και βγήκα. Σε λίγο έφυγαν και οι δυο για την σχολή τους. Αφού έφτιαξα έναν καφέ άρχισα να εξερευνώ το σπίτι. Μου έκανε εντύπωση γιατί να είναι τόσο απόμακρο. Αφού είδα όλα τα δωμάτια πήγα και στο υπόγειο που ήταν η αποθήκη.
Όταν άνοιξα την πόρτα είδα ένα κρεβάτι. Μου έκανε εντύπωση γιατί μου είχαν πει ότι το υπόγειο το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη. Στο ταβάνι στο σημείο του κρεβατιού κάποιοι γάντζοι, σαν να ήθελες να κρεμάσεις κάτι από εκεί. Μπροστά από το κρεβάτι επάνω σε ένα τρίποδα, βρήκα μια βιντεοκάμερα, όπου υπήρχε μια κασέτα. Μπήκα στην περιέργεια να την δω. Την γύρισα πίσω και την έβαλα να παίξει. Όταν είδα την πρώτη σκηνή, δεν πίστευα στα μάτια μου! Ήταν η Μαρία! Τα χέρια της ήταν δεμένα με ένα σχοινί το οποίο κρεμόταν πάνω από ένα γάντζο στο ταβάνι. Μπροστά της ήταν η Ελένη με ένα μαστίγιο. Την χτύπαγε με όλη της δύναμη, επάνω στα στήθια της. η σκηνή ήταν τόσο έντονη, που η Μαρία εκλιπαρούσε την Ελένη να την χτυπήσει πιο δυνατά.
- «Ναι κυρία μου! Χτύπα με πιο δυνατά! Επάνω στις ρώγες… Πιο δυνατά! Αχχχχχ! Ναι! Αχχχ… Ναι! Πιο δυνατά!»
Οι ρώγες της είχαν γίνει κατακόκκινες. Η Μαρία έτρεμε ολόκληρη και παρακαλούσε την Ελένη να μην σταματήσει. Μετά από αρκετή ώρα μαστιγώματος, η Ελένη άναψε δυο κεριά τα οποία τα κρατούσε επάνω από τα βυζιά της Μαρίας. Η Μαρία γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω για να μην καεί το πρόσωπό της. Η Ελένη γύρισε ανάποδα τα κεριά ώστε να λιώνουν πιο γρήγορα… το καυτό κερί να άρχισε να πέφτει επάνω στις ρώγες της. Η Μαρία είχε γίνει κατακόκκινη από την έξαψη. Βογκούσε συνέχεια καθώς οι σταγόνες από το καυτό κερί έπεφταν επάνω της.
Δεν ξέρω αλλά εκείνη την στιγμή ζήλεψα την Μαρία. Θα ήθελα να βρισκόμουν στην θέση της. Με είχε ερεθίσει πολύ όλο αυτό το σκηνικό. Το μουνί μου είχε γίνει μούσκεμα. Συνέχισα να βλέπω το βίντεο για αρκετή ώρα. Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ, που δεν κατάλαβα πως κάποιος είχε μπει στο σπίτι. Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα. Ήταν η Μαρία.
- «Τι κάνεις εδώ;», με ρωτάει με απορία.
- «Ξέρεις Μαρία… από περιέργεια μπήκα στο δωμάτιο και…»
- «Ωραία! Τώρα τα ξέρεις όλα».
- «Ναι Μαρία. Και θέλω να σου πω πως έχω ερεθιστεί πολύ και αν γινόταν να μπω στην παρέα σας… και θα κάνω ότι μου πείτε».
Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά. Με πλησίασε και μου είπε:
- «Δεν νομίζω να έχει αντίρρηση η Ελένη. Άλλωστε εχθές της είπα ότι είσαι πολύ ωραία και ότι θα ήθελα να σε είχαμε στην παρέα μας. Θα πρέπει να ξέρεις όμως ότι η Ελένη είναι πολύ αυστηρή και δεν σηκώνει αντιρρήσεις. Θα πρέπει να κάνεις ότι σου λέει».
- «Ναι… θα το κάνω…», της απάντησα γεμάτη χαρά.
Άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε τις ρώγες μου επάνω από το μπλουζάκι μου. Έμοιαζε σαν ηλεκτρισμός και όλες μου οι αισθήσεις ξύπνησαν! Δεν ήξερα τι να κάνω. Ένιωθα αμηχανία. Τότε σιγά - σιγά μου σήκωσε την μπλούζα και την έβγαλε. Μπροστά της εμφανίστηκαν τα βυζιά μου. Έβαλε στα καρπούς των χεριών μου από ένα κολάρο, τα σήκωσε και τα τοποθέτησε στους γάντζους που βρίσκονταν στην οροφή. Η Μαρία πήρε ένα μαστίγιο και πήγε ακριβώς πίσω μου.
- «Ωραία! Για να δούμε λοιπόν πόσο πολύ το θέλεις…»
Άρχισε να με μαστιγώνει στην πλάτη στην αρχή σιγά, και όσο πέρναγε η ώρα πιο δυνατά. Ένοιωθα πραγματικά πολύ ωραία, παρόλο τον γλυκό πόνο που μου προκαλούσε η Μαρία. Ξαφνικά, ήρθε μπροστά μου και τότε άρχισε να χτυπάει με λύσσα τα βυζιά μου, όπου έβρισκε. Ο πόνος ήταν πιο έντονος αλλά πιο ερεθιστικός. Άρχισα να βογκάω από τον πόνο, αλλά μου άρεσε. Μου άρεσε να βλέπω να πέφτει το σκληρό μαστίγιο επάνω στις ρώγες και στο στήθος μου. Τότε κατάλαβα τον πόθο που ένιωθε η Μαρία όταν την μαστίγωνε η Ελένη.
- «Ω θεέ μου είναι τόσο ωραία!»
Και τότε άρχισα και εγώ να φωνάζω:
- «Ναι! Μαστίγωσε με! Κάνε μου ότι θέλεις. Είμαι δική σου!»
Ξαφνικά η Μαρία σταμάτησε, με κοίταξε και μου είπε:
- «Όχι κοπέλα μου, δεν είσαι δική μου. Ανήκουμε και οι δυο στην Αφέντρα Ελένη κι αυτή θα αποφασίζει τι μας αρέσει και τι όχι».
Η Μαρία έβγαλε την μπλούζα της, γύρισε το στήθος της στο πρόσωπο μου και μου είπε:
- «Βλέπεις;», λέει δείχνοντας μου κάποια σημάδια. «Το μαστίγωμα που σου έριξα, δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά εδώ τα σημάδια που έχουν γίνει από την Αφέντρα!»
Στην συνέχεια, έβαλε δυο χειροπέδες και κρεμάστηκε κι αυτή απέναντί μου. Τότε συνειδητοποίησα πως ήμασταν και οι δυο δεμένες και πως δεν θα μπορούσαμε να λυθούμε μόνες μας. Το κατάλαβε η Μαρία και μου είπε:
- «Μην ανησυχείς… σε λίγο θα έρθει η Ελένη και τότε θα καλοπεράσουμε.
Είμαστε έτσι δυο - τρεις ώρες και τότε ακούστηκε η εξώπορτα να ανοίγει. Σε λίγο η Ελένη άνοιξε την πόρτα και μας είδε. Στην αρχή ξαφνιάστηκε, αλλά μετά χαμογέλασε και μου είπε:
- «Δεν ήξερα ότι έχεις τέτοια γούστα Ντίνα!»
- «Τώρα το ανακάλυψα Ελένη…»
Με τα χέρια της μου έκλεισε το στόμα.
- «Κυρία θα με λες από εδώ και πέρα!»
- «Ναι κυρία. Νομίζω πως ανακάλυψα επιτέλους την ταυτότητα μου και θα ήθελα να με κάνεις και εμένα μέλος στην παρέα σας κυρία…»
- «Φυσικά! Δεν έχω αντίρρηση αλλά θα πρέπει να ξέρεις πως θα κάνεις ότι θέλω…»
- «Ναι κυρία».
- «Ωραία! Για να δούμε λοιπόν…»
Στάθηκε μπροστά μου, μου κατέβασε τα χέρια και τα έδεσε πίσω. Έσκυψε και έβγαλε από την τσάντα της δυο μεταλλικά μανταλάκια τα οποία τα μάγκωσε στις τρυφερές θηλές μου. Όσο περνούσε η ώρα, ο πόνος από το σφίξιμο ήταν και πιο έντονος. Στη συνέχεια, τα μανταλάκια τα έδεσε με σχοινί επάνω σε ξύλο, το οποίο ήταν δεμένο με ένα σχοινί. Το σχοινί αυτό ανέβαινε στο ταβάνι σε μια τροχαλία και κατέβαινε κάτω, όπου δενόταν με ένα κουτί το οποίο ήταν άδειο. Με ανάγκασε να προχωρήσω προς τα πίσω έτσι ώστε προχωρώντας, να σηκώνω το κουτί με τις θηλές μου.
Αφού το ανέβασα και το κατέβασα μερικές φορές, η Ελένη άρχισε να προσθέτει βάρος στο κουτί. Όσο πιο βαρύ ήταν το κουτί, τόσο πιο πολύ τεντωνόντουσαν τα βυζιά όταν προχωρούσα προς τα πίσω. Ξαφνικά, ένιωσα τα μανταλάκια να γλιστράνε επάνω στις θηλές και να κατεβαίνουν στις ρώγες μου. Το είδε η Ελένη. Παίρνει από την τσάντα της γρήγορα δυο βελόνες. (Τα μανταλάκια στο σημείο που έσφιγγαν, είχαν μια τρύπα στην μέση). Τότε η Ελένη βάζει μέσα στην τρύπα την βελόνα τρυπώντας την θηλή μου. Η βελόνα βγήκε από την κάτω πλευρά από το μανταλάκι. Το ίδιο έκανε και με την άλλη θηλή μου… ο πόνος καθώς τρυπούσε την σάρκα μου, ήταν τρομερός αλλά πολύ ερεθιστικός.
- δ«Ωραία!», λέει. «Τώρα δεν θα μπορούν να φύγουν τα μανταλάκια από τις ρώγες σου».
Οπότε, αύξησε στο διπλάσιο το βάρος του κουτιού και με υποχρέωσε να το ξανασηκώσω.
- «Λοιπόν, τώρα θέλω να το σηκώσεις και να το κατεβάσεις δέκα φορές. Ξεκίνα τσούλα!»
Ο πόνος, δεν μπορείτε να φανταστείτε, πόσο έντονος ήταν. Καθώς τραβούσα το κουτί ,σε κάποια στιγμή νόμιζα πως η βελόνα θα σκίσει τις ρώγες μου. Όταν σε κάποια στιγμή σταμάτησα διότι πονούσα πάρα πολύ, η Ελένη βουτάει το μαστίγιο και άρχισε να με χτυπάει στην πλάτη με λύσσα.
- «Δεν εκτέλεσες την διαταγή μου σκύλα! Προχώρα! Έχεις ακόμα τρεις φορές να το κάνεις!»
Τότε πήρα το κουράγιο και τελείωσα το μαρτύριο που μου έβαλε η Κυρία μου. Στο τελευταίο τέντωμα δεν με άφησε να κατεβάσω το κουτί και καθώς ήταν τεντωμένα τα βυζιά μου άρχισε να μου ρίχνει καυτό κερί…
Ίσως την συνέχεια, να σας την πω άλλη φορά, ανάλογα τα σχόλια σας…
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.