Την έσπρωξε, άναψε το φως χωρίς να την αφήσει απ’ τα χέρια του κι ύστερα την απόθεσε στην άκρη ενός μεγάλου κρεβατιού.
Της έβγαλε τη φούστα χαμογελώντας. Πέταξε το πουκάμισο και το παντελόνι του, τα μοναδικά ρούχα που φορούσε, δεν είχε καν εσώρουχα! Γλίστρησε στο πλευρό της κάτω απ’ το σεντόνι…
Τη χτένιζε με τα δάχτυλα τραβώντας πίσω τα μαλλιά της και κάθε τόσο σταματούσε για να την κοιτάξει…
Άγγιζε τη σφιχτή λεία σάρκα του, το γυμνό στήθος του και για πρώτη φορά καταλάβαινε ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά το προοίμιο μιας αδιάκοπης παντοτινής κατοχής…
…Ο πόνος δεν έσβηνε, άρχισε όμως να τον δέχεται. Εξωτερικά ήταν ανυπόφορος. Μέσα, όμως, στο βάθος, ήταν διαφορετικά. Εκεί ο πόνος διαχέονταν και καταλάγιαζε όσο περισσότερο κολλούσε πάνω του, όσο ακολουθούσε τις κινήσεις και το ρυθμό του…
Ωστόσο δεν έσβησε καμιά στιγμή ώσπου η ηδονή τον νίκησε. Τώρα ένιωθε τους τελευταίους σπασμούς του… την αγκάλιασε τρυφερά κι αισθάνθηκε το καυτό κορμί του στην πλάτη της…
Σε λίγο έκρυψε το πρόσωπό του στο λαιμό της, της κρατούσε τα στήθη κι ανάσαινε βαριά.
Ήταν ευτυχισμένη… Την άφησε και σηκώθηκε. Άκουσε τα βήματά του στο δωμάτιο. Κουνήθηκε κι ένιωσε πόνους σ’ όλο της το κορμί.
- «Μάτωσα πολύ;»
- «Δεν μάτωσες καθόλου…»
- «Είσαι σίγουρος;»
- «Ναι».
- «Γαμότο…»
Δεν είχε ματώσει καθόλου! Αυτό κι αν ήταν τρομερό! Είχε συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που δεν θα επαναλαμβάνονταν πια, και το κορμί της δεν είχε αξιωθεί να το γιορτάσει ούτε καν με δύο σταγόνες αίμα!
Είχε φανταστεί μιαν ακατάσχετη αιμορραγία, μια λιποθυμία, κι είχε νιώσει μόνο τη χαρά ενός οργασμού, ενός οργασμού επώδυνου κατά κάποιον τρόπο…
Εκείνος άπλωσε το χέρι και πήρε απ’ το πάτωμα ένα πακέτο τσιγάρα. Κι άρχισε να μιλάει για πολλή ώρα.
Δεν τολμούσε να τον διακόψει, πάσχιζε όμως να συγκρατήσει κάθε του λέξη, ήθελε να κρατήσει αυτόν τον ίδιο μέσα στο μυαλό της καθώς μιλούσε για έρωτα, για ποίηση, για φιλοσοφία, για τη ζωή και το θάνατο, για τις ιδεολογίες, για τον ισπανικό εμφύλιο, για το σεξ, για τις ηλικίες, την ηδονή, τον πόνο, τη μοναξιά…
Την ξεσκέπασε κι άρχισε να τη χαϊδεύει. Την άγγιζε παντού κι εκείνη παρακολουθούσε το χέρι του, κοιτούσε το κορμί του…
Ήταν ωραίος, τον έβρισκε πολύ ωραίο, πολύ σπουδαίο και σοφό για κείνη. Ήθελε να τον χαϊδέψει, να τον φιλήσει, να τον δαγκώσει, να τον γρατσουνίσει…
Χωρίς να ξέρει γιατί, ήθελε να τον πονέσει, να τον σακατέψει, αλλά φοβόταν να τον αγγίξει…
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.