Χτες βράδυ μου άνοιξε την ψυχή και τα πόδια του. Τα τρυφερά του ποδια και την τρυφερή του καρδιά.
Χτες βράδυ τη γνώρισα και έμεινα άφωνος από την καταιγιστική αναίδειά της.
- Τι άρωμα φοράς; Τη ρώτησα όταν τρακαριστήκαμε στο μπαρ.
- Δίνε του! Μου είπε χαμογελώντας.
- Περίεργο, πρώτη φορά το ακούω.
Είχε το ύφος ενός έξυπνου παιδιού, που δεν σηκώνει μαλακίες. Και ήταν μόνη, περίμενε είπε μια φίλη της.
Την κέρασα. Ό,τι έπινε - κι εγώ δεν θα ‘πινα ποτέ. Κάτι κοκτέιλ με μπακάρντι, ανώδυνα, γυναικεία ποτά. So ’80s.
Έγινε έξω φρενών. Ήρθε να μου ζητήσει το λόγο για τα ποτήρια με τις ομπρελίτσες και τα καλαμάκια που κατέφθαναν σαν αλκοολικά διαπιστευτήρια στο ξύλινο τραπέζι της:
- Τι καταλαβαίνεις τώρα;
- Ελάχιστα, αλλά μ’ αρέσεις (τώρα ήταν σειρά μου να χαμογελάσω εκνευριστικά).
- Δεν πρόκειται να τα πιω όλα αυτά, crazy bastard.
- Ούτε μαζί μου;
- Ειδικά αυτό.
- Γιατί λες “ειδικά”; Υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος, δηλαδή;
- Ναι.
- Και είναι τόσο ειδικός που δεν θα μου τον πεις φαντάζομαι.
- Ίσως.
- Ίσως ναι, ή ίσως όχι;
- Ίσως… δεν ξέρω.
Όντως ίσως δεν ήξερε. Όταν είσαι 18 στα 19 και το μόνο που σου έχει κληροδοτήσει η ζωή είναι ένα μικρό τατουάζ δελφινάκι πάνω από το μουνάκι και σπουδές στο Λονδίνο payed by daddy, δεν είσαι σε θέση να γνωρίζεις και πολλά. Εκτός ίσως από τη διεύθυνση του tattooer στο Camden και τα δρομολόγια του subway για να γυρίσεις σπίτι την ώρα που αρχίζουν να κλείνουν τα πατζούρια.
- Που είναι η φίλη σου; Τη ρώτησα ύστερα από ώρα.
- Κάπου αλλού.
- Προφανώς, αλλά σε έστησε;
- Προφανώς, αλλά τι σε νοιάζει;
- Μπορεί να μου άρεσε, που ξέρεις.
- Α!
Ήταν όμορφη. Λεπτοκαμωμένη με μικρό στήθος, χωρίς bra, από τις άγουρες που μου αρέσουν. Στις φλέβες της είναι ζήτημα αν θα κυκλοφορούσαν πάνω από τρια κιλά αίμα. Αν της το νόθευες με τρία κοκτέιλ θα μέθαγε.
Μέθυσε. Τόσο εύκολα όσο εύκολα την πήρα αγκαλιά και την κουβάλησα στο πρώτο ταξί που βρήκαμε έξω απ’ το μπαρ.
- Που μένεις; Της ψιθύρισα στο ιδρωμένο της μάγουλο όπως την κρατούσα απ’ τον ώμο στο πίσω κάθισμα.
- Μαζί σου. Είπε μέσα απ’ το λόξυγκα της.
Πήγαμε απευθείας στο Landbroke Grove, στο σπίτι κάτι φίλων που υπενοικίαζαν από μια Κουβανή. Ήταν διώροφο, μεγάλο σπίτι, με εσωτερική σκάλα και μοκέτα παντού, όπως πολλά σε εκείνη την περιοχή μετά τον αυτοκινητόδρομο M-40. Και επιπλέον, άδειο - οι φίλοι, φοιτητές κι αυτοί όπως η μικρή μου κατάκτηση, έλειπαν στην πατρίδα και μου είχαν αφήσει τα κλειδιά.
Απολάμβανα το προοίμιο ενός αναιδούς θριάμβου.
Ξεκλείδωσα.
Προχωρήσαμε για λίγο στο σκοτάδι μέχρι να θυμηθώ που είναι ο διακόπτης.
Την άκουσα πίσω μου να βαριανασαίνει και να σκουντουφλάει στο μακρόστενο χολ. Μου έπιασε το χέρι για να μην πέσει.
- Χαθήκαμε; Είπε και έβαλε τα γέλια.
- Όχι. Της απάντησα γυρίζοντας προς το μέρος της. Βρεθήκαμε.
Ανεβαίνοντας τις βελούδινες σκάλες με την παχιά μοκέτα, έπεσε ξανά. Στηρίχτηκε με τις παλάμες και τα γόνατα εκεί. Κάθισα μπροστά της και της έπιασα τα χέρια.
- Κάτσε να σε σηκώσω.
- Δεν μπορείς.
- Γιατί; Πόσο είσαι;
- 18 στα 19.
- Εννοώ σε κιλά.
- 50.
- Κάτι παραπάνω από ένα σακί τσιμέντο.
- Είσαι τρελός μαλάκας.
- Και μαλακισμένα τρελός. Άσε με να σε πιάσω.
- Όχι.
- Και τι θα γίνει; Εδώ θα τη βγάλουμε;
Βάλθηκε να γελάει:
- Ναι. Άσε με να σου δείξω.
Όπως καθόμουν μπροστά της με ανοιχτά τα πόδια στο από πάνω σκαλοπάτι, παραμέρισε τα χέρια μου και άρχισε να μου ξεκουμπώνει το παντελόνι.
Αλλιώς το είχα φανταστεί, σκέφτηκα, και αυτή ήταν και η τελευταία σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου εκείνο το βράδυ.
Έκανε έρωτα σαν να μαλακιζόταν. Με απόλυτη προσήλωση στο εξαίσιο θαύμα που συντελούταν ανάμεσα στα πόδια της, αδιαφορώντας για μένα. Απροσπέλαστη την ίδια στιγμή που δινόταν.
Προσπάθησα να τη γυρίσω μπρούμυτα στο κρεβάτι, αφού τελικά την είχα σηκώσει γυμνή στα χέρια και την είχα ανεβάσει απ’ τη σκάλα στο πάνω πάτωμα (δεν ήταν βαριά).
Χαχάνιζε…
- καλάαα… ωραίαααα… μμμμ… -
Δεν είναι και ό,τι ακριβώς έχεις συνηθίσει να ακούς από μια γκόμενα που τη βρίσκει.
Τη λάτρεψα.
Πολλές φορές την ίδια νύχτα. Και δεν ήξερα καν το όνομά της.
Τα ανθρώπινα κορμιά είναι πολύ τρυφερά. Οι άνθρωποι είναι μαλακά ζώα. Μπορείς να τους γδάρεις με τα νύχια, να τους δαγκώσεις και να τους μελανιάσεις, να τους γλύψεις μέχρι να μουλιάσουν, να κάνεις τις αναπάντεχες πτυχές του σώματός τους να κοκκινίσουν από ηδονή, τις ρώγες τους σκληρές σαν πολύτιμους λίθους και τους σπασμούς του οργασμού τους να μετρούν τη σιωπή με βογγητά - υπερβαίνοντας την εξομοίωση θανάτου που είναι κάθε τελειωμός.
Εξουθενωμένοι, την ώρα που το ισχνό φως του Λονδίνου έδινε τη δική του μάχη με τα γελοία παραθυρόφυλλα του πάνω πατώματος, την κοίταξα να κοιμάται πιπιλώντας το μπράτσο της.
Τη χάιδεψα ανάμεσα στα πόδια και ανατρίχιασε, χαμογελώντας με κλειστά τα μάτια.
- Θέλω καφέ, μουρμούρισε. Έχεις ελληνικό. Τον είδα στα ράφια σου όταν έψαχνες για προφυλακτικά.
- Τσογλανάκι.
Κατέβηκα γυμνός στο κάτω πάτωμα - χολ κουζίνα με πάσο.
Βρήκα τον καφέ, ένα πακέτο με μπισκότα που δεν είχα ξαναδεί, γάλα ληγμένο μόλις χτες - το έβρασα.
Μάζεψα τα καλτσάκια της από τη σκάλα, ένα παπούτσι της πίσω από την πόρτα - snicker μικροσκοπικό, που μύριζε κοριτσίστικο ιδρώτα και καθαριότητα. Αισθάνθηκα την παρόρμηση να ξανανέβω πάνω. Πάνω της. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια δυο δυο, καυλωμένος.
Στάθηκα στην πόρτα κοιτώντας την που μισοκοιμόταν. Μισάνοιξε τα μάτια.
- Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί σε αυτή την κατάσταση; Νιαούρισε.
- Πως σε λένε; Τη ρώτησα. Εμένα με λένε Summertime.
- Μy name is Sum… mmm… Τι άρωμα φοράμ’; Με κορόιδεψε μιμούμενη τη φωνή μου και τον τρόπο που την είχα ρωτήσει χτες το βράδυ στο μπαρ. Δεν έρχεσαι στο κρεβάτι να κάνουμε κάτι για τον πούτσο σου που πάει να σκάσει απ’ το κακό του;
- Γιατί δεν μου λες πώς σε λένε; Επέμεινα εγώ (πλησίασα, φυσικά).
- Οκ, δεν θες παιχνίδια, είπε και ανακάθισε στα μαξιλάρια.
Έμοιαζε να θυμώνει.
- Που είναι καφές; ρώτησε.
- Κάτω.
- Ωραία. Θα κατέβουμε σε λίγο. Έλα εδώ.
- Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να μπορούμε τουλάχιστον να απευθυνόμαστε ο ένας στον άλλο με το όνομά του.
- Εγώ λέω να πάψω να μιλάω για λίγο. Είπε ναζιάρικα και με τράβηξε από τον πούτσο προς το μέρος της.
- Θέλω να λέω το όνομά σου, της είπα λαχανιασμένος, βλέποντάς τον να διογκώνεται μέσα στο εφηβικό της στοματάκι. Πες το μου.
Σταμάτησε για μια στιγμή που διήρκεσε αιώνες. Με κοίταξε σαλιωμένη και πλατάγισε τη γλώσσα της.
- Μη νομίζεις ότι το κάνω με όλους αυτό, Sum, είπε, και αφού σε κάθε άνθρωπο φερόμαστε διαφορετικά, θα ήθελα κι εγώ κάθε άνθρωπος να με φωνάζει και με διαφορετικό όνομα.
Μου έδωσε μια παιχνιδιάρικη γλυψιά.
- Sum… Μμμμ… Εσύ, μπορείς να με λες baby.
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.