Σύνδεση || Εγγραφή
Αγαπητέ επισκέπτη. Σαν επισκέπτης δεν έχετε πλήρη πρόσβαση σε όλες τις λειτουργίες, και το περιεχόμενο του XStream. Οι ιστορίες που βλέπετε είναι αυτές που είχαν δημοσιευθεί πριν από μέρες.

Για να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση θα πρέπει πρώτα να εγγραφείτε στην online κοινότητα μας και έπειτα να ενεργοποιήσετε την πλήρη πρόσβαση που σας δίνει πλήρη δικαιώματα χρήσης των υπηρεσιών του XStream όπως... Το να βλέπετε όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες, Nα σχολιάζετε, να επικοινωνείτε μέσω chat, Nα κάνετε video calls, Nα ανταλλάσετε φωτογραφίες και video, κλπ.

Το XStream δεν είναι απλά ένας χώρος που διαβάζετε ιστορίες. Είναι μια ενεργή κοινότητα ενηλίκων που για όσους τη δοκιμάζουν γίνεται τρόπος ζωής!

Αποποίηση ευθυνών: Όλα τα κείμενα της κατηγορίας, είναι έργα μυθοπλασίας!

Το περιεχόμενο και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο XStream.gr, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων, με οποιονδήποτε τρόπο και εάν αυτές εμφανίζονται, δε θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρούνται ως έγκυρες πληροφορίες, συμβουλές ή ως παραίνεση για συγκεκριμένη ενέργεια.

Περαιτέρω, ο χρήστης κατανοεί και αποδέχεται ότι, επισκεπτόμενος τις σελίδες περιεχομένου και χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες του XStream.gr, είναι πιθανό να εκτεθεί σε περιεχόμενο, το οποίο, για κάποια μερίδα ανθρώπων, μπορεί θα θεωρείται ως άσεμνο, απρεπές, ενοχλητικό, προσβλητικό κλπ. Σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο το XStream.gr για οποιαδήποτε βλάβη ή ζημία που τυχόν υποστούν οι χρήστες του, λόγω της έκθεσής τους σε περιεχόμενο τέτοιου είδους, καθώς μια τέτοια έκθεση γίνεται με τη ρητή προς τούτο εκπεφρασμένη βούλησή τους.

Οι χρήστες επισκέπτονται τις σελίδες περιεχομένου και υπηρεσιών με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη. Το XStream σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδέχεται ή ενστερνίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο τις εκφραζόμενες στις δημοσιευόμενες ιστορίες προσωπικές ιδέες ή αντιλήψεις των χρηστών που τις αποστέλλουν ή άλλων προσώπων.

Όλα τα κείμενα της κατηγορίας είναι έργα μυθοπλασίας, ανεξάρτητα από το αν ο κάθε συγγραφέας ισχυρίζεται το αντίθετο για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα όσα γράφει. Ονόματα, χαρακτήρες, επιχειρήσεις, τόποι, γεγονότα και περιστατικά, είτε είναι προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα ή τα χρησιμοποιεί για να αποδώσει τα όσα φαντάστηκε. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή πραγματικά γεγονότα, είναι καθαρά συμπτωματική. ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΤΕ ΝΑ ΜΙΜΗΘΕΙΤΕ στην πραγματική ζωή όσα διαβάζετε!


Προηγούμενο μέρος: Άμα μπλέξεις με πουτάνες (1ο μέρος)

Εκείνη είχε πλησιάσει διστακτικά στο αμάξι και ήταν ένα βήμα πριν μπει μέσα. Έβραζα από τα νεύρα μου. Έβγαλα το κινητό μου, τραβήχτηκα πίσω από ένα δέντρο και την πήρα. Εκείνη τους έκανε νόημα να πάψουν.

- Έλα Βάνα, είπα. Μην ανησυχείς. Σε πήρα να σου πω ότι με τον μικρό πάμε στο Παίδων. Έπεσε στο σαλόνι και χτύπησε λίγο στο κεφάλι.

- Πού χτύπησε, πολύ;… πώς είναι το παιδί Νίκο;

- Μέσα στα αίματα. Έχει ζαλιστεί λίγο. Φεύγω τώρα. Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψουμε. Απλά στο λέω να σε ενημερώσω. Με συγχωρείς. Μείνε εσύ με τις φίλες σου και έλα μόλις τελειώσει το πάρτι. Θα σε πάρω πιο μετά. Πριν έρθεις, πάρε με για να δω αν μας κρατήσουν μέσα. Δεν πιστεύω όμως ότι είναι κάτι σοβαρό, για επιπόλαιο μου φαίνεται. Απλά, πηγαίνω για προληπτικούς λόγους περισσότερο.

Εκείνη άρχισε να κλαίει. Οι άλλοι όλοι έπαθαν όταν άκουσαν το τηλέφωνο. Ο νεαρός τότε της λέει:

«Θα χάσεις καλό μεροκάματο. Δεν τον παίρνεις το μαλάκα ξανά, μήπως και δεν είναι τόσο σοβαρό;»

- Τι λες, βρε ηλίθιε; Είναι το παιδί μου στο νοσοκομείο κι εγώ θα έρθω να ξενοπηδιέμαι; Άντε και γαμήσου… είπε θυμωμένη η Βάνα.

- Βάνα, θέλεις να σε πάμε εμείς;… είπε η Μαρία.

- Όχι, θα πάρω ταξί.

- Δε χρειάζεται, Βάνα, φώναξα από το σημείο που βρισκόμουν και πλησίασα με γρήγορο βήμα.

Όλοι τα είχαν χάσει. Ο νεαρός μπήκε στο αμάξι και περίμενε. Τις πλησίασα. Η Μαρία με κοιτούσε άναυδη. Η άλλη κοπέλα μπήκε το αμάξι.

- Δε χρειάζεται να χαλάσεις τη βραδιά σου, Βάνα μου. Βλέπω ότι σε έβγαλε και σένα στο κλαρί η Μαρία. Μπράβο Μαράκι! Τα καταφέρνεις μια χαρά. Όσο για σένα, να ξέρεις ότι απόψε δεν θα γινόταν τίποτα, και θα συνέχιζες χωρίς πρόβλημα την βραδιά σου παλιοπουτάνα. Απλά, το παιδί ήθελε να σου κάνουμε έκπληξη, να έρθουμε να σε πάρουμε από τη δουλειά. Αποκοιμήθηκε μέσα στο αμάξι. Μια χαρά είναι στην υγεία του, μπορείς να πας να γαμηθείς με όσους θέλεις κι όσο θέλεις, μη χάσεις και το νυχτοκάματο. Δεν ήξερα ότι είχες βρει και δεύτερη δουλειά.

- Νίκο, πρώτη της φορά θα ήταν, είπε η Μαρία.

- Εσύ, καργιόλα, σκάσε!

Είπα με ύφος. Ο τύπος βγήκε από το αμάξι να μου ζητήσει το λόγο.

- Τι έγινε μάγκα;… του είπα, θέλεις τίποτα;

Η Μαρία μπήκε στη μέση.

- Μπες μέσα, σε παρακαλώ… του είπε.

- Κυρία Βάνα, εγώ φεύγω. Εσύ συνέχισε το νυχτέρι σου. Θα δεις χαρά στα σκέλια σου για τα καλά απόψε. Άντε, Βάνα μου, καλά γαμήσια. Μαρία μη φύγεις και την αφήσεις, παρ’ την να βγάλει κι κείνη κανένα φράγκο. Στο κάτω κάτω δεν υπάρχει λόγος να μην έρθει τώρα. Το παιδί είναι μια χαρά στην υγεία του.

Γύρισα κι έφυγα. Η Βάνα έμεινε παγωμένη. Δε μπορούσε να αντιδράσει. Μπήκα στο αμάξι και ξεκίνησα. Ύστερα είδα και το άλλο αυτοκίνητο να φεύγει. Η Βάνα είχε μείνει μόνη της στο δρόμο. Έφτασα σπίτι. Ο μικρός κοιμόταν του καλού καιρού. Τον πήρα αγκαλιά και τον πήγα μέσα στο σπίτι.

Μόλις τον έβαλα στο κρεβατάκι του, κάθισα μέσα στα νεύρα στο σαλόνι. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά ήρθε και η Βάνα. Τα μάτια της ήταν κόκκινα.

- Γεια, είπε με ένα παγωμένο ύφος.

- Καλώς τη νεοσύλλεκτη! Είπα ειρωνικά. Γιατί δεν πήγες; Το νυχτοκάματο είναι καλό. Με δυο τρεις παρτούζες θα έβγαζες όσα βγάζεις σε ένα μήνα, ίσως και παραπάνω.

Δε μιλούσε. Σε κάποια στιγμή άνοιξε το γαμημένο το στόμα της.

- Συγγνώμη!

- Γιατί; Τι με αφορά; Εμείς ως ζευγάρι τελειώσαμε. Δεν έχεις κανένα λόγο να ζητάς συγγνώμη από μένα. Από το παιδί σου ίσως, αλλά όχι από μένα. Ξέρεις σκέφτηκα να μην παρουσιαστώ, να μη σου τη χαλάσω, αλλά το έκανα για το παιδί μας. Δε μου χωρούσε στο μυαλό. Η μάνα του πουτάνα. Κι είχε μια επιθυμία να σε δει ο έρμος απόψε! Γι’ αυτό το λόγο σου έκανα τη χαλάστρα. Μόνο αυτό να ξέρεις. Εμένα προσωπικά δε με νοιάζει. Βγες και κάνε και πιάτσα στην Ομόνοια για ένα δεκάρικο. Ωραίο μουνί είσαι, θα πιάσεις εύκολα πελάτες και χρήμα.

Ξέσπασε σε κλάματα. Έβαλε το κεφάλι της στα πόδια της και έκλαιγε σα μικρό παιδί. Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιο. Πήρα το σκέπασμά της, τα μαξιλάρια της και της τα πήγα στο σαλόνι. Δεν είπα τίποτα. Πήρε το μήνυμα πως τη σιχάθηκα πια.

Τι επόμενες μέρες προσπαθούσα να είμαι ήρεμος για το παιδί κυρίως. Όσες φορές προσπάθησε να μου μιλήσει την απέφευγα με τρόπο. Προσπαθούσε να με προσεγγίσει. Τη σιχαινόμουν πια.

Μάλιστα βγήκαμε με τη Δανάη δυο φορές για φαγητό. Ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να νιώθω ευχάριστα. Τη δεύτερη φορά της τα είπα όλα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Ήταν μέσα του Νοέμβρη. Μου την είχε δώσει από την αγαμία. Είχα να το κάνω με την Βάνα από τον Ιούνιο· αν και αυτό που κάναμε τότε δεν ήταν καν σεξ. Με τη Βάνα πια είχαμε κρυώσει. Την απεχθανόμουν και της το έδειχνα. Είχε κάνει μια δυο προσπάθειες να με πλησιάζει, αλλά όταν με ακουμπούσε έκανα σα να με χτυπούσε ρεύμα. Ήταν Σάββατο βραδάκι. Βγήκα να περπατήσω λίγο. Δε μπορούσα πια μέσα στο σπίτι. Η Βάνα πήρε το παιδί και πήγε στη Χριστίνα την ξαδέρφη της. Γύρισα πίσω. Είχα ένα διακαή πόθο να βρω μια γυναίκα και να την ξεσκίσω. Σκεφτόμουν αρχικά να πάω σε έναν οίκο ανοχής. Ύστερα σκέφτηκα τη Μαρία. Άνοιξα το σημειωματάριό μου. Είδα την διεύθυνσή της. Έκανα ένα μπάνιο και ντύθηκα. Πήρα το αμάξι και πήγα έξω από το σπίτι της. Την κάλεσα στο τηλέφωνο.

- Καλησπέρα, Μαρία!

- Καλησπέρα, Νίκο! Τι κάνεις; Πώς και με πήρες;

- Είσαι στο σπίτι σου;

- Ναι!

- Μόνη σου;

- Ναι!

- Άνοιξέ μου τότε!

Εκείνη έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα. Προφανώς θεώρησε ότι της κάνω φάρσα.

- Έλα άνοιξέ μου, απ’ έξω είμαι.

Άνοιξε την πόρτα. Ήταν φοβισμένη. Μπήκα μέσα χαμογελαστός.

- Γιατί είσαι έτσι; Ξέρεις είμαι σε δίαιτα, δεν τρώω ανθρώπους αυτές τις μέρες. Μη φοβάσαι.

- Θα πιεις καφέ;

- Ναι, αν δεν σου κάνει κόπο; Βρε συ μήπως έχεις δουλειά, ήρθα σε ακατάλληλη ώρα;

Δε μίλησε. Πήγε στην κουζίνα, ακολούθησα κι εγώ. Όλη την ώρα στην κουζίνα με κοιτούσε με ένα περίεργο βλέμμα, με μια καχυποψία. Έφτιαξε δύο καφέδες. Πήγαμε στο σαλόνι και καθίσαμε. Φορούσε ένα κοντό σορτς και από πάνω μια ριχτή μακό μπλούζα. Το ότι δεν φορούσε τίποτα από κάτω από την μπλούζα φαινόταν από τις ρώγες της που τρυπούσαν το μπλουζάκι.

- Λοιπόν, ποιος καλός αέρας σε έφερε ξαφνικά στο σπίτι μου;

- Ε, ήμουν μόνος. Βρέθηκα εδώ κοντά και είπα να περάσω για έναν καφέ, βρε Μαρία. Κοίτα, αν ενοχλώ θα φύγω. Απλά είχα ανάγκη για λίγη παρέα. Αν όμως ενοχλώ, φεύγω αμέσως.

- Όχι, δεν με ενοχλείς. Αν ήταν άλλος μετά από ό,τι έγινε δε θα του άνοιγα, αλλά για κάποιο λόγο, εσένα δε σε φοβάμαι.

- Και καλά κάνεις.

- Με την Βάνα πώς είστε;

- Σκατά! Πιο σκατά δεν θα μπορούσε. Δείχνει να μετάνιωσε για τη μαλακία που έκανε, σαν την ξαδέρφη της, αλλά δεν την εμπιστεύομαι πια. Όχι Μαρία, μου. Εσένα μπορώ να σου πω ότι σε εμπιστεύομαι περισσότερο.

- Είσαι καλός άνθρωπος, μωρέ… είπε με ένα ύφος συμπόνιας.

- Με κολακεύεις! Είπα με ένα χαμόγελο προκειμένου να φτιάξω την ατμόσφαιρα.

- Το εννοώ!

- Κοίτα, τις προάλλες, που συναντηθήκαμε έξω από το κομμωτήριο, είδα μια ωραία κοπέλα μαζί σας. Πώς θα γίνει να βρεθώ μαζί της για κανένα δίωρο;

- Με δουλεύεις;

- Γιατί; Εγώ δεν έχω ψυχή; Η φίλη σου με έχει χρόνια στην ξεραΐλα, τι να κάνω;

Άρχισε να γελάει.

- Νίκο, σε ξέρω πια. Κάτι άλλο έχεις στο μυαλό σου.

- Όχι, βρε χαζό. Αλήθεια, πόσο παίρνει;

- Πολλά! Δυο κατοστάρικα… είπε με ένα πονηρό ύφος, αλλά κι ένα πλατύ όμορφο χαμόγελο.

- Είναι όντως πολλά για την τσέπη μου. Καλύτερα να πάω κάπου πιο φθηνά. Απλά θεώρησα ότι και εκείνη είναι του δικού σου επιπέδου, σε θέμα ποιότητας, γι’ αυτό. Θυμάσαι τότε στου Ηλία; Ε, μπορώ να πω ότι ήσουν η πιο θερμή γυναίκα που πήδηξα στη ζωή μου.

Γελούσε. Με κοιτούσε με ένα λάγνο βλέμμα, αλλά και μια πονηριά ταυτόχρονα. Δε μπορούσε να καταλάβει τι έχω στο μυαλό μου. Θεωρούσε ότι πήγα με πονηρό, ύπουλο σκοπό, ότι κάτι άλλο σκαρώνω. Αφού ήπια τον καφέ μου, κάθισα λίγο ακόμα. Κοίταξα το ρολόι μου.

- Να φεύγω τώρα. Θα με πάρει ώρα και το ψάξιμο.

- Κάτσε μωρέ… είπε και με τράβηξε από το χέρι κάτω καθώς έκανα να σηκωθώ.

- Τι να κάτσω, βρε συ, με ρωτάς πώς είμαι;

- Κακομοίρη μου… είπε και με χάιδεψε τρυφερά στο χέρι.

Σε μια στιγμή πέφτει πάνω μου και με φιλάει. Ανταπέδωσα αμέσως.

- Πάμε στο δωμάτιο, είπε και σηκώθηκε και με έπιασε από το χέρι.

Μπήκαμε μέσα. Μέσα σε λίγα λεπτά ήμαστε ολόγυμνοι και οι δύο. Η Μαρία με έβαλε να ξαπλώσω ανάσκελα και μoυ άρχισε μια καταπληκτική πίπα. Πραγματικά αυτή η γυναίκα έβγαζε πάθος. Σε λίγο με καβάλησε και άρχισα να χοροπηδάει πάνω μου. Πραγματικά με απογείωσε. Η καύλα μου ήταν τέτοια που δεν άντεξα πάνω από πέντε λεπτά. Βγήκα και έχυσα πάνω μου. Όσο έχυνα η Μαρία με μαλάκιζε δυνατά κοιτώντας με πάθος στα μάτια. Μείναμε λίγο ξαπλωμένοι και φιλιόμασταν τρυφερά. Πραγματικά, η καργιόλα ήταν επαγγελματίας. Ήξερε πώς να ικανοποιεί κάθε άντρα. Σε λίγο σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Βγήκα και τη βρήκα να μιλάει στο κινητό της.

- Έλα, σε κλείνω τώρα, τα λέμε αργότερα.

Κάθισα δίπλα της και χαϊδευόμασταν ξανά.

- Με συγχωρείς, Νίκο μου, πάω στο μπάνιο να πλυθώ λίγο.

Έφυγε. Αμέσως πήρα το κινητό της. Είδα που είχε καλέσει την Κατερίνα.

- Ρε πούστη μου, δεν μαζεύονται, οι πουτάνες! Είναι απίστευτες, μονολόγησα.

Σε λίγο βγήκε. Ξάπλωσε δίπλα μου. Ολόκληρη μύριζε φρεσκάδα. Άρχισα να τη φιλάω στα βυζιά και να παίζω με τις ρώγες της. Κατέβηκα και περίλαβα το ξυρισμένο και φρεσκοπλυμένο μουνί της. Άρχισα να το γλείφω τριγύρω τρυφερά. Εκείνη αναστέναζε από ηδονή. Έχωσα ένα δάχτυλο μέσα της και τη δαχτύλωνα. Ύστερα έβγαλα το δάχτυλό μου από το μουνί της και το έγλειψα κοιτώντας τη στα μάτια. Το έχωσα σιγά σιγά στην κωλοτρυπίδα της που μόλις είχε καθαρίσει. Τη μαλάκισα για λίγο. Πήρα ένα μαξιλάρι και το έβαλα κάτω από την μέση της. Της σήκωσα τα πόδια και άρχισα να την γαμάω δυνατά στο μουνί της. Με το χέρι της έπαιζε την κλειτορίδα της. Βρήκα το ρυθμό που άρεσε και σε εκείνη. Σε λίγο με άρπαξε από τα μπράτσα και με κρατούσε δυνατά. Σχεδόν έχωσε τα νύχια της μέσα μου. Έχυσε βγάζοντας δυνατά βογκητά. Τη γύρισα στα τέσσερα και άρχισα να την γαμάω δυνατά. Μετά από λίγο τον έβγαλα, τον κεντράρισα στην κωλοτρυπίδα της και άρχισα να τρίβω κυκλικά το πουτσοκέφαλο. Είχε βάλει τζελ στην τρύπα της. τον έχωσα αργά προσέχοντάς τη. Άρχισα να τη γαμάω βάζοντας τον πούτσο μου μέχρι τη μέση μέσα της.

- Γάμησέ με δυνατά αγόρι μου, μην με λυπάσαι…

είπε. Έπεσε με την μούρη στο μαξιλάρι και με το χέρι της έπιασε το μουνί της και το μαλάκιζε. Έχυσε ξανά. Έχυσα κι εγώ μέσα της αυτήν τη φορά. Δυνατά, νιώθοντας να αδειάζω εντελώς. Πέσαμε ξέπνοοι και οι δύο. Γύρισα και την φίλησα στο στόμα. Με χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. Καθόμασταν αρκετά χωρίς να μιλάμε. Πήγε δέκα και μισή χωρίς καν να το καταλάβω. Με είδε που κοίταξα το ρολόι μου.

- Πρέπει να πηγαίνεις. Κι εγώ πρέπει να πάω σε μια φίλη μου απόψε. Είναι στο μήνα της να γεννήσει. Δεν την έχω δει καθόλου.

- Ωραία, τι σου χρωστάω;

Κι εκεί γυρίζει και μου αστράφτει ένα χαστούκι που τα είδα όλα.

- Εσύ, ρε μάγκα, μπορεί να είσαι από εκείνους που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Το γνωρίζω καλά αυτό. Όμως να ξέρεις πώς ούτε και εγώ σηκώνω πολλά. Τι νομίζεις ότι επειδή αναγκάζομαι να κάνω την πουτάνα δεν έχω και ψυχή; Απόψε πηδήχτηκα μαζί σου, γιατί σε γουστάρω. Και η μαλακία που έκανες να με ρωτήσεις κάτι τέτοιο μόνο ως προσβολή την παίρνω.

- Να με συγχωρείς. Έχεις απόλυτο δίκιο, ρε γαμώ το! Βρε Μαρία, θύμωσα και με σένα, αλλά δε θα έπρεπε ο μαλάκας. Δε φταις εσύ. Απλά παραλογιζόμουν όταν σκεφτόμουν όλα όσα μου συνέβησαν. Την πρώτη φορά με την Κατερίνα, τη δεύτερη με την Βάνα. Λυπάμαι και σου ζητάω ειλικρινά συγγνώμη…

είπα και την κοίταξα στα μάτια με ένα ύφος πραγματικής μετάνοιας. Όπως ένιωθα ακριβώς εκείνη την ώρα. Έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ύστερα με αγκάλιασε και με φίλησε.

- Και πάλι καλά στάθηκες όρθιος φίλε. Πάλι καλά. Και το θαυμάζω πάνω σου. Και να σου πω και κάτι; Και η Βάνα ένα καργιολάκι είναι. Γιατί νομίζεις ότι δίσταζε να μπει στο αμάξι, για σένα; Όχι, φοβόταν εκεί που θα πήγαινε. Επειδή επρόκειτο για πάρτι τύπου Ηλία. Αν ήταν να πάει με κανένα καλοστεκούμενο μαλάκα να του τα πάρει τι νομίζεις ότι θα το σκεφτόταν και πολύ; Από τη στιγμή που της μπήκε η ιδέα να γαμηθεί για τα λεφτά, εσύ έσβησες. Κατάλαβέ το. Αν σε σκεφτόταν, ούτε σαν ιδέα δε θα την άντεχε. Όπως και η Κατερίνα. Η Κατερίνα γαμήθηκε με άλλους δύο εκείνο το βράδυ πριν έρθεις. Και ξέρεις κάτι; Το απολάμβανε κι αυτή η καργιόλα, το γούσταρε. Τους ικέτευε σε μια φάση να την γαμήσουν κι άλλο· σε σημείο που εκείνοι δεν άντεχαν άλλο. Και η Βάνα μου έλεγε τις προάλλες ότι αν είχε την οικονομική άνεση θα σε παρατούσε.

- Το ξέρω. Την άκουσα που σου τα έλεγε στο τηλέφωνο.

- Ε, είναι και πολύ ηλίθια!

Έφυγα από τη Μαρία πραγματικά αλλαγμένος. Στο δρόμο, πριν φτάσω στο σπίτι, πήρα την Κατερίνα.

- Καλησπέρα, Κατερίνα!

- Καλησπέρα, Νίκο! Πώς και πήρες τέτοια ώρα; Συμβαίνει κάτι;

- Ναι, θα ήθελα όμως να τα πούμε από κοντά. Μπορούμε αύριο να συναντηθούμε κάπου;

- Ναι, βέβαια, πού θέλεις;

- Θα έρθω στην γειτονιά σου. Θα σε περιμένω με το αμάξι στην πλατεία κοντά στο σπίτι σου. Τι λες για τις δέκα, έντεκα το πρωί;

- Κανένα πρόβλημα.

Πήγα στο σπίτι μου. Είχε πάει έντεκα το βράδυ. Η Βάνα με περίμενε με ένα ψυχρό ύφος.

- Καλησπέρα, είπα.

- Καλησπέρα, είπε κι εκείνη.

Πήγα στο μπάνιο κι έκανα ένα καυτό ντους. Πήγα στο δωμάτιο να ντυθώ. Ύστερα ξάπλωσα στο κρεβάτι και άνοιξα λίγο την τηλεόραση. Σε λίγο με πήρε ο ύπνος. Το πρωί της άλλης σηκώθηκα κατά τις οχτώ. Η Βάνα είχε βάλει να μαγειρέψει.

- Εγώ θα βγω, της είπα. Θα φάω με κάποιους φίλους έξω.

- Καλά, είπε και αναστέναξε με ένα βάρος.

Ήπια τον καφέ μου, ντύθηκα και την έκανα. Κατά τις έντεκα είχα πάει από την πλατεία. Σε λίγο φάνηκε η Κατερίνα. Ήταν ντυμένη με ένα τζιν και μια μακό μπλούζα που τόνιζαν την ομορφιά της. Μπήκε στο αμάξι με ένα όμορφο χαμόγελο.

- Καλημέρα, Νίκο… είπε.

- Καλημέρα, Κατερίνα μου… είπα και έβαλα μπροστά το αμάξι.

Ξεκίνησα.

- Πού πάμε;

- Μακριά! Τι λες για το Ναύπλιο;

- Νίκο είσαι καλά;

- Ναι, μια χαρά είμαι. Είπα να σου κάνω το τραπέζι εκτός Αθήνας. Ε, ας απολαύσουμε και τη βόλτα μας.

- Δεν το πιστεύω.

Στο δρόμο πιάσαμε συζήτηση.

- Ξέρεις η ξαδερφούλα σου πήγε να βγει στο κλαρί κι εκείνη.

- Το έμαθα. Μου το είπε η ίδια. Όπως ξέρω ότι εσύ πήγες με τη Μαρία χθες.

- Το γνωρίζω ότι το ξέρεις κι αυτό. Τότε που την έπιασα έξω από το κομμωτήριο έτοιμη να πάει για βίζιτα, ήμουν στο παραπέντε να την κάνω να παραμιλάει την ξαδέρφη σου, αλλά σκέφτηκα το παιδί. Τι χρωστάει εκείνο; Δεν ξέρω, βρε Κατερίνα. Τα έχω χαμένα πραγματικά. Δεν ξέρω τι να πρωτοσκεφτώ. Πολλές φορές τα βράδια τα σκέφτομαι όλα… με εσένα, με τη Βάνα και κοντεύει να μου στρίψει.

Η συζήτηση συνεχίστηκε. Η Κατερίνα έδειξε ότι πραγματικά με συμπονούσε. Και δεν παρέλειψε να μου ζητήσει άλλη μια φορά συγγνώμη.

- Αν εγώ δεν έκανα τις μαλακίες μου τότε Νίκο. Εγώ ξεκίνησα το κακό. Και να πέσεις και πάνω στη Βάνα; Δε μπορώ να πιστέψω πολλές φορές τι παιγνίδια μας παίζει η μοίρα.

Φτάσαμε στο Ναύπλιο. Πήγαμε για καφέ στην παραλία. Ύστερα περπατήσαμε στην παραλία. Σε μια στιγμή της έπιασα το χέρι.

- Ξέρεις πόσο σε πεθύμησα; Ξέρεις πόσες φορές ήθελα να γυρίσω το χρόνο πίσω;… είπα κοιτάζοντάς τη στα μάτια.

Έσκυψα το κεφάλι μου, μετά γύρισα το βλέμμα προς τον ορίζοντα της θάλασσας. Ήθελα να κρύψω την συγκίνησή μου. Γύρισα και την κοίταξα στα μάτια. Δεν είπε τίποτα. Με κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε στο στόμα με ένα τρυφερό φιλί, όπως παλιά.

- Εσύ νομίζεις, πως εγώ σε ξεπέρασα; Όχι, Νίκο μου. Πολλές φορές σε σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν και αναπολούσα τις όμορφες στιγμές που πέρασα μαζί σου. Παρ’ όλη τη δύσκολη ζωή που είχες, είσαι δυνατός. Μπορεί να βασιστεί άνθρωπος πάνω σου. Και το μετάνιωσα… πολύ όμως!

Πιαστήκαμε χέρι χέρι, όπως παλιά.

- Τι κάνεις αύριο;

- Εγώ έχω ένα ιδιαίτερο, αλλά μπορώ να το ακυρώσω, είπε καταλαβαίνοντας το νόημα της ερώτησής μου.

- Κι εγώ μπορώ να προφασιστώ αδιαθεσία και να μην πάω στη δουλειά. Θέλεις να μείνουμε εδώ απόψε;

Το σκέφτηκε.

- Θέλω, αλλά φοβάμαι πως δεν είναι σωστό. Τι θα πεις στη Βάνα;

- Τίποτα. Απλά θα την πάρω τηλέφωνο και θα της πω ότι είμαι με φίλους εκτός Αθηνών. Ύστερα θα κλείσω το τηλέφωνο. Εξάλλου μη νομίζεις ότι θα τη νοιάξει και πολύ.

Σιώπησε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Δεν πήρα τηλέφωνο τη Βάνα, απλά της έστειλα ένα μήνυμα. Ύστερα έκλεισα το τηλέφωνο. Βρήκαμε ένα ξενοδοχείο. Πήγαμε κατευθείαν στο δωμάτιο.

- Εγώ θέλω να κάνω ένα μπάνιο της είπα. Νιώθω χάλια.

- Κι εγώ το ίδιο.

Μπήκαμε μαζί στο μπάνιο. Ανοίξαμε το νερό και αρχίσαμε να σαπουνίζει ο ένας τον άλλον. Με κοιτούσε με ένα ερωτικό βλέμμα όπως παλιά. Την αγκάλιασα. Η αίσθηση του γυμνού κορμιού της ήταν υπέροχη. Ξύπνησαν όμορφες αναμνήσεις μέσα μου. Τα χείλη μας ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο φιλί. Σήκωσε το πόδι της και πάτησε πάνω στον τοίχο. Μπήκα μέσα της με τη μία. Ήταν υπέροχο. Την γαμούσα με δύναμη, με πάθος, όπως παλιά. Η στάση ήταν κουραστική και για τους δυο μας. Η αίσθηση του γυμνού κορμιού της πάω μου ήταν το κάτι άλλο. Τη γύρισα με την πλάτη σε μένα. Την αγκάλιασα χουφτώνοντας τα όμορφα βυζιά της. Τούρλωσε λίγο τον κώλο της κι έτσι χώθηκα μέσα της με ευκολία. Άρχισα να τη γαμάω με δύναμη. Η Κατερίνα ακούμπησε πάνω στον τοίχο της ντουζιέρας. Σε λίγο έχυσα πάνω στα πεταχτά κωλομέρια της. Γύρισε και με αγκάλιασε. Με φίλησε στο στόμα. Ξεπλυθήκαμε και βγήκαμε από το μπάνιο. Ξαπλώσαμε χαλαροί, αναζωογονημένοι στο κρεβάτι. Ασυναίσθητα έπιασα το κινητό μου που είχα κλείσει.

- Χαλάρωσε, Νίκο μου. Είμαστε οι δυο μας, μακριά από προβλήματα τώρα.

- Σωστά, έχεις δίκιο.

- Αισθάνεσαι ένοχος;

- Όχι!

- Και καλά κάνεις.

- Τι εννοείς;

- Τίποτα.

Μείναμε αγκαλιασμένοι συζητώντας για διάφορα. Σε κάποια στιγμή αρχίζω να παίζω με τις ρώγες της. Είχε περάσει μόλις ένα μισάωρο που βγήκαμε από το μπάνιο.

- Ο αιώνιος Νίκος, να μην το βάζει κάτω με τίποτα, είπε χαμογελώντας.

- Ναι, έτσι είμαι εγώ, φωτιά και λαύρα.

Έπεσα πάνω της και άρχισα να τη φιλάω. Κατέβηκα και περίλαβα τα βυζιά της. σε λίγο ήμουν ανάμεσα στα πόδια της. Της έπαιζα την κλειτορίδα με τη γλώσσα μου. Η Κατερίνα είχε εκστασιαστεί. Έχυνε συνέχεια. Με τράβηξε απότομα πάνω της ψηλά. Με φίλησε παθιασμένα στο στόμα και αμέσως με έσπρωξε στο πλάι. Ήρθε από πάω μου. Έσκυψε και άρχισε να παίρνει τον πούτσο μου στο στόμα της. Στην αρχή έπαιρνε μόνο το κεφάλι, αλλά η μαεστρία της στο γλείψιμο ήταν κάτι το απίθανο. Της χάιδευα τρυφερά το κεφάλι. Κάποια στιγμή χώνει τον πούτσο μου μέχρι τέρμα στο λάρυγγά της. Παλιά δε μου το είχε κάνει ποτέ αυτό. Η πίπα της τώρα ήταν πιο βαθιά. Με άφησε και με καβάλησε. Άρχισε να κουνιέται πίσω μπρος με πάθος.

Ύστερα άρχισε να χοροπηδάει. Βρήκε έναν ρυθμό που βόλευε εκείνη. Άφησα τα πράγματα πάνω της. Προσπαθούσα μόνο να συντονιστώ σε ρυθμό που ικανοποιούσε εκείνη. Σε λίγο έχυσε με φοβερό πάθος. Δεν άντεξα άλλο κι εγώ, έχυσα. Πήγα να τραβηχτώ και με κράτησε μέσα της. έπεσε πάνω μου και με φιλούσε.

- Νίκο μου, αγόρι μου, με έκανες να νιώσω τόσο υπέροχα. Είχα καιρό να νιώσω τι σημαίνει έρωτας, να σου δίνεται ο άλλος με τόσο πάθος, με τρόπο που να σου λέει πάρε με ολόκληρο, σου δίνω κι άλλο, όσο θες. Αυτός είσαι αγόρι μου!

- Ήσουν υπέροχη. Πραγματικά αυτό που έζησα με σένα ήταν κάτι μοναδικό, όπως κι αυτό που ζω τώρα μαζί σου.

Με αγκάλιασε τρυφερά. Κούρνιασε στην αγκαλιά μου. Δε μιλούσαμε από ένα σημείο και μετά. Όσο απολάμβανα την τρυφερή αυτή αγκαλιά της, με έπιασε μια νοσταλγία για τα παλιά. Θυμήθηκα την υπέροχη αγκαλιά της. Πόσο μου γέμιζε τη ζωή; Πραγματικά βούρκωσα σε μια στιγμή. Προσπάθησα να το κρύψω, αλλά είμαι σίγουρος ότι το κατάλαβε. Σφίχτηκε κι άλλο στην αγκαλιά μου. Εκείνο το βράδυ ξεθεωθήκαμε στον έρωτα. Θέλαμε να ξαναζήσουμε μια ζωή, τα χρόνια που χάσαμε μετά το χωρισμό μας.

Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Όλο το πρωί κάναμε έρωτα. Και στα διαλείμματα παίζαμε και πείραζε ο ένας τον άλλον όπως παλιά. Το μεσημέρι πήγαμε να φάμε. Εκεί μου ξεφούρνισε το μυστικό που πολύ καλά μου κρατούσε η Βάνα.

- Κοίτα, Νίκο, η Βάνα είχε ένα δεσμό που τον διέλυσε λίγες μέρες πριν γνωρίσει εσένα. Σε είδε σαν άγκυρα. Όταν άρχισαν τα προβλήματα μεταξύ σας, η Βάνα τον ξαναείδε μια δυο φορές και μάλιστα βρέθηκαν οι δυο τους σε ξενοδοχείο. Μετά δεν ξέρω τι έγινε και δεν ξανασυναντήθηκαν.

- Ύστερα έγινε το επεισόδιο στο κομμωτήριο με την παραλίγο βίζιτα που σου είπα, Κατερίνα μου.

- Ναι, το ξέρω, μου το είπε η Βάνα.

Έπεσα από τα σύννεφα όταν τα άκουγα αυτά από την Κατερίνα.

«Τελικά κανείς αθώος σε αυτό το σόι», σκεφτόμουν.

Το απόγευμα φύγαμε για την Αθήνα. Φτάσαμε κατά τις 6. Πήγα στο σπίτι μου. Η Βάνα με περίμενε μέσα στα νεύρα. Άρχισε να με ρωτάει πού ήμουν και που ήμουν. Δεν της απάντησα. Ήμουν αμίλητος στην αρχή. Σε κάποια στιγμή όμως δεν άντεξα.

- Τι θες ρε μαλακισμένη; Σε βίζιτα πάντως δεν ήμουν! Άντε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα, γαμώ το Θεό σου, παλιοπουτάνα… είπα με θυμό.

Εκνευρίστηκε τόσο, που μπήκε στο μπάνιο και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Την άλλη μέρα στο σχολείο ήμουν χαλαρός. Καθόμουν στο διάλειμμα και σκεφτόμουν τη ζωή μου. Με την Κατερίνα δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθούμε ξανά. Δεν το είχα σκοπό. Ήμουν πολύ ρεαλιστής. Πέρα από το τι έγινε παλιά μεταξύ μας και χωρίσαμε, δε γινόταν και για έναν ακόμα λόγο. Ήταν η πρώτη ξαδέρφη της γυναίκας μου. Απλά, θα έμπλεκε το πράγμα πολύ. Μπορεί να μου άρεσε ως γυναίκα, αλλά δε θα μπορούσα να κάνω μαζί της από τη στιγμή που μου έκανε εκείνα που μου έκανε. Αλλά όμως, δεν ήταν και πολύ ηθικό εκ μέρους της να δώσει τη Βάνα σε μένα για τον πρώην της. Είχα την αίσθηση ότι απλά έμπλεξα με πουτάνες. Εξαίρεση, θα έλεγα, αποτελούσε η Χριστίνα, η αδερφή της. Εκείνη φάνηκε ότι είναι πιο σοβαρό άτομο. Από τις σκέψεις μου ήρθε να με βγάλει η φωνή της Δανάης. Καθίσαμε λίγο και τα λέγαμε.

Ο καιρός περνούσε. Ήταν τέλη Νοέμβρη. Σχόλασα και πήγαινα να πάρω το μικρό. Με πήρε ένας δικηγόρος τηλέφωνο και ζητούσε να με δει. Κανόνισα ραντεβού την επόμενη στο γραφείο του.

Μόλις σχόλασα περνούσαν διάφορα σενάρια από το μυαλό μου στο δρόμο για το κέντρο. Σε μια στιγμή μάλιστα σκέφτηκα ότι ίσως κάτι μου σκάρωσε η Βάνα. Ίσως κανένα διαζύγιο. Μπορούσα να περιμένω τα πάντα από μέρους της. Έφτασα στο γραφείο του. Εκεί με περίμενε η μεγαλύτερη έκπληξη από ποτέ. Ο αδερφός του πατέρα μου στην Αμερική πέθανε. Και άφησε ένα ποσό που ανέρχονταν σε δυόμιση εκατομμύρια δολάρια. Ήμουν ο μοναδικός συγγενής του.

Έφυγα από το γραφείο χωρίς να ξέρω πού πάω. Είχα αποδιοργανωθεί τελείως. Ήμουν χαρούμενος, αλλά ένιωθα και ένα κενό μέσα μου. Αν ήμουν καλά με την γυναίκα μου, θα έπρεπε να πετάω από την χαρά. Να πάω στην δουλειά και να την πάρω εκείνη την στιγμή και να πάμε όπου γουστάρουμε, να ζήσουμε ονειρεμένα. Όμως οι εξελίξεις στη ζωή δεν άφηναν ούτε αυτό να χαρώ. Ήμουν άνθρωπος που έχασα την οικογένειά μου. Έμεινα με τον πατέρα μου, οι δυο μας, πολύ νωρίς. Κι ύστερα χαμός του με γέμισε μοναξιά. Κι εκεί που είπα δόξα τω Θεώ, πάλι μούντζα.

Έφτασα στο Σύνταγμα. Κάθισα σε ένα μπαράκι σε ένα στενό πιο κάτω. Ήπια ένα ουίσκι. Η ώρα είχε πάει 5 το απόγευμα. Πήρα τον Ηλία. Τα είπαμε λίγο. Ζήτησα να συναντηθούμε. Το κανονίσαμε για την επόμενη μέρα. Έφυγα, πήγα στο σπίτι μου. Η Βάνα ήταν μουτρωμένη όπως πάντα. Με το που την είδα έτσι, δεν της είπα καν καλησπέρα. Κάθισα στο σαλόνι και ασχολήθηκα με το παιδί. Σε κάποια στιγμή ήρθε κι εκείνη στο σαλόνι. Κάθισε αμίλητη για κάμποση ώρα.

- Δεν μου λες, πού ήσουν;

- Σε μια δουλειά. Μόλις σχόλασα, είχα ένα σημαντικό ραντεβού.

- Ξέρεις είχα μια σημαντική δουλειά να κάνω σήμερα και δε μπόρεσα επειδή έλειπες. Δεν είχα πού να αφήσω το παιδί.

- Προτείνω να προσλάβουμε μια κοπέλα, για όποτε δεν μπορούμε. Τι λες εσύ;

- Σωστά… είπε με ένα ειρωνικό ύφος. Έχεις πολλά λεφτά, βρε ταλαίπωρε, και μπορείς να πληρώνεις και νταντάδες.

Το προσπέρασα και συνέχισα…

- Τι δουλειά είχες αν επιτρέπεται; Καλή δουλειά, είχε καλό μεροκάματο; Είπα υπονοώντας το αυτονόητο, θέλοντας να την προσβάλω για τη δική της προσβολή.

- Άι στο διάολο, Νίκο!

- Κοίτα, νωρίς είναι ακόμα, συνέχισα, μπορείς να πας στη δουλειά σου. Και μια και θα βγάζεις καλά λεφτά από τώρα και πέρα, ε, θα έχουμε την άνεση και για νταντά.

Δεν είπε τίποτα. Πήγε θυμωμένη στο δωμάτιο. Η ώρα πέρασε. Πήγα στο μπάνιο και μετά την έπεσα να ξαπλώσω. Έβαλα την τηλεόραση και χάζευα. Ήρθε κι εκείνη.

- Θα πήγαινα μέσα αλλά πιάστηκα στον καναπέ, είπε με ένα ψυχρό ύφος.

- Έχει χώρο βρε Βάνα και για τους δύο. Μη χολοσκάς. Εξάλλου δεν πρόκειται να σε αγγίξω, μην φοβάσαι!

Γύρισα την πλάτη μου. Δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος. Την άλλη μέρα σηκώθηκα με όρεξη. Την καλή ψυχική μου διάθεση στη δουλειά την αντιλήφθηκαν όλοι, ιδιαίτερα η Δανάη. Στο σχόλασμα πήρα τον Ηλία. Κανονίσαμε ραντεβού αργά το βράδυ. Στο σπίτι γύρισα με το παιδί, πριν τη Βάνα. Ήρθε η Βάνα στο σπίτι και με βρήκε ντυμένο.

- Καλησπέρα, πού θα πας και ντύθηκες έτσι;

- Ε, λέω να πάω να ρίξω έναν πούτσο σε μια πουτάνα πολυτελείας. Να ξαλαφρώσω λίγο. Λοιπόν γεια σου! Θα τα πούμε αργά, όταν θα έρθω, αν δεν κοιμάσαι ακόμα.

Έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Έφυγα. Βρέθηκα με τον Ηλία και τα λέγαμε. Του εξήγησα την όλη εξέλιξη. Ήθελα πια να τη χωρίσω.

- Κοίτα Νίκο, Τα μισά θα στα πάρει η Βάνα να το ξέρεις!

- Τι;… του είπα, μιας και ήμουν άσχετος από αυτά.

- Ναι, πρέπει να τα κρύψεις. Χώρισε πρώτα και μετά κάνε ότι θέλεις με τα χρήματα.

Με τον Ηλία καθίσαμε αρκετά. Ένιωθα μαζί του πάντα χαλαρά. Δεν ήταν άνθρωπος του άγχους. Έφυγα χαλαρός. Στο δρόμο για το σπίτι σκεφτόμουν πώς έτσι και μάθαινε η Βάνα για τα χρήματα, θα άλλαζε το παιγνίδι με τη μία. Και ήταν ό,τι σιχαινόμουν στη ζωή μου. Σκεφτόμουν πώς μέχρι τώρα με είχε γραμμένο κανονικά. Μετά το χουνέρι, ένιωσε προφανώς ενοχές και ήθελε για λίγο να ηρεμήσει η κατάσταση. Όχι γιατί έτσι ένιωθε, αλλά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Κοίταζε πάντα να διαμορφώνει έτσι την κατάσταση όπως την βολεύει εκείνη. Δεν το δεχόμουν αυτό. Πλέον είχα παγώσει για τα καλά μέσα μου. Και κάθε μέρα αυτό γινόταν περισσότερο.

Έφτασα στο σπίτι και έλειπε. Κάθισα λίγο. Πήγα στην κουζίνα. Δεν υπήρχε φαγητό, παρά μόνο στο τάπερ που έβαζε του παιδιού. Βγήκα έξω και πήγα σε ένα σουβλατζίδικο σε μια πλατεία στην γειτονιά. Κάθισα. Παρήγγειλα. Ήμουν μέσα στις σκέψεις. Ήπια λίγο κρασί. Είχε πάει εννιά το βράδυ όταν έφυγα. Γύρισα στο σπίτι και δεν τους βρήκα. Την πήρα τηλέφωνο. Το σήκωσε.

- Καλησπέρα, πού είστε;

- Έξω είμαι με μια φίλη μου. Το μικρό τον άφησα δίπλα στην κα. Τασία. Πήγαινε αν θέλεις να τον πάρεις μια και γύρισες νωρίτερα. Εγώ ίσως να αργήσω.

Έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να της πω γεια. Πήγα δίπλα και πήρα τον μικρό. Η Βάνα εκείνο το βράδυ γύρισε κατά τη μία. Δεν κοιμόμουν. Δεν τη ρώτησα τίποτα. Αδιαφόρησα εντελώς.

Την άλλη μέρα μετά το σχολείο πήγα στο Δικηγόρο να τακτοποιήσω τα διαδικαστικά με την κληρονομιά. Εκεί έμαθα ότι έπρεπε να πάω σύντομα στην Αμερική.

Από την επόμενη εβδομάδα ξεκίνησα τα διαδικαστικά. Διαβατήρια, βίζες. Κι όλα με πολύ μυστικότητα από τη Βάνα. Πήρα δέκα ημέρες άδεια. Στη Βάνα προφασίστηκα ότι θα πάω σε συνέδριο. Όταν της το είπα με κοίταξε περίεργα. Δεν της άρεσε. Δεν της άρεσε η ιδέα ότι μπορώ να έχω και μια ζωή παράλληλα στην οποία εκείνη δε θα είχε καμία σχέση.

- Και πώς προέκυψε αυτό με την Αμερική;

- Ε, είχα βάλει συμμετοχή και έτυχε και με πήραν. Ευτυχώς τα έξοδα είναι πληρωμένα.

- Πάλι καλά, είπε με ένα ξινισμένο πρόσωπο.

Ύστερα έδειξε να αδιαφορεί.

Σκεφτόμουν διάφορα σενάρια. Ένα βράδυ η Βάνα μού είπε ότι θα αργήσει να γυρίσει στο σπίτι. Πλέον δε με ενδιέφερε. Είχα πάρει τον μικρό από τη γειτόνισσα από το απόγευμα. Καθόμουν μαζί του στο σπίτι. Σε κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου.

- Γεια σου, Νίκο!

- Γειά σου Κατερίνα! Πώς και με θυμήθηκες;

- Πήρα να δω πώς είσαι;

- Καλά είμαι, έγινε κάτι; Σε ακούω κάπως;

- Κοίτα δε μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Η Βάνα έμαθα ότι είναι με τη Μαρία. Στο σπίτι της. Και μάλιστα είναι παρέα με τον πρώην της και δύο άλλους.

- Εσύ πού το έμαθες;

- Πήγαινα στη Μαρία. Τους είδα που κατέβαιναν όλοι μαζί από ένα αυτοκίνητο. Αργότερα πήρα τη Μαρία και μου το είπε. Πρότεινε να πάω κι εγώ μάλιστα. Αλλά σε παρακαλώ, μην πεις ότι σου το είπα. Κάνε σε παρακαλώ ότι δεν ξέρεις τίποτα.

- Μείνε ήσυχη. Δε θα πω τίποτα σε κανέναν.

Η ώρα πέρασε. Έβαλα τον μικρό για ύπνο. Κάθισα και άραξα στον καναπέ. Δεν είχα ύπνο. Ήμουν πολύ τσατισμένος, αλλά είχα πάρει τις αποφάσεις μου. Σκεφτόμουν διάφορα και κατέληξα σε ένα σενάριο. Να τη βάλω να με χωρίσει εκείνη. Σκεφτόμουν ότι την κληρονομιά από το θείο μου δε θα ήθελα να την μοιραστώ μαζί της για κανένα λόγο.

«Αν της έδινα κάποια χρήματα και να την βάλω να υπογράψει διαζύγιο;», σκέφτηκα. «Αλλά πώς;»

Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα ήρθε στο σπίτι. Είπε μια ψυχρή καλησπέρα και πήγε στο μπάνιο. Ύστερα ήρθε στο σαλόνι άνετη σα να μην συνέβαινε τίποτα. Εγώ έδειχνα αδιάφορος.

- Τι έγινε και άργησες;

- Τίποτα, βγήκα με κάτι φίλες μου.

- Τις ξέρω εγώ;

- Όχι!

- Α, να σου πω, τη Μαρία, την βλέπεις καθόλου;

Εκεί δαγκώθηκε. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, τι να πει. Εισέπραξα την αμηχανίας της αμέσως, όσο κι αν προσπάθησε να κρυφτεί.

- Ε… όχι, γιατί ρωτάς; Έχω να την δω από τότε. Γιατί ρωτάς;

Ρώτησε με ένα δήθεν αφελές ύφος, αλλά ήταν αδύνατον να κρύψει εντελώς την ταραχή της. Σώπασα για λίγα δευτερόλεπτα. Δεν έλεγα τίποτα.

- Τίποτα, έτσι ρώτησα.

- Έτσι στα ξαφνικά;

- Ναι, μου έσκασε φλασιά, γιατί μου φάνηκε ότι την είδα προχτές, νομίζω, από μακριά στο σύνταγμα.

- Όχι, από τότε δεν την ξαναείδα.

Δε συνέχισα την στιχομυθία, γιατί είδα πόσο τσιτώθηκε. Δεν θα ήθελα να την ανακουφίσω με τη συζήτηση. Καλύτερα θεώρησα να την αφήσω λίγο να βράζει στο ζουμί της.

- Εγώ την άλλη βδομάδα θα πάω στην Αμερική για το συνέδριο. Τι θα κάνουμε με το μικρό;

- Ε, τίποτα. Θα τον κρατήσει η γειτόνισσα. Της μίλησα ήδη και συμφωνήσαμε να της δίνουμε ένα ποσό. Εξάλλου τα πάνε καλά οι δυο τους.

- Καλώς, αφού το κανόνισες όλα, καλά. Θέλεις να σου αφήσω λεφτά μέχρι να πληρωθείς να τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς;

- Όχι, δε θέλω, έχω, Νίκο. Εξάλλου δεν εκκρεμεί τίποτα.

- ΟΚ.

Καθίσαμε λίγο ακόμα και κάναμε απλή συζήτηση. Εκείνη όμως είχε ένα βλέμμα ενοχής.

Οι μέρες πέρασαν. Εγώ έφυγα για την Αμερική. Μπορώ να πω χάρηκα με το ταξίδι. Συναντήθηκα με το δικηγόρο του θείου μου. Η περιουσία ήταν σε μετρητά κοντά στα τρία εκατομμύρια δολάρια. Επίσης υπήρχε ένα οίκημα που το είχε αναθέσει σε μια εταιρεία να το εκμεταλλεύεται. Οι περισσότερες διατυπώσεις έγιναν γρήγορα. Έμενε να βρω αγοραστή για το ακίνητο. Ανέθεσα σε ένα γραφείο την πώληση και γύρισα πίσω. Σε λίγες ημέρες θα μπορούσα να πάρω τα χρήματα.

Κάθε βράδυ έπαιρνα τηλέφωνο στο σπίτι να δω τι κάνει το παιδί. Τα δύο τελευταία βράδια ήταν αργά στην Ελλάδα, κοντά στις 12 το βράδυ. Έπαιρνα και δεν το σήκωνε κανένας.

Έφτασα στο σπίτι αργά την Παρασκευή το απόγευμα. Δεν ήταν κανείς. Βγήκα έξω. Πήρα τηλέφωνο τον Ηλία. Του τα είπα.

- Κοίτα Νίκο, μπορείς άμα θέλεις να ανοίξεις λογαριασμό στην Ελβετία, χωρίς να πας εκεί. Είναι και αυτό που σου συμβουλεύω να κάνεις. Άμα θέλεις έχω ανθρώπους.

- Κοίτα, τα χρήματα θα είναι σε ένα δικό μου λογαριασμό μετά από τρεις μέρες.

- Ωραία θα τους πάρω εγώ και θα σου κανονίσω ραντεβού προσωπικά. Να πας συστημένος.

- Σε ευχαριστώ Ηλία μου.

Η ώρα πήγε οχτώ το βράδυ. Πήρα τη Βάνα στο τηλέφωνο. Το σήκωσε.

- Καλησπέρα, Βάνα μου! πού είσαι;

- Στη δουλειά; Πώς και ξύπνησες τόσο νωρίς;

- Γύρισα. Στο σπίτι είμαι. Το παιδί;

- Το παιδί ήρθαν από το χωριό και το πήραν. Ήθελε πολύ να πάει.

- ΟΚ. Εσύ αργείς;

- Ναι, θα αργήσω απόψε. Θα βγω και με τα κορίτσια μετά για ποτό.

- ΟΚ. Καλά να περάσεις. Εγώ θα κάνω ένα μπάνιο και θα πέσω. Είμαι πτώμα.

Άρχισα να διαολίζομαι. Κατά τις εννιά μου την έδωσε. Πήρα το αμάξι και σε ένα τέταρτο βρέθηκα στο σπίτι της Μαρίας. Στο σαλόνι είχε φως. Ανέβηκα με το ασανσέρ. Ακουγόταν μουσική και γέλια. Τα φώτα του διαδρόμου είχαν σβήσει. Χτύπησα το κουδούνι της πόρτας. Έκλεισαν την μουσική. Άνοιξα τα φώτα. Άκουσα ένα πανικό και ένα ποδοβολητό. Ξαναχτύπησα. Άνοιξε η Μαρία φορώντας ένα νυχτικό.

- Με συγχωρείς για το ξαφνικό. Μπορώ να περάσω;

- Ναι, μου λέει διστακτικά, πέρασε.

Η ίδια προσποιούνταν ότι κοιμόταν. Όμως ήταν βαμμένη. Δεν με ξεγελούσε. Κάθισα στο μικρό καναπέ.

- Τι έπαθες νυχτιάτικα; Για να έρθεις εδώ, κάτι συμβαίνει…

- Τίποτα. Σήμερα γύρισα από τον Αμερική. Η Βάνα λείπει και όπως καταλαβαίνεις ήθελα λίγη παρέα.

- Κοίτα, Νίκο, δεν είμαι μόνη μου. Καταλαβαίνεις...

- Ναι, με συγχωρείς Μαρία μου. Θα φύγω. Είμαι αγενής εντελώς.

- Μα τι είναι αυτά που λες, βρε Νίκο; Πάρε με αύριο να τα πούμε.

- Και πάλι συγνώμη.

Βγήκα από την πόρτα. Άνοιξα το φως και κατέβηκα τις σκάλες. Μόλις άκουσα το κλείσιμο της πόρτας, σταμάτησα στην μέση της σκάλας και ανέβηκα αθόρυβα πάλι πάνω. Στάθηκα έξω από την πόρτα τους. Πήρα τηλέφωνο τη Βάνα. Χτύπησε, ο ήχος του τηλεφώνου ακούστηκε από την πόρτα της Μαρίας. Το σήκωσε.

- Πες την Μαρία να ανοίξει την πόρτα, είπα επιτακτικά.

Μεσολάβησαν κάποια δευτερόλεπτα αμηχανίας. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα χωρίς να πω τίποτα. Η Βάνα καθόταν στον καναπέ αναμαλλιασμένη φορώντας μια ρόμπα μόνο και ένα ύφος σα βρεγμένη γάτα.

- Μαρία, μπορείς να μου δείξεις το σπίτι σου; είπα με ένα άγριο ύφος.

Η Μαρία στεκόταν ακίνητη και δε μιλούσε. Προχώρησα στην κρεβατοκάμαρα. Πίσω μου ερχόταν η Βάνα και η Μαρία. Προφανώς φοβόταν μην ξεσπάσει κανένας καυγάς. Στο κρεβάτι ένας γυμνός άντρας γύρω στα πενήντα. Προφανώς τις περίμενε να συνεχίσουν το γαμήσι. Σάστισε μόλις με είδε και τράβηξε ένα σεντόνι πάνω του.

- Εσύ ποιος είσαι; Είπαμε οι τρεις μας μόνο θα είμαστε, είπε μέσα στον πανικό του. Έτσι το κανονίσαμε στην αρχή.

Γέλασα. Γύρισα την πλάτη και βγήκα για λίγο από το δωμάτιο. Στάθηκα στη μέση του σαλονιού. Σκέφτηκα να του κάνω κι εκείνου ένα χουνέρι. Ήθελα λίγο να τους τσιτώσω όλους τους. Γύρισα αμέσως στην κρεβατοκάμαρα. Εκείνος μόλις είχε φορέσει το βρακί του.

- Φίλε, εγώ πληρώθηκα να σε πηδήξω μπροστά στις κοπέλες. Λοιπόν κατέβασέ τα, γιατί αλλιώς θα γίνει με το ζόρι. Έλα στήσου. Πώς γουστάρεις;

- Άντε γαμήσου, ρε ανώμαλε… ούρλιαξε από το τρόμο του.

- Έλα, μη φοβάσαι τρελό αγόρι, θα είμαι τρυφερός μαζί σου, αν μου κάτσεις ήρεμα. Αν όμως κάνεις πείσματα, θα σε δέσω και θα πονέσει και η σουφρίτσα σου.

Δεν είπε τίποτα, είχε χάσει το χρώμα του, έτρεμε. Ντύθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Όρμησε προς την πόρτα, με έσπρωξε πανικόβλητος και έφυγε άρον άρον. Εγώ βγήκα στο σαλόνι και έσκασα στα γέλια. Πραγματικά όμως. Και καλύτερα, γιατί με τα νεύρα που είχα, θα τις σκότωνα και τις δύο. Κάθισα στο τραπέζι.

- Καθίστε κορίτσια!

Κάθισαν μαζεμένες. Δεν το περίμεναν αυτό που έκανα στον πελάτη τους.

- Λοιπόν Μαρία, πόσο είναι η χρέωση για να σας πάρει κάποιος παρτούζα;

Δε μίλησε. Η Βάνα καθόταν στην άκρη του καναπέ μαζεμένη.

- Πόσα θέλετε να κάνετε ένα λεσβιακό μπροστά μου; Και μετά θα σας βάλω την μία καβάλα πάνω στην άλλη και θα σας γαμήσω από όλες τις τρύπες. Αλήθεια σας λέω. Θα σας πληρώσω, δε θέλω τσάμπα, είπα και σηκώθηκα πάνω.

Έβγαλα χρήματα και πέταξα δύο πενηντάρικα στην κάθε μια στην μούρη.

- Λοιπόν πουτάνες, πόσα θέλετε; Φτάνουν τα εκατό στην κάθε μια σας; Όχι, μάλλον.

Και έβγαλα και της πέταξα άλλα πενήντα στην μούρη της καθεμιάς. Έγινα κατακόκκινος από το θυμό. Η Βάνα φοβόταν και το έδειχνε.

- Ντύσου, παλιοπουτάνα, και πάμε στο σπίτι τώρα, είπα επιτακτικά.

- Νίκο, μήπως είναι καλύτερα να ηρεμήσεις απόψε και να τα πείτε αύριο που θα είσαι πιο ήρεμος;… είπε η Μαρία μέσα στην αγωνία και τη σαστιμάρα της.

- Μη φοβάσαι, τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. Αν ήθελα να γίνει, θα γινόταν και εδώ τώρα, τι νομίζεις ότι θα κώλωνα; Όπως δεν κώλωσα με την Κατερίνα έτσι δεν θα κωλώσω και με τούτη, άμα το θελήσω.

Η Βάνα ντύθηκε κακήν κακώς και φύγαμε. Στο δρόμο δε μιλούσαμε. Σε μια στιγμή πήγε κάτι να πει και της ζήτησα να το βουλώσει. Φτάσαμε στο σπίτι. Εγώ πήγα στην κουζίνα να πιω νερό και εκείνη πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. Έκανε μισή ώρα να βγει. Πήγε στο δωμάτιο και ντύθηκε. Γύρισε και κάθισε στο σαλόνι.

- Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί σου. Την Κατερίνα την έδιωξα με «όμορφο» τρόπο. Στο δρόμο έφυγε για το σπίτι της σαν ένα ράκος, ξεφτιλισμένη εντελώς. Μπορώ κι εσένα να σε ξεφτιλίσω με πολλούς τρόπους. Εκείνο που με σταματάει, σε αντίθεση με την Κατερίνα, είναι όχι γιατί είσαι γυναίκα μου, αλλά γιατί είσαι μάνα του παιδιού μου. Κατάλαβες; Και θα είναι σαν να προσβάλω αυτό το ίδιο· που δε φταίει σε τίποτα.

- Συγγνώμη!

- Τι να την κάνω; Την έχετε την πουτανιά στο σόι σας. Μόνο η Χριστίνα βγήκε εντάξει. Είναι με τον άντρα της μια χαρά. Σε λίγο θα έχουν και δεύτερο παιδάκι, από ότι μαθαίνω· είναι μια κανονική οικογένεια. Εγώ έμπλεξα με τις πουτάνες του σογιού. Τι να κάνουμε; Τυχερά είναι αυτά. Πραγματικά με σένα προβληματίζομαι όσο τίποτα. Να σου πω, είσαι με ένα πενηντάρικο να σου ρίξω έναν πούτσο; Ή καλύτερα, με εκατό, θα κάτσεις να σου γαμήσω τον κώλο;

Έσκυψε το κεφάλι της κατακόκκινη. Ζορίστηκε. Δεν είπε τίποτα. Το βούλωσε.

- Πήγαινε στο μπάνιο και ετοίμασε το κωλαράκι σου, ή μήπως το έχεις έτοιμο από τον πελάτη; Λοιπόν πήγανε στο δωμάτιο και γδύσου. Έλα. Θα πληρωθείς! Δε θα χάσεις το νυχτοκάματο που σου χάλασα!

Σηκώθηκα και την έπιασα από το μπράτσο και την σήκωσα όρθια. Της έχωσα ένα χαστούκι που παραπάτησε.

- Προχώρα… της είπα επιτακτικά.

Πήγε στο δωμάτιο. Άρχισε να κλαίει.

- Γδύσου! Θα γδυθείς ή θα σου σκίσω τα ρούχα; Και πάψε να μυξοκλαίς, μου τη δίνει. Οι πουτάνες ακόμα και όταν πονάνε, χαμογελάνε! Δεν το ήξερες;

Μην έχοντας άλλη επιλογή γδύθηκε. Γδύθηκα κι εγώ. Την έπιασα από το μαλλί και της έχωσα τον πούτσο μου στο στόμα. Είχα να πλυθώ από την ώρα που γύρισα από το αεροδρόμιο και είχα ιδρώσει από τα νεύρα και με όλα όσα έζησα. Ζορίστηκε στην αρχή, αλλά δε με ένοιαζε. Άρχισε να παίρνει τον πούτσο μου διστακτικά. Μόνο το πουτσοκέφαλο.

- Βαθιά, παλιοκαργιόλα! Βαθιά! Μέχρι το λαρύγγι. Απόψε θα δεις πώς γαμάω, όταν τα έχω πάρει στο κρανίο.

Υπάκουσε μια και είχα πιάσει το κεφάλι της με τα χέρια μου. Αλλά τα μάτια της είχαν δακρύσει από το ζόρι. Τον έβγαλε.

- Είναι μεγάλος, βρε Νίκο, δε μπορώ ολόκληρο!

- Τι νομίζεις ότι μόνο με μικροτσούτσουνους θα πηδιέσαι; Αν σου τύχει και εικοσιπέντε πόντους ψωλή, κανένας αράπης; Τι θα κάνεις τότε; Ξεκίνα με τη δική μου να συνηθίζεις σιγά σιγά ξεφτιλισμένη… είπα και της έχωσα ένα χαστούκι.

Ο πούτσος μου χώθηκε πάλι στο στόμα της. Μετά από δυο τρία λεπτά την έβαλα να γονατίσει στα τέσσερα στην άκρη του κρεβατιού. Όπως ήμουν όρθιος οι τρύπες της ήταν στο ύψος της ψωλής μου. Τον έχωσα με την μία. Άρχισα να τη γαμάω σε ένα ρυθμό που μου έδινε την μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Τη γαμούσα αποκλειστικά για πάρτη μου και μόνο. Ποτέ δεν το έκανα αυτό. Ήμουν πάντα ευγενικός στις ερωτικές πράξεις. Αλλά αυτή τη φορά μου έβγαινε μια επιθετικότητα άνευ προηγουμένου. Δε με ένοιαζε αν το ευχαριστιόταν. Τον έβγαλα από το μουνί της και τον έχωσα στην κωλοτρυπίδα της. Βίαια. Πόνεσε το κατάλαβα με το πώς αντέδρασε. Αλλά δεν είπε τίποτα. Η σούφρα της ήταν χαλαρή, σε αντίθεση με άλλες φορές που το κάναμε μόνο οι δυο μας· που πάει να πει ότι πρόλαβε ο πελάτης και της τον έχωσε. Άρχισα να τη γαμάω με όλη την ένταση που μπορούσα να βγάλω. Της τον άνοιξα για τα καλά. Την κρατούσα από την μέση και την γαμούσα βίαια. Τον έβγαζα και τον έχωνα απότομα ολόκληρο. Είδα την ροδέλα της να έχει κοκκινίσει για τα καλά. Ήθελα να χύσω. Τον έβγαλα και την έβαλα να γονατίσει.

- Δεν μπορώ αυτό Νίκο μου, σε παρακαλώ! Δε μπορώ από τον κώλο στο στόμα!

- Μη μιλάς. Πάρ’ τον μέσα και σκάσε. Θα σε χύσω στο λάρυγγα κι έτσι και σου φύγει σταγόνα έξω θα σε σκοτώσω απόψε!

Τον πήρε με το ζόρι. Έχυσα στα πρώτα δύο τρία σπρωξίματα μέσα στο στόμα της.

- Κατάπινε, ούρλιαξα! Κατάπινέ τα πουτάνα, όλα!

Τα κατάπιε κλαίγοντας αυτή τη φορά. Έβγαλα τον πούτσο μου. Της έχωσα ένα χαστούκι. Πήγα στο μπάνιο. Είχα ανοιχτή την πόρτα.

- Έλα κι εσύ… είπα επιτακτικά.

Μπήκε κι εκείνη μέσα στο μπάνιο. Την τράβηξα μέσα στην μπανιέρα. Γέμισα την μπανιέρα με ζεστό νερό και καθίσαμε και οι δύο μέσα. Άρχισα να την πλένω. Να της τρίβω την πλάτη τρυφερά. Χαλάρωσε. Καθώς την έτριβα στους ώμους έγειρε πίσω και ακούμπησε πάνω μου. Απολάμβανε το τρίψιμο στον αυχένα και τους ώμους, που από ένα σημείο και μετά ήταν χάδι. Μείναμε αρκετή ώρα μέσα. Χαλαρώσαμε και οι δύο.

- Καιρός να σηκωθούμε, είπα και σηκώθηκα πρώτος.

- Ναι, έχεις δίκιο, παπαριάσαμε ολόκληροι, τόση ώρα, είπε χαμογελώντας.

Σηκώθηκε κι εκείνη. Βγήκαμε και ντυθήκαμε. Πήγαμε στο δωμάτιο. Έκανε λίγη ψύχρα. Φορέσαμε τις πιτζάμες. Πέσαμε. Εμένα τότε άρχισε να μου βγαίνει η κούραση του ταξιδιού. Νύσταξα αμέσως. Εκείνη γύρισε την πλάτη. Αναστέναξε σε μια στιγμή. Ίσως προβληματίστηκε από την ξαφνική εξέλιξη των πραγμάτων. Ίσως και να φοβόταν κάποια κίνηση από μένα. Σε αυτή την συνεύρεση που είχαμε, δεν έδειξε την πραγματική τρυφερότητα απέναντί μου. Απλά δεχόταν τη βίαιη στάση μου. Τίποτα άλλο. Ένιωσα πως δίπλα μου πια είχα μια ξένη.

Με πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα το Σάββατο πρωί, πριν από εκείνη. Κοιμόταν του καλού καιρού. Έκανα καφέ και σε λίγο βγήκα από το σπίτι. Περπάτησα στη γειτονιά. Πήρα τηλέφωνο τον Ηλία. Του είπα να με φέρει σε επαφή με τους ανθρώπους. Ήθελα και ένα καλό δικηγόρο. Ο Ηλίας τελικά ήταν πάντα εκείνος που πάντα είχε λύσεις για πολλά θέματα. Μου υποσχέθηκε πως θα το δει την Δευτέρα.

Σε μία ώρα ήμουν πίσω. Τη βρήκα να είναι στην κουζίνα και να συμμαζεύει. Ύστερα πήγε στο δωμάτιο και έπιασε το τηλέφωνο. Την άκουσα που πήρε τη συνάδελφό της στην δουλειά. Είπε ότι θα αργήσει λίγο. Ήρθε στο σαλόνι με ένα ψυχρό ύφος. Κάθισε απέναντί μου. Στην αρχή δε μιλούσε.

- Τι θα γίνει με μας;… ρώτησε.

- Τι θέλεις να γίνει; Εσύ ξεκίνησες καινούργια καριέρα. Τι θέλεις να γίνει;

- Άσχετο το τι κάνω, εμείς δεν τα πηγαίναμε καλά και πριν.

- Όπα, κοπελιά, μην το λες άσχετο. Τι θέλεις να πεις; Ότι πρώτα άρχισαν τα προβλήματα και μετά έγινες πουτάνα; Και δεν είναι άσχετο αυτό. Εξάλλου όταν δε γνώριζα τίποτα, για τσιλημπουρδήματά σου βρέθηκες και με τον πρώην σου. Πήγατε και σε ξενοδοχείο μια δυο φορές, αν δεν κάνω λάθος, έτσι δεν είναι; Το κέρατο το πρώτο το έφαγα, όταν εγώ ο μαλάκας νόμιζα πως ό,τι μου συμφερόσουνα άσχημα λόγω της κούρασης και του άγχους. Πού να ξέρω ο έρμος;

- Εσύ από πού τα έμαθες όλα αυτά;

- Από τον πρώην σου. Νικήτα δεν τον λένε; Νικήτα Αυγέρη. Έτσι δεν είναι; Λοιπόν αυτό έχει σημασία τώρα; Το από πού τα έμαθα; Εσύ απλά με κεράτωσες μαζί του. Τι με πέρασες για κανέναν ηλίθιο; Να ξέρεις, είπα με ένα αναστεναγμό, δεν το περίμενα από σένα αυτό.

- Εγώ, ρε φίλε, ξεσκίστηκα στη δουλειά να ξέρεις. Ξέρεις πόσο κουράζομαι; Και θέλω να έχω χρήματα να προσφέρω στο παιδί περισσότερα.

- Το παιδί, Βάνα μου, έχει όλα όσα έχουν τα άλλα παιδιά, ίσως και περισσότερα. Εκείνο που δεν έχει πια είναι η οικογένεια. Και το καταλαβαίνει, όλα τα καταλαβαίνει. Το βράδυ που ήρθαμε να σου κάνουμε έκπληξη με έβλεπε στενοχωρημένο. Και ξέρεις τι μου είπε στο δρόμο; «Μπαμπά, ξέρεις, άμα πάμε να πάρουμε την μαμά, είμαι σίγουρος ότι και εσύ θα χαρείς, και δεν θα έχεις αυτό το θλιμμένο ύφος!». Και πού να ήξερε το κακόμοιρο;

- Γιατί δεν μου τα είπες αυτά για το παιδί;

- Γιατί με ρώτησες ποτέ; Εσύ είχες το κομμωτήριο, γαμώ την πίστη σου, και μετά το μυαλό στις βίζιτες. Λοιπόν, σε μια γυναίκα που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να γίνει πουτάνα, τι να πω; Και γιατί να σου το πω, για να με λυπηθείς, για να λυπηθείς το παιδί σου; Τέλος πάντων κάνε ό,τι σε φωτίσει ο θεός. Αλήθεια, το παιδί πότε θα γυρίσει;

- Στο τέλος της άλλης βδομάδας.

- Καλά.

Σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει για τη δουλειά. Έβγαλα ένα κατοστάρικο και της το έδωσα. Το πήρε χωρίς να σκεφτεί καλά-καλά στην αρχή.

- Τι είναι αυτό; Θέλεις να πληρώσω κάποιο λογαριασμό;

- Η αμοιβή σου για χθες! Καλά δεν είναι το κατοστάρικο;

- Βρε, άι στο διάολο, μαλάκα!

- Άκου να σου πω πουτάνα, της είπα πιάνοντάς την από το πρόσωπο και το ζούληξα. Μπορώ να σε κάνω να περάσεις χειρότερα, πολύ χειρότερα! Κατάλαβες; Λοιπόν, παρ’ το να μη σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις. κατάλαβες;…

είπα και της έχωσα ένα χαστούκι. Έσκυψε και το πήρε από κάτω, προφανώς φοβούμενη επεισόδιο. Ύστερα έφυγε βιαστική για τη δουλειά.

Το βράδυ μόλις σχόλασε, γύρισε κατευθείαν στο σπίτι. Έκανε μπάνιο. Βγήκε τυλιγμένη με ένα μπουρνούζι. Μπήκε στο δωμάτιο και φόρεσε τις πιτζάμες της.

- Να σου πω, έφαγες;… τη ρώτησα.

- Όχι, απλά τσίμπησα.

- Ωραία, έχει φαγητό. Έκανα μπιφτέκια με πατάτες. Εγώ έφαγα νωρίτερα.

Σηκώθηκα και της έβαλα στο τραπέζι. Μάλιστα της είχα κάνει και σαλάτα. Μπήκε στην κουζίνα και βρήκε στρωμένο τραπέζι. Κάθισε και έφαγε με βουλιμία το φαγητό της. Εγώ κάθισα απέναντί της για παρέα.

- Ωραίο ήταν! Είπε μόλις τέλειωσε το φαγητό.

Καθίσαμε λίγο ακόμα. Ύστερα πήγαμε στο σαλόνι. Χαζεύαμε στην τηλεόραση.

- Λοιπόν, δεν πάμε στο κρεβάτι; της είπα.

- Ναι, πάμε είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.

Πήγαμε. Ξαπλώσαμε και άρχισε να με χαϊδεύει. Της κατέβασα την πιτζάμα και της έχωσα το δάχτυλο στο μουνί. Το ένα έγιναν δύο. Της φίλησα πεταχτά τα βυζιά της. Σε λίγο ήταν ολόγυμνη. Γδύθηκα κι εγώ. Την τράβηξα στο κρεβάτι ανάσκελα με το κεφάλι σχεδόν να κρέμεται κάτω από το κρεβάτι. Της έδωσα τον πούτσο μου στο στόμα. Άρχισε να με τσιμπουκώνει. Τον έχωνα ολοένα και πιο βαθιά.

- Έχεις δεις κάτι τσόντες που η γυναίκα είναι ανάσκελα; Έτσι θέλω να βλέπω το λαρύγγι σου να πιέζεται.

Τον έχωνα ολοένα και πιο μέσα. Πού και πού τον έβγαζε να παίρνει ανάσες. Κόντεψε μια δυο φορές να πνιγεί από την πίεση. Κουράστηκε. Την έβαλα στα τέσσερα. Φόρεσα ένα προφυλακτικό και άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Βρήκα έναν ρυθμό που με βόλευε. Ύστερα τον έβγαλα και τον έχωσα στην κωλοτρυπίδα της. Σε πέντε λεπτά έχυσα.

Ξάπλωσα και έβγαλα το προφυλακτικό. Πήρα ένα χαρτομάντηλο από το κομοδίνο και σκουπίστηκα. Ύστερα ξάπλωσα δίπλα της. Ήρθε στην αγκαλιά μου. Δεν είπα τίποτα. Τη δέχτηκα. Δεν έλεγε τίποτα. Δεν παραπονέθηκε ότι δεν πρόλαβε να τελειώσει κι εκείνη. Μας πήρε ο ύπνος.

Το πρωί της Κυριακής σηκώθηκε πιο νωρίς από μένα. Άρχισε να κάνει δουλειές. Να συμμαζεύει το σπίτι. Εγώ σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Βγήκα είχε τελειώσει. Έφτιαξα ένα καφέ. Κάθισε κι εκείνη απέναντί μου.

- Κοίτα εγώ θα βγω με έναν φίλο. Ίσως αργήσω λίγο. Μη με περιμένεις για φαγητό.

- Ποιο φίλο; Πού θα πας;

- Κάποιον. Δεν τον ξέρεις.

- Καλά, είπε μαγκωμένη.

Ντύθηκα και ήμουν έτοιμος να φύγω. Έβγαλα πενήντα ευρώ και της τα έδωσα.

- Τι είναι αυτά, Νίκο;

- Για χθες βράδυ, είπα και της τα έδωσα στο χέρι, έχοντας ένα αγριεμένο ύφος.

Τα πήρε· προφανώς φοβήθηκε επίθεση σε περίπτωση που αρνιόταν. Βούρκωσε και έφυγε στο δωμάτιο. Έφυγα κι εγώ.

Μετά το σκηνικό που την έπιασα να εκδίδεται στο σπίτι της Μαρίας, η Βάνα δεν κατάλαβα γιατί δεχόταν αυτήν την επιθετική συμπεριφορά από μένα. Την πρόσβαλα. Την πηδούσα και μετά την πλήρωνα. Θα μπορούσε να με διαολοστείλει σε κάποια φάση και να κάνει ό,τι γουστάρει. Δεν κατάλαβα ποτέ τι την έκανε να με δέχεται. Ίσως πείστηκε ότι ήμουν ικανός για τα πιο ακραία πράγματα και φοβόταν.

Βγήκα στο κέντρο της Αθήνας. Πήγα σε ένα καφέ και παρήγγειλα τον καφέ μου. Καθόμουν και σκεφτόμουν τι να κάνω μαζί της. Καταλάβαινα ότι έτσι και μάθαινε για την κληρονομιά, δε θα ξεκολλούσε από πάνω μου. Και φυσικά μπορούσε να μου την κάνει, όπως μου την έκανε τόσες φορές. Ήταν άνθρωπος που ήξερε να ελίσσεται περισσότερο από την Κατερίνα. Έπρεπε όμως να την ξεφτιλίσω, να την κάνω να με σιχαθεί, όπως την σιχάθηκα και εγώ.

Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο χτύπος του κινητού μου να με βγάλει από τις σκέψεις. Ήταν ο Ηλίας. Μιλήσαμε. Κανονίσαμε να βρεθούμε στο κέντρο. Βρεθήκαμε και πήγαμε με το αμάξι μου στο Γκάζι. Καθίσαμε σε ένα μπαράκι. Του είπα για τα γεγονότα και τις σκέψεις μου.

- Αν έβαζες κάποιον τρίτο να της δώσει τα χρήματα με σκοπό να σε χωρίσει;

- Ναι, αυτό δεν το σκέφτηκα.

- Έχω κάποιον… και δικηγόρος υπάρχει.

- Ωραία φέρε με σε επαφή με τον τύπο. Τι άνθρωπος είναι;

- Τι να σου πω. Μεσήλικας. Απλά ξέρω ότι είναι πωλητής σε μια εταιρία και φυσικά λίγο ρεμάλι. Αλλά τέτοιες δουλειές τις κάνει και καλά μάλιστα· και είναι και εχέμυθος.

Μετά από λίγη ώρα ο Ηλίας έφυγε. Εγώ σκεφτόμουν να της την κάνω. Σιγά σιγά άρχισα να καταστρώνω το σχέδιο. Γνωρίστηκα με τον άνθρωπο, το Θωμά, και τον είχα στο περίμενε. Δέχθηκε με μεγάλη προθυμία όταν του είπα για την αμοιβή του.

Όλες αυτές τις μέρες δεν έδινα καμιά σημασία στην Βάνα. Την αγνοούσα. Από την Δευτέρα άρχισε και εκείνη να έχει μούτρα. Ήταν Τετάρτη Απόγευμα. Από ένα μεσίτη βρήκα και νοίκιασα ένα διαμέρισμα στο Νέο Κόσμο. Κοντά στο Μετρό. Παγίδεψα το σπίτι με κάμερες και περίμενα την κατάλληλη στιγμή.

Το βράδυ της Τετάρτης πήρα τηλέφωνο τη Μαρία. Της ζήτησα να βρεθούμε. Πήγα από το σπίτι της.

Με το που μπήκα τη φίλησα πεταχτά στο στόμα. Με κοίταξε στα μάτια. Ύστερα την άρπαξα ξανά και την φίλησα στο στόμα με πάθος. Ανταπέδωσε κι εκείνη. Χωρίς να πούμε άλλη κουβέντα την έβαλα να ακουμπήσει στον πάγο της κουζίνας. Της κατέβασα τον παντελόνι και της έχωσα τον πούτσο στο μουνί της. Η καύλα και των δυο ήταν μεγάλη. Η Μαρία έχυσε γρήγορα. Έχυσα κι εγώ πάνω στον όμορφο κώλο της. Γύρισε και με αγκάλιασε.

Ύστερα πήγε στο μπάνιο. Βγήκε και πήγε στην Κουζίνα. Έβαλε δύο χυμούς. Καθίσαμε στο σαλόνι.

- Σου τα είπε η φίλη σου;

- Ναι, μου τα είπε. Μα δεν μου λες, γιατί δεν τη χωρίζεις; Αφού δεν μπορείς να της δεις αλλιώς. Πληγώθηκες, Νίκο, πολύ όμως. Και σε βλέπω να θέλεις να την εκδικηθείς κάθε μέρα. Αλλά βασανίζεσαι κι εσύ, μωρέ.

- Το ξέρω ότι βασανίζομαι. Αλλά δεν μου βγαίνει και τίποτα άλλο αυτήν τη στιγμή. Να σου πω, έχω έναν φίλο που θέλει να σε γνωρίσει.

- Πας να μου φέρεις πελατεία;… είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.

- Δεν ξέρω, σε είδε και θέλει να σε γνωρίσει.

- Να μου τον φέρεις. Να ξέρεις ότι βλέπω πρώτα τι είναι και μετά ενδίδω.

- ΟΚ.

Την επομένη κιόλας τους κανόνισα ραντεβού. Βρέθηκε από εκείνη τη μέρα με τη Μαρία άλλες δύο φορές.

Εγώ στο σπίτι τις επόμενες μέρες άρχισα να είμαι ευδιάθετος. Ήταν και το παιδί. Έπαψα κάποια στιγμή να της κάνω το βίο αβίωτο. Ήταν Παρασκευή βράδυ. Κανόνισα με τη γυναίκα που μας κρατούσε το παιδί να το κρατήσει μέχρι αργά. Ο Θωμάς κι εγώ είχαμε κλείσει τραπέζι σε ένα εστιατόριο πολυτελείας στο κέντρο. Με το που ήρθε η Βάνα της είπα να πάμε να φάμε. Παραξενεύτηκε στην αρχή. Δε μπορούσε ποτέ να προβλέψει την επόμενη κίνησή μου. Με είδε ξαφνικά τόσο ευγενικό μαζί της.

- Έλα, βρε Βάνα μου, δε βαρέθηκες τους τσακωμούς; Πάμε να φάμε μια φορά έξω σαν άνθρωποι.

- Καλά είπε. Θέλω λίγο χρόνο να ετοιμαστώ.

- Εντάξει θα σε περιμένω.

Σε μία ώρα ήταν έτοιμη. Φορούσε ένα μίνι φόρεμα που άφηνε το σέξι κορμί της να φαίνεται. Φύγαμε. Πήγαμε στο εστιατόριο. Καθίσαμε στο τραπέζι και παραγγείλαμε ένα ωραίο πιάτο και το συνοδέψαμε με ένα ακριβό κρασί. Δεν πέρασε μία ώρα έσκασαν μύτη και η Μαρία με το Θωμά. Κάθισαν σε διπλανό τραπέζι. Η Μαρία μας χαιρέτησε τυπικά, όπως και ο Θωμάς.

Η ώρα είχε πάει αργά. Λέγαμε διάφορα με τη Βάνα, κυρίως για το παιδί.

- Να σου πω, δεν πάμε σε ένα μπαράκι για ποτό; Της είπα.

- Και δεν πάμε;

- Έχεις πρόβλημα να πούμε και στα παιδιά;

Με κοίταξε στην αρχή κάπως περίεργα.

- Και δεν το λέμε;

Με το που το είπαμε εκείνοι δέχτηκαν αμέσως. Πώς να μην το δεχθούν, αφού ο Θωμάς ήταν στο κόλπο.

Πήγαμε στο μπαράκι. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη. Η Μαρία σε κάποια στιγμή που πήγα στην τουαλέτα ήρθε κι αυτή. Στον προθάλαμο της τουαλέτας με ρώτησε.

- Θέλεις να πεις ότι όλο αυτό απόψε ήταν τυχαίο;

- Ναι Μαρία μου. Εγώ το Θωμά τον ξέρω, αλλά δεν είναι και κανένας κολλητός μου, κατάλαβες;

- Καλά, ας το πιστέψω… είπε με ένα ύφος όλο υπονοούμενα.

Βγήκαμε. Όση ώρα μιλούσαμε με την Μαρία στην τουαλέτα ο Θωμάς φλέρταρε τη Βάνα. Εκείνη το έπαιζε σεμνή, αφού ήμουν μπροστά εγώ.

Κατά τις δύο φύγαμε. Φτάσαμε στο σπίτι κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Εγώ έκανα ένα μπάνιο. Ήμουν χαλαρός, δεν είχα καμιά διάθεση να δημιουργήσω οποιαδήποτε ένταση. Η Βάνα πήγε κι εκείνη στο μπάνιο. Βγήκε φρεσκαρισμένη φορώντας μια σέξι πιτζάμα. Ήρθε δίπλα μου. Άρχισε να μου τρίβεται. Αντέδρασα κι εγώ δίνοντάς φιλιά στο στόμα και στο λαιμό. Δεν έλεγα τίποτα. Εκείνη γουργούριζε τρυφερά. Ο πούτσος μου είχε γίνει κάγκελο. Της άνοιξα τα πόδια και χώθηκα μέσα της. Την γάμησα με ένταση για πάνω από πέντε λεπτά. Έχυσε δυνατά αγκαλιάζοντάς με δυνατά. Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό.

- Έλα αγόρι μου χύσε με μέσα μου, σε θέλω. Θέλω να νιώσω τα χύσια σου μέσα στο μουνί μου.

Δε χρειάστηκε περισσότερο από την καυλιάρικη αυτή φωνή της που καλούσε να χύσω, να με κάνει να φτάσω σε έναν δυνατό οργασμό μέσα στο καυτό μουνί της. Στράγγισα εντελώς. Πραγματικά είχα να χύσω με τέτοια ένταση από τη φάση με την Κατερίνα στο Ναύπλιο. Έμεινα λαχανιασμένος πάνω της. Όσο ο πούτσος μου ήταν ακόμα σηκωμένος, δεν έλεγα να ηρεμήσω. Έκανα συνεχώς αργές παλινδρομικές κινήσεις. Βγήκα όταν άρχισε να μου πέφτει. Καθίσαμε ανάσκελα κοιτώντας το ταβάνι.

- Ήσουν υπέροχος… είπε.

- Κι εσύ το ίδιο, είπα και τη φίλησα στο μάγουλο.

Έβαλε το μπράτσο μου για μαξιλάρι και κούρνιασε πάνω μου. Δε μιλούσαμε. Σκεπτόμουν ότι αυτή η γυναίκα, που κάποτε με είχε και πετούσα από ευτυχία μόνο και μόνο που ήταν δίπλα μου, με πρόδωσε, με πλήγωσε με το χειρότερο τρόπο. Και παρ’ όλο που προσπάθησα να την αποτρέψω, εκείνη δεν το σεβάστηκε καθόλου. Κι αυτό ήταν κάτι που με στενοχωρούσε πολύ, με έκανε να νιώθω δυστυχισμένος. Δάκρυσα καθώς τα σκέφτηκα όλα αυτά. Σκεφτόμουν το παιδί μου, πόσο δυστυχισμένο θα γινόταν;

Αποκοιμήθηκα μέσα στις μαύρες σκέψεις μου.

Το πρωί σηκώθηκε πριν από μένα και μαγείρεψε. Ύστερα πήγε και πήρε το μικρό από τη γειτόνισσα. Σηκώθηκα κι εγώ. Έφυγα με τον μικρό σε ένα κοντινό παιδικό πάρκο να παίξουμε μπάλα. Γυρίσαμε κατά τις δύο μέσα στη βρώμα και τον ιδρώτα. Πήγαμε στο μπάνιο και πλυθήκαμε. Ύστερα φάγαμε όλοι μαζί στο τραπέζι. Είχε καιρό να γίνει κάτι τέτοιο.

Το απόγευμα την πήρε η Μαρία. Εγώ ένιωθα κουρασμένος και ξάπλωσα με τον μικρό στο διπλό κρεβάτι. Ετοιμάστηκε και βγήκε. Το μόνο που είπε ήταν ότι θα πάει σε μια φίλη της, τίποτα. Άλλο. Με το που έφυγε, εγώ πήρα τον Θωμά.

- Κοίτα, Νίκο, της το είπα της Μαρίας. Στην αρχή έκανε κάτι πουτανίστικα πείσματα. Ύστερα μου είπε ότι θα της μιλήσει. Της είπα ότι με τρελαίνει η Βάνα και θέλω να κάνω κατάσταση μαζί της. Τελικά το κανόνισε μαζί της σήμερα. Θα βρεθούμε οι τρεις μας. Τι θέλεις να κάνω;

- Ξέσκισέ τες, αυτό να κάνεις! Τώρα έφυγε η Βάνα. Είμαι σίγουρος ότι πάει στη Μαρία. Κάνε το κορόιδο και γάμα τες. Εμείς θα τα πούμε αύριο μετά το σχολείο. Εντάξει;

- ΟΚ.

Κλείσαμε το τηλέφωνο. Ξάπλωσα πάλι. Κατά τις 6 το απόγευμα ξύπνησε ο μικρός. Καθίσαμε στο σαλόνι. Κατά τις οχτώ και μισή ήρθε η Βάνα. Ήταν χαμογελαστή και ευδιάθετη. Κάθισε μαζί μας και σαχλαμαρίζαμε. Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η γειτόνισσα που αφήναμε τον μικρό. Είχε διακοπή ρεύματος και ζήτησε τη βοήθειά μου. Πήγα αμέσως. Σε δέκα λεπτά γύρισα. Η Βάνα είχε πιάσει το τηλέφωνο. Έκανα πώς δεν έδωσα σημασία. Το βράδυ εκείνο προφασίστηκα ότι πονούσε το στομάχι μου. Κοιμηθήκαμε χωρίς να γίνει τίποτα μεταξύ μας.

Την Κυριακή σηκώθηκε νωρίς και έφτιαξε το φαγητό του μικρού. Κατά τις 10 έφυγε καλοντυμένη και φρεσκαρισμένη, χωρίς καν να πει πού πάει. Σηκώθηκα και η πρώτη κίνηση που έκανα είναι να πάρω τηλέφωνο το Θωμά.

- Νίκο, έγινε πως μου το είπες. Θα συναντηθώ με τη Βάνα οι δυο μας. Θα την πάω στο διαμέρισμα.

- Εντάξει. Απλά θέλω μόλις μπεις να σηκώσεις τον τρίτο διακόπτη του πίνακα.

- Καλώς.

Εγώ όλη τη μέρα ασχολήθηκα με το μικρό. Η Βάνα ήρθε κατά τις 9 το βράδυ. Δεν τη ρώτησα καν πού ήταν. Ήμουν εντελώς αδιάφορος. Το βράδυ μόλις ξάπλωσα στο κρεβάτι, ήρθε δίπλα μου. Άπλωσε το χέρι μου να με χαϊδέψει. Της το απομάκρυνα. Γύρισα την πλάτη μου. Δεν είπε τίποτα. Σκεφτόμουν να καταστρώσω το σχέδιο.

Την άλλη μέρα από το Θωμά έμαθα ότι βρεθήκανε πάλι στο διαμέρισμα. Αυτό συνεχιζόταν κάθε βράδυ για μια βδομάδα. Ακόμα και η Μαρία θεωρούσε δεδομένο ότι δε γνωρίζω για τα πάρε δώσε της Βάνας με το Θωμά.

Την Δευτέρα ο δικηγόρος, ο φίλος του Ηλία, την κάλεσε στο γραφείο. Η Βάνα είχε ρεπό. Πήγε εκεί. Εκεί της είπε ότι υπάρχει κάποιος που θέλει να της χαρίσει τριακόσιες χιλιάδες ευρώ. Υπό προϋποθέσεις φυσικά. Η προϋπόθεση ήταν να με χωρίσει. Και φυσικά θα υπέγραφε μια συμφωνία γι’ αυτό. Μάλιστα τα μισά λεφτά θα τα έπαιρνε με την έκδοση του διαζυγίου και τα άλλα μισά μετά από ένα χρόνο· εφόσον εμείς εξακολουθούσαμε να είμαστε χωρισμένοι.

Η Βάνα έκανε στην αρχή ότι θίχθηκε. Το είδε καχύποπτα. Ύστερα ηρέμησε και άρχισε να συζητάει το θέμα. Τελικά συμφώνησε, αφού το σκέφτηκε μια δυο ημέρες, διορία που ζήτησε η ίδια. Ίσως και να το συζήτησε με την Μαρία. Και μέσα στην συμφωνία ήταν να μη μάθει άμεσα το όνομα αυτού που θα πλήρωνε μέχρι να πάρει και το τελευταίο ευρώ. Το δέχτηκε με χαρά από ό,τι μου είπε ο δικηγόρος. Την ίδια μέρα ο δικηγόρος της έδωσε και την αίτηση διαζυγίου· το σπίτι έμενε στο παιδί.

Γύρισε στο σπίτι. Ήταν άνετη. Μόλις έβαλε τον μικρό για ύπνο, ήρθε στο σαλόνι. Εγώ ήμουν ευγενικός μαζί της.

- Νίκο, είπε με ένα σοβαρό ύφος.

- Τι θέλεις κορίτσι μου; της απάντησα.

- Κοίτα, αντιλαμβάνομαι ότι η σχέση μας ως ζευγάρι δεν πάει καθόλου καλά. Κάθισα και σκέφτηκα ότι ίσως καλύτερα να χωρίζαμε. Εσύ τι λες;

- Καλά μετά από τόσες υποχωρήσεις που έκανα, δε σεβάστηκες τίποτα;

- Αφού δεν τραβάει. Κάναμε τις μαλακίες μας. Ε, ούτε το πρώτο ούτε και το τελευταίο ζευγάρι που έχει παιδί και χωρίζει είμαστε.

- Σωστά. Μόνο, Βάνα μου, τις μαλακίες τις έκανες εσύ. Κατάλαβες; Κατάφερες και να με κερατώσεις, και να γίνεις πουτάνα. Το φταίξιμο είναι δικό σου. Και δεν μου λες, για να έχουμε καλό ρώτημα, το παιδί;

- Από κοινού την κηδεμονία.

- Καλώς αφού το σκέφτηκες, καλώς. Απλά από βδομάδα, επειδή έχω υποχρεώσεις, θα βρω ένα δικηγόρο, να συντάξει την αίτηση, και να πάμε σε συμβολαιογράφο. Δεν πιστεύω να θέλεις δικαστήριο;

- Όχι, να, έχω την αίτηση έτοιμη…

και την έβγαλε. Την πήρα. Έκανα πως την διάβασα.

- Εντάξει. Από βδομάδα όμως.

Εκείνο το βράδυ έπεσα για ύπνο. Παρ’ όλο που τα πράγματα πήγαιναν όπως τα ήθελα, σε κάποια στιγμή με έπιασε μια μελαγχολία. Σκεφτόμουν πόσα όνειρα έκανα όταν αγόρασα αυτό το σπίτι, και τώρα…

Αποκοιμήθηκα πριν από εκείνη. Το πρωί όταν σηκώθηκα τη βρήκα να κοιμάται στο σαλόνι. Έφυγα για την δουλειά.

Το μεσημέρι πήρα και υπέγραψα το διαζύγιο. Με την υπογραφή και μόνο θα έπαιρνε είκοσι χιλιάδες ευρώ. Ο κος Τάσος, ο δικηγόρος, άργησε να της κλείσει ραντεβού. Έβλεπα την αγωνία της στο πρόσωπό της όλες εκείνες τις μέρες της αναμονής και μου συμπεριφερόταν πολύ ευγενικά. Μαγείρευε κάθε βράδυ. Όμως ποτέ δεν έβαλα μπουκιά από αυτό που μαγείρευε.

Ήταν Τετάρτη.

- Νίκο, δε θα φας;

- Όχι, δεν πεινάω, της είπα.

- Μα δεν έφαγες ούτε μια μέρα μαζί μας. Συμβαίνει κάτι; Είσαι καλά;

- Καλά είμαι. Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου.

- Κοίτα, να μην ξεκόψουμε εντελώς την σχέση μας, έχουμε και ένα παιδί, δε νομίζεις;

- Σωστά, είπα και πήγα σιωπηλός στο σαλόνι.

Κάθισε κι εκείνη μαζί μου. Εγώ δεν της μιλούσα. Ήμουν απορροφημένος σε κάτι που διάβαζα.

Οι μέρες πέρασαν. Εγώ πήρα έναν άλλο δικηγόρο και συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας. Μόλις τακτοποιήθηκε το θέμα η Βάνα έλαβε μια επιταγή των εκατόν τριάντα χιλιάδων από το «δικηγόρο της». Έμαθα από τον δικηγόρο ότι πετούσε από τη χαρά της, όταν την πήρε σε ένα άλλο γραφείο να της δώσει την επιταγή. Φύγαμε από το γραφείο. Εκείνη τη μέρα πήρα άδεια για να διευθετήσω το θέμα.

- Νίκο, πού πας τώρα;

- Σπίτι, γιατί; Εσύ θα έρθεις μαζί μου;

- Όχι, έχω μια δουλειά. Θα τα πούμε σε λίγο.

Χωριστήκαμε. Εγώ πήγα ικανοποιημένος στο σπίτι. Σε λίγες μέρες έπρεπε να φύγω από εκεί. Ήταν μέσα στην συμφωνία. Σε λίγο ήρθε και η γυναίκα με τον μικρό. Έβαλα το μικρό με τα παιγνίδια του να παίξει. Πήρα τηλέφωνο τον Ηλία και του τα είπα.

- Θα έπρεπε να είσαι χαρούμενος, Νίκο, αλλά εσύ δεν είσαι.

- Ξέρεις, βρε Ηλία, ποτέ δεν ήθελα να βρεθώ σε αυτή τη θέση.

- Αναγκαίο κακό Νίκο. Λοιπόν σε αφήνω θα μιλήσουμε αργότερα. Έχω μια δουλειά.

- Γεια σου, Ηλία, και σε ευχαριστώ.

Ύστερα πήρα τηλέφωνο το Γιώργο. Μίλησα και με εκείνον. Ένιωθα κενός. Σε λίγο ήρθε η Βάνα. Ήταν χαρούμενη, αεράτη. Μόλις μπήκε, πήγε στο μπάνιο. Βγήκε φρεσκαρισμένη. Η Βάνα είχε έναν αέρα αισιοδοξίας.

- Λοιπόν απόψε κερνάω, πάμε να φάμε;

- Όχι, δεν έχω διάθεση.

- Μα, έφαγες κάτι;

- Όχι, σου είπα δεν πεινάω.

Πήγα στο μπάνιο. Βγήκα. Ντύθηκα.

- Θα βγεις; Πού θα πας;

Την κοίταξα με ένα ειρωνικό ύφος.

- Καλό είναι τώρα πια να κόψουμε αυτές τις ερωτήσεις ο ένας στον άλλο. Η δουλειά σου έγινε. Λοιπόν, λέω να πάω να γαμήσω κανένα μουνί της προκοπής απόψε.

Έμεινε να με κοιτάζει σαν χαμένη για λίγο. Ύστερα πήγε στο δωμάτιο έχοντας ένα τουπέ στο ύφος της.

Έφυγα. Όντως είχα όρεξη να γαμήσω εκείνο το βράδυ. Πήρα τη Δανάη τηλέφωνο. Σε μια ώρα κανονίσαμε να βρεθούμε.

Βρεθήκαμε στο κέντρο. Πήγαμε και φάγαμε, γιατί άλλο δε με βαστούσαν τα πόδια μου από την πείνα. Εκεί της είπα ότι με την Βάνα χωρίσαμε, χωρίς να της πω όλη την αλήθεια φυσικά. Η βραδιά κύλησε υπέροχα. Αργά, κατά τις δώδεκα, γυρίσαμε στο σπίτι. Μάλιστα την πήγα μέχρι το σπίτι της με το αμάξι. Δεν ήθελα να κάνω κάποια κίνηση αμέσως. Δεν ήθελα κάτι να γίνει βιαστικά. Απλά εκείνο το βράδυ η Δανάη ήταν συναισθηματικά κοντά μου όσο ποτέ. Με στήριζε ηθικά.

Παρ’ όλο που τον χωρισμό μου με την Βάνα τον επεδίωξα με έναν τρόπο ώστε να έχει το λιγότερο δυνατό κόστος για μένα, μέσα μου ένιωσα ένα κενό. Και φυσικά σκεφτόμουν και τα προβλήματα που θα προκύπταν με τον μικρό. Φυσικά ήταν η καλύτερη λύση· όπως και με την Κατερίνα, έτσι και με την Βάνα, δε θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου με μια γυναίκα δίπλα μου που πήγε και γαμήθηκε για τα λεφτά με έναν άγνωστο. Κάτι τέτοιο δεν θα το χωρούσε η συνείδησή μου. Αλλά από την άλλη είδα τη ζωή μου να αδειάζει, να φτάνει πάλι στο μηδέν. Και πολλά βράδια με έπαιρνε ένα παράπονο γι’ αυτό.

Την άλλη μέρα, σε ένα διάλειμμα στο σχολείο, τηλεφώνησα στο Θωμά.

- Κοίτα Νίκο, εγώ πήρα τη Βάνα τηλέφωνο, μου είπε ότι δε θέλει να την ξαναδώ. Μου το έκλεισε κατάμουτρα. Τώρα είναι και βούρλο η κυρία. Θα μπορούσε να δει ότι η επιταγή είναι από μένα. Αλλά δεν πειράζει. Με τα υπόλοιπα λεφτά;

- Το μεσημέρι θα σου τα στείλω.

Όλο το πρωί στη δουλειά, η Δανάη όποτε είχε την ευκαιρία κοίταζε να είναι μαζί μου. το πρόσωπό της έλαμπε. Η Στέλλα, η συνάδελφος, με πλησίασε σε μια στιγμή.

- Τι του έχεις κάνει του κοριτσιού και λιώνει έτσι για σένα βρε; Με ρώτησε με ένα ύφος όλο υπονοούμενα.

- Τίποτα, Στέλα μου, απλοί φίλοι είμαστε. Μη λες χαζά και συ.

- Εγώ μόνο χαζά δε λέω, αλλά, ρε Νίκο, έτσι και γίνει κάτι μεταξύ σας πραγματικά θα το χαρώ.

Η Στέλα και κάποιοι παλιοί συνάδελφοι γνώριζαν την κατάστασή μου. Γνώριζαν ότι με τη Βάνα πάμε για χωρισμό. Οι άνθρωποι εκείνοι ήταν η οικογένειά μου.

Νωρίς το μεσημέρι όταν πήγα στο σπίτι, βρήκα την Βάνα εκεί. Ο μικρός ήταν ακόμα στο νήπιο.

- Καλησπέρα, είπα με ένα ευδιάθετο ύφος.

- Καλησπέρα, Νίκο. Τι κάνεις; Πώς πέρασες χθες βράδυ;

- Μια χαρά. Α, Βάνα να σου πω. Όπως κανονίσαμε στο διαζύγιο, μέχρι να βγει η οριστική απόφαση θα πάρει καμιά δεκαπενταριά μέρες. Κοίτα στο διάστημα αυτό θα κοιτάξω να φύγω. Όπως συμφωνήσαμε, το σπίτι μένει σε σένα με το παιδί.

- Δεν χρειάζεται να βιαστείς, Νίκο. Δεν υπάρχει λόγος.

- Υπάρχει συναισθηματικός λόγος για μένα, Βάνα μου. Πρέπει να οργανώσω τη ζωή μου. Δε μπορώ τις εκκρεμότητες. Καλύτερα να αποκατασταθώ όσο γίνεται νωρίτερα. Εσύ δεν πήγες για δουλειά;

- Όχι, πήρα ρεπό.

- Καλά. Ο Κωστάκης; Θέλεις να πάω εγώ να τον πάρω;

- Ναι, αν δεν σου κάνει κόπος…

Έφυγα και πήγα για το παιδί. Σε μισή ώρα ήμαστε πίσω. Κάθισα στο σαλόνι.

- Νίκο, έλα να φάμε, είπε η Βάνα.

- Όχι, δεν θέλω. Τσίμπησα στη δουλειά ένα σάντουιτς αργά και δεν πεινάω.

- Καλά.

Ύστερα ήρθε στο σαλόνι. Ο μικρός έπεσε για το μεσημεριανό του ύπνο.

- Να σε ρωτήσω κάτι; Από τη μέρα που σου είπα να χωρίσουμε, δεν έφαγες ξανά μαζί μας. Τι συμβαίνει; Είπαμε να το κάνουμε πολιτισμένα.

- Πολιτισμένα το κάναμε Βάνα μου, πολιτισμένα. Γιατί ενοχλείσαι; Σου έφερα αντίρρηση; Όχι. Όλα έγιναν όπως τα θέλησες. Πήγες έκανες αυτά που έκανες και μετά με χώρισες. Για τους δικού σου λόγους είδες ότι σε βολεύει καλύτερα. Τώρα το τι κάνω εγώ, τι σε ενδιαφέρει; Δε σε καταλαβαίνω. Χωρίσαμε, δεν χωρίσαμε; Ε, λοιπόν, τέρμα. Ο καθένας μας ας κάνει τη ζωή του. Γι’ αυτό σου είπα ότι θα φύγω όσο γίνεται νωρίτερα. Ε, την επίσημη λύση της απόφασής θα την πάρω σύντομα. Μόνο πρόσεξε τη συμπεριφορά σου όταν είναι μπροστά το παιδί. Μην κάνεις καμιά μαλακία και φέρεις κανένα πελάτη στο σπίτι, τότε θα σου γαμήσω ότι έχεις και δεν έχεις. Θα σε στείλω αδιάβαστη, να το ξέρεις.

- Καλά, ηρέμησε σε παρακαλώ μην ξυπνήσεις το παιδί. Σωστά είπες για το παιδί. Ε, τώρα, αν θέλεις μπορείς να φύγεις κι από τώρα; Άι στα κομμάτια! Είπε με ένα θυμωμένο ύφος.

- Πότε είπαν οι δικηγόροι ότι θα βγει το διαζύγιο;

- Σε δέκα ημέρες.

- ΟΚ. Θα φύγω νωρίτερα από εδώ. Ίσως και μέχρι τα μέσα της βδομάδας.

- Καλά, όπως θέλεις. Είπε και σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα να συμμαζέψει.

Πήρα τηλέφωνο τη Δανάη και κανονίσαμε να βρεθούμε. Με το που βρεθήκαμε πήγαμε στην Κηφισιά. Πήγαμε σε ένα εστιατόριο με μεξικάνικη κουζίνα. Περάσαμε τέλεια. Όλη την ώρα η Δανάη ήξερε πώς να σε κάνει να περάσεις ευχάριστα μαζί της. Με τα αστεία της, με τα πειράγματά της. Ενώ στο σχολείο, αλλά και πολλές φορές, έδειχνε ένα χαμηλών τόνων κορίτσι, εκείνο το βράδυ έδειξε το πόσο πολύ χιούμορ είχε. Αργά το βράδυ φύγαμε. Πήραμε το αμάξι.

- Λοιπόν, είσαι για μια βόλτα στην παραλία;

- Ε, είσαι πιο παλαβός από μένα. Πάμε, κωλώνουμε;

- Όχι, φυσικά.

Πήγαμε στην παραλιακή. Πήγαμε σε ένα μπαράκι. Ήπιαμε ένα δυο ποτά.

Όταν βγήκαμε από το μπαρ, είχαμε ζαλιστεί λίγο. Στο δρόμο περπατούσαμε χέρι-χέρι. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, φιληθήκαμε με ένα παθιασμένο φιλί. Αγκαλιαστήκαμε, την κράτησα σφιχτά. Μείναμε ως αργά έξω. Ύστερα την πήγα στο σπίτι της. Εγώ πήγα στο δικό μου γιατί το πρωί έπρεπε να πάω το μικρό στο νήπιο.

Έφτασα στο σπίτι ανανεωμένος. Η Βάνα με το μικρό κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα. Πήρα ένα μαξιλάρι και ένα σκέπασμα και πήγα στο σαλόνι, πατώντας στις μύτες για να μην τους ξυπνήσω. Ξάπλωσα, και μετά από καιρό ήμουν ευτυχισμένος ξανά.

Την άλλη μέρα με το που συναντηθήκαμε με την Δανάη στο σχολείο, με το ζόρι κρατιόμουν να μην τη φιλήσω. Θα γινόμουν ρεζίλι όχι μόνο στους συναδέλφους, αλλά και στα παιδιά. Το μεσημέρι φύγαμε μαζί. Πήγα σε ένα μεσίτη και ζήτησα να βρω ένα σπίτι να νοικιάσω. Το απόγευμα πήγαμε στο σπίτι της Δανάης. Ένα μικρό δυάρι. Μπήκαμε μέσα. Με το που μπήκαμε με αγκάλιασε πρώτη και με φίλησε στο στόμα. Μείναμε ένα δύο λεπτά φιλώντας ο ένας τον άλλο. Ύστερα η Δανάη πήγε στην κουζίνα να μαγειρέψει μια μακαρονάδα. Εγώ πετάχτηκα στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς να πάρω κάτι να πιούμε. Φάγαμε ένα όμορφο γεύμα. Ύστερα πήγαμε στο σαλόνι.

Αρχίσαμε τα φιλιά. Η Δανάη ήταν με μια φόρμα που φόρεσε κι εγώ με τα ρούχα από τη δουλειά. Με τα φιλιά ανάψαμε για τα καλά και οι δυο. Της έβγαλα την μπλούζα και άρχισα να παίζω με τα στήθη της. Στητά όμορφα στήθη. Η Δανάη είχε ανάψει για τα καλά. Σε κάποια στιγμή μου βγάζει τη μπλούζα και αρχίζει να με φιλάει στο στήθος. Είχα ανάψει, ο πούτσος μου είχε γίνει πέτρα από την καύλα. Έβαλα το χέρι μου πάνω από τη φόρμα και της χάιδευα το μουνί. Της άρεσε. Με μια απαλή κίνηση της έβγαλα το παντελόνι της φόρμας. Γδύθηκα κι εγώ.

Η Δανάη ήταν με ένα μαύρο δαντελένιο κιλοτάκι. Άρχισα να τη χαϊδεύω. Την ξάπλωσα στον καναπέ. Παραμέρισα το κιλοτάκι της και της χάιδεψα τα μουνί. Έχωσα το δάχτυλό μου και την έπαιζα. Το μουνί της είχε γίνει μούσκεμα. Γονάτισα μπροστά της και με παραμερισμένο το κιλοτάκι της της έχωσα αργά αργά τον πούτσο μου μέσα στο μουσκεμένο της μουνί. Ήταν υπέροχο. Ένιωθα ότι το μουνί της έκαιγε. Άρχισα τις παλινδρομικές κινήσεις. Βρήκα ένα ρυθμό που της άρεσε. Η Δανάη έβγαζε αναστεναγμούς. Όση ώρα τη γαμούσα με χάιδευε τρυφερά. Έκυψα πάνω της και άρχισα να τη φιλάω στο στόμα. Με κοιτούσε με μια τρυφερή ματιά. Άρχισε και εκείνη να κουνιέται συντονισμένα με μένα. Έχυσε τεντώνοντας το κορμί της προς τα πίσω. Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε. Τελείωσε με ένα δυνατό τέντωμα τους κορμιού της και ένα ξεφύσημα. Συνέχισα λίγο ακόμα, έχυσα πάνω στην κοιλιά της τρίβοντας τον πούτσο μου στην κλειτορίδα της. Έπεσα πάνω της ξέπνοος, και τη φιλούσα παντού, στα χείλη της, στο μάγουλο, στο λαιμό της· ήταν και τόσο όμορφη!

Αργότερα σηκωθήκαμε και πήγαμε στο μπάνιο. Πλυθήκαμε μαζί. Βγήκαμε και αράξαμε στο σαλόνι. Η Δανάη έφτιαξε δύο καφέδες. Ήπιαμε το καφεδάκι όμορφα, ήρεμα. Αργότερα πήρα τη Βάνα. Ήταν στο σπίτι. Τότε μου είπε ότι παραιτήθηκε από τη δουλειά. Δε είπα τίποτα, παρά μόνο το ότι δεν θα πάω στο σπίτι. Δεν με ρώτησε καν πού είμαι. Από εκείνη τη μέρα άρχισε η σχέση μου με τη Δανάη. Ήταν μια υπέροχη κοπέλα. Εξάλλου τη γούσταρα από παλιά, και ένιωθα τυχερός που ήμουν μαζί της.

Σε λίγες μέρες επικυρώθηκε το διαζύγιο. Βρεθήκαμε με τη Βάνα στο σπίτι. Ο μικρός έλειπε. Πήγα εγώ και πήρα την απόφαση. Εκείνη τη μέρα πήρα και ό,τι είχαν γράψει οι κάμερες με τις συνευρέσεις της με τον Θωμά. Και μάλιστα στο βίντεο φαινόταν καθαρά ότι ο Θωμάς την πλήρωνε κάθε φορά που θα την πηδούσε.

Όταν έφτασα στο σπίτι εκείνη τη μέρα, η Βάνα καθόταν στο σαλόνι.

- Ορίστε η ελευθερία σου, κα. Βάνα, είπα με ένα ειρωνικό ύφος. Τώρα μπορείς να κάνεις τη ζωή σου ελεύθερα, χωρίς τύψεις.

- Σε ευχαριστώ, είπε. Κοίτα αν δυσκολεύεσαι οικονομικά μπορείς να μείνεις εσύ στο σπίτι. Εγώ σε λίγες μέρες θα μπορώ να αγοράσω άλλο.

- Όπα, παραιτήθηκες από τη δουλειά, αγοράζεις σπίτι, ανοίγεις κομμωτήριο, τι έγινε κα. Βάνα, πιάσαμε χρήμα; Βρήκαμε κανένα κορόιδο;… είπα μέσα σε μια ειρωνεία που σίγουρα την εκνεύρισε.

- Κοίτα εγώ θα πάψω να ζω μέσα στην μιζέρια. Κοίτα να βγεις κι εσύ από αυτή, γιατί από σένα θα πάρει παράδειγμα το παιδί, είπε με ένα ύφος υπεροψίας.

- Εγώ, δεν είμαι μέσα στη μιζέρια. Δεν νομίζω να έλειψε τίποτα στο παιδί, όσο εσύ δε δούλευες. Κατάλαβες; Δούλευα δύο δουλειές και προσπαθούσα να είμαι πατέρας, και σύζυγος, χωρίς να παραπονιέμαι. Εσύ ήθελες να κάνεις άλλη ζωή, όπως και η Κατερίνα, κατάλαβες; Την έχετε μέσα στο αίμα σας!

- Ποια; ρώτησε χωρίς να πολυσκεφτεί.

- Την πουτανιά Βάνα μου, την πουτανιά. Πηγαίνεις και γαμιέσαι με όποιον βρεις, φτάνει να σου δώσει χρήματα. Όμως να ξέρεις ότι καμιά πουτάνα δεν πρόκοψε. Όλες είχαν άσχημο τέλος.

- Κράτα τις συμβουλές για τον εαυτό σου… είπε εκνευρισμένη.

- Πάντως αν συνεχίσεις να είσαι πουτάνα θα σου το πάρω το παιδί. Έχω στοιχεία και μαρτυρίες ότι έγινες πουτάνα.

Εκεί ταράχτηκε πραγματικά.

- Μπορείς να μη με προσβάλεις έτσι; Εγώ σου μιλάω όμορφα.

- Καλώς κυρία Βάνα μου.

Εκείνη τη μέρα έμεινα εκεί για το μικρό. Πήρα τηλέφωνο τη Δανάη και της εξήγησα· αν και δε χρειάστηκε, γιατί η Δανάη ήταν ένας άνθρωπος που καταλάβαινε. Ήταν μια τρυφερή ψυχή.

Την άλλη μέρα με πήρε ο δικηγόρος. Η Βάνα επέμενε για το υπόλοιπο των χρημάτων. Κλείσαμε ραντεβού μετά από δέκα μέρες. Ήθελα να της κορυφώσω την αγωνία. Ενδιάμεσα έβαλα το Θωμά να την πάρει τηλέφωνο να κλείσουν ραντεβού για πήδημα. Εκείνη αρνήθηκε. Ο Θωμάς δεν επέμεινε. Ύστερα την πήρε ο Δικηγόρος να της πει ότι δεν έβρισκε εκείνον που συμφώνησαν τα χρήματα. Εκείνη τη μέρα είχα πάρει το μικρό και βγήκαμε βόλτα. Η Βάνα ήταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Σκεπτική στενοχωρημένη, ίσως σκεφτόταν ότι τα όνειρα που έκανε να μην πραγματοποιούνταν ποτέ. Την άλλη μέρα ο δικηγόρος της είπε ότι βρήκε τον άνθρωπο και κλείσανε ραντεβού σε μία βδομάδα.

Ήρθε η μέρα του ραντεβού. Εγώ ήμουν στην εταιρεία από πριν. Ήμουν σε άλλο γραφείο. Ήρθε και η Βάνα .

- Κυρία Βάνα, καθίστε, σε λίγο θα έρθει και ο άνθρωπος με την επιταγή. Θα σας τη δώσει ο ίδιος. Θα γνωρίζετε το όνομά του, φαντάζομαι από την τράπεζα.

- Όχι, δεν το ρώτησα, είπε η Βάνα, νόμιζα ότι είναι απόρρητο.

- Όχι. Αλλά όπου να ‘ναι θα έρθει. Θα τον δείτε ιδίοις όμμασι.

Καθυστέρησα άλλο ένα τέταρτο. Εκείνη τη μέρα φόρεσα ένα κουστούμι και γραβάτα. Μπήκα στο γραφείο κρατώντας ένα χαρτοφύλακα.

- Καλησπέρα, είπα με ένα σοβαρό ύφος.

- Καλησπέρα κ. Αναστασιάδη, είπε ο δικηγόρος και η γραμματέας του που ήταν μέσα στο γραφείο.

Η Βάνα έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. Έβγαλα το μπλοκ με τις επιταγές. Έγραψα το ποσό των 150.000€ και της το έδωσα.

- Και εδώ τελειώνει κυρία Βάνα το θέμα μας. Νομίζω ότι έπιασα καλά λεφτά. Έτσι δεν είναι;

- Εσύ είσαι;

- Ναι, εγώ.

- Και τα λεφτά πού βρέθηκαν;

- Ο θείος από την Αμερική; Θυμάσαι που πήγα τότε; Αντί να μου ζητάς το μισό της περιουσίας, ε, νομίζω ότι με 300 χιλιάρικα καλά ξεμπλέξαμε. Τώρα ως χωρισμένοι νομίζω ότι δε μπορείς να απαιτήσεις τίποτα, μιας κα υπέγραψες ότι δεν έχεις άλλες αξιώσεις. Εξάλλου δε φαίνεται και πουθενά ότι έχω πολλά χρήματα.

- Θα σου αλλάξω τα φώτα, πούστη… ούρλιαξε από τα νεύρα της.

- Γιατί Βάνα μου; Αν δεν σου φτάνουν, ξέρεις εσύ, θα κάνεις το πιο αρχαίο επάγγελμα. Έχω και βίντεο με το Θωμά που σε πληρώνει και σε πηδάει. Θέλεις να πας σε δικαστήριο; Πήγαινε· θα πάρω το παιδί και την επιμέλειά του.

Έμεινε ένας ράκος. Πήρε την επιταγή με μηχανικό τρόπο σχεδόν. Έφαγε τέτοια ήττα που δεν την περίμενε. Βγήκε από το γραφείο χωρίς καν να μας χαιρετήσει. Σε ένα τέταρτο βγήκα κι εγώ. Την βρήκα να κάθεται απέναντι στη στάση του λεωφορείου. Πήγα δίπλα της.

- Σήκω να πάμε στην τράπεζα πρώτα της είπα.

- Όχι!

- Σήκω! Είπα με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Σηκώθηκε και πήγαμε στην πλησιέστερη τράπεζα. Εξαργύρωσε την επιταγή και έβαλε τα χρήματα στο λογαριασμό της. Φύγαμε.

Την πήγα στο σπίτι. Στο δρόμο πιάσαμε την κουβέντα.

- Βάνα, δε μου φέρθηκες καλά. Γι’ αυτό και σου την έκανα. Σου είπα ότι όταν τα πάρω στο κρανίο, δεν λογαριάζω. Δε με πήρες στα σοβαρά. Εγώ Βάνα μου στηρίχθηκα σε σένα. Εσύ με πρόδωσες. Και να πω ότι ήταν απλά ένας γκόμενος, θα άρχιζα κι εγώ να ψάχνομαι πού έφταιξα· εδώ έγινες πουτάνα. Γιατί;

- Γιατί είμαι μαλακισμένη. Δε θα σου ζητήσω τίποτα. Με τα λεφτά αυτά θα ανοίξω ένα κομμωτήριο.

- Κοίτα, εγώ το σπίτι, μια και συμφωνήσαμε να μείνει στο παιδί, δηλαδή σε σένα και το παιδί, θα το ξεχρεώσω και θα το μεταβιβάσω στο μικρό. Φυσικά θα μένεις μαζί του. Έτσι, αν σοβαρευτείς, έχεις όλα τα φόντα να πας μπροστά. Μόνο πρόσεξε από εδώ και στο εξής.

- Συγγνώμη για όλα.

Φτάσαμε, κατεβήκαμε από το αμάξι. Η Βάνα πήρε τη γειτόνισσα να φέρει τον μικρό. Έμεινα τρεις ώρες εκεί, πιο πολύ ασχολήθηκα με το παιδί. Ύστερα έφυγα και πήγα στην Δανάη. Η Βάνα δε με ρώτησε πού πάω, ίσως να κατάλαβε, όταν μιλούσα στο τηλέφωνο. Όταν έφτασα στη Δανάη, με περίμενε με αγωνία. Με το που μπήκα την φίλησα στο στόμα.

- Γιατί άργησες; Μου έλειψες! Μου είπε με ένα νάζι.

- Κι εσύ μου έλειψες, της είπα και την πήρα αγκαλιά.

- Φοβήθηκα μήπως…

- Μήπως τι; Τη διέκοψα. Δεν υπάρχει περίπτωση. Ο Νίκος τον κρατάει το λόγο του. Το ψέμα δεν το ανέχομαι, ούτε και τις προσβολές.

Έτσι μέσα από αυτόν τον παρηγορητικό λόγο ξεκαθάριζα και τη θέση μου απέναντί της. Αν και η Δανάη δεν ήταν τέτοιο άτομο, σε μένα όμως ταίριαζε η παροιμία: «όποιος καεί από το χυλό φυσάει και το γιαούρτι».

- Λοιπόν κυρία Δανάη, απόψε ετοιμάσου να πάμε να φάμε όπου θέλεις.

- Έλα μωρέ, μην ξοδεύεσαι… είπε με ένα χαριτωμένο γέλιο.

- Ντύσου εσύ και άσε τα όλα επάνω μου.

Φύγαμε και πήγαμε πάλι στην Κηφισιά. Σε ένα ακριβό εστιατόριο. Παρήγγειλα ένα ωραίο δείπνο και το συνοδέψαμε με ένα ακριβό κρασί. Περάσαμε υπέροχα. Φύγαμε αργά.

Φτάσαμε στο σπίτι της. Η Δανάη είχε ζαλιστεί αρκετά από το κρασί. Την πήρα αγκαλιά και την ανέβασα στη σκάλα της εισόδου. Την χτύπησε ο αέρας και όσο περνούσε η ώρα τόσο ζαλιζόταν. Μπήκαμε μέσα και την έβαλα στο σαλόνι. Έψαξα στην ντουλάπα της και βρήκα τις πιτζάμες της. Την έντυσα και την έβαλα να ξαπλώσει. Ξάπλωσα και εγώ δίπλα της. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα δίπλα της. Την πρόσεχα, τη χάιδευα. Σε κάποια στιγμή μέσα στη σούρα της μου είπε.

- Νίκο μου, σ’ αγαπάω. Συγγνώμη μωρό μου που έγινα έτσι. Δεν πίνω ποτέ.

- Δεν πειράζει καλή μου. Δεν πειράζει. Είπα και τη φίλησα.

Την άλλη μέρα πήγαμε μαζί στο σχολείο. Με το που μας είδε η Στέλλα έξω από το σχολείο, κατάλαβε. Από το ύφος και τον δυο μας. Μας πλησίασε.

- Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι.

- Γιατί χαίρεσαι; Της είπα κάνοντας τον ανήξερο.

- Για το λόγο, βρε Νίκο, που σας βλέπω ευτυχισμένους.

Το μεσημέρι σχολάσαμε και άφησα την Δανάη στο σπίτι της. Πήγα στο δικό μου να πάρω κάποια δικά μου ρούχα. Δε βρήκα κανέναν εκεί. Πήρα τη βαλίτσα και την γέμισα. Ύστερα πήγα μια από το Γιώργο. Του τα είπα. Εκείνος χάρηκε με τις εξελίξεις σαν καλός φίλος που ήταν. Έφυγα γιατί έπρεπε κι εκείνος να φύγει.

Πήγα στο σπίτι της Δανάης. Μου άνοιξε η Δανάη. Με το που μπήκα έπαθα. Στον καναπέ καθόταν ο πρώην της, ο Μάνος, ο γιατρός. Ήταν μέσα στην τρελή χαρά, όπως έκρινα από το ύφος τους.

- Καλησπέρα, είπα.

- Καλησπέρα, είπε κι εκείνος.

- Νίκο, θα πιεις καφέ;… είπε η Δανάη και πήγε προς την κουζίνα.

- Όχι, είπα. Πέρασα να σου πω ότι θα φύγω. Θα πρέπει να πάω σε μια δουλειά.

- Τι δουλειά, τι έγινε;

- Θα σου πω αύριο, γειά σας!

Γύρισα και έφυγα με γρήγορα βήματα σα να με κυνηγούσαν. Μπήκα στο αμάξι. Έμεινα δυο τρία λεπτά μέσα χωρίς να ανάψω την μηχανή. Ένιωθα σαν να έφυγε ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου. Μια απογοήτευση κυρίεψε την καρδιά μου.

«Ευτυχώς που δε πήρα τη βαλίτσα από το αμάξι», σκέφτηκα.

Έφυγα και πήγα σε ένα ξενοδοχείο. Έκλεισα το κινητό μου. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ήμουν μέσα στα νεύρα. Δεν το χωρούσε το κεφάλι μου. Εκείνο το βράδυ άργησα να κοιμηθώ.

Το πρωί πήγα στο σχολείο και ήμουν πολύ σοβαρός. Όσες φορές προσπάθησε η Δανάη να με προσεγγίσει, φρόντιζα να είμαι ή με συναδέλφους καθηγητές ή με μαθητές. Το μεσημέρι κάποια στιγμή με πιάνει στο διάδρομο.

- Θέλω να μιλήσουμε, μη με αποφεύγεις, είπε με ένα σοβαρό και με ένταση ύφος.

- ΟΚ, είπα μια δεν γινόταν να το αποφύγω.

Σχολάσαμε. Μπήκε στο αμάξι και δεν μιλούσε. Ήταν κατακόκκινη. Ζοριζόταν. Φτάσαμε στο σπίτι της. Έκανε να κατέβει, αλλά μόλις αντιλήφθηκε ότι δε θα κατέβαινα ξανακάθισε στο κάθισμα.

- Πάμε να φύγουμε, είπε.

- Πού;

- Ξεκίνα και θα σου πω.

Δε μιλούσε για πολύ ώρα. Ήταν έτοιμη να κλάψει. Οδηγούσα όπου έβρισκα άδειο δρόμο. Βρέθηκα στην εθνική. Δε μιλούσα ούτε εγώ. Σε κάποιο σημείο έστριψα για την Πάρνηθα. Ήμαστε και οι δυο βουβοί. Φτάσαμε στο βουνό.

- Σταμάτα! Είπε με νεύρα.

Σταμάτησα το αμάξι, είχε αρχίσει να νυχτώνει. Βγήκε και κάθισε χάμω. Έβαλε το κεφάλι μέσα στα γόνατά της. Δάκρυσε, αλλά ταυτόχρονα έδειχνε και θυμωμένη. Εγώ στεκόμουν όρθιος ακουμπώντας στο αμάξι. Δεν ήξερα τι να πω.

Σηκώθηκε απότομα πάνω. Ήρθε προς το μέρος μου. Με έπιασε και με φίλησε στο στόμα. Ύστερα μου έχωσε ένα δυνατό χαστούκι που έχασα το φως μου.

- Κοίτα να δεις, Νίκο! Εγώ δεν είμαι του σογιού που νομίζεις. Ανήκω στη φάρα των ανθρώπων που μισεί την προδοσία. Εγώ σε’ αγαπάω. Κι όταν αγαπάω, δίνομαι. Ο μαλάκας που είδες ήρθε να πάρει μια μαλακία που ξέχασε. Τι ήθελες να κάνω; Όταν ήρθες, ο άλλος δεν είχε ούτε ένα τέταρτο εκεί. Και εσύ σα βλάκας παρεξηγήθηκες για το μαλάκα. Τι νομίζεις ρε, ότι είμαι τόσο φτηνή; Σαν τις άλλες, τις τσούλες, που ήξερες; Ε; Μίλα ρε;

Κι εκεί μου χώνει ένα δεύτερο δυνατό χαστούκι, πριν τελειώσει καλά-καλά τη φράση της.

- Μα τι κάνεις;… ρώτησα με αγανάκτηση. Σταμάτα σε παρακαλώ. Την πιάνω από τα μπράτσα και την τραντάζω.

Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι που δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου. Με πιάνει με μια λαβή και με πετάει κάτω στα χόρτα σαν τσουβάλι. Έμεινα. Δεν πρόλαβα καν να αντιδράσω. Όπως έπεσα χτύπησα στην μέση. Έμεινα ξάπλα με την έκφραση πόνου στο πρόσωπό μου. Εκείνη μόλις με είδε έτσι, ήρθε στον εαυτό της. Έκυψε πάνω μου.

- Χτύπησες;

- Ναι… στη μέση, είπα.

Με χάιδεψε. Με φίλησε τρυφερά στα χείλη.

- Σ’ αγαπάω, βρε τρελάρα. Αλλά βλέπεις ότι μάλλον είμαστε από ίδια πάστα. Δεν τις ανέχομαι κι εγώ τις προσβολές. Και με το που έφυγες τα πήρα κρανίο. Χτύπησες πολύ; Πονάς;

- Ε, με το φιλί πέρασε λίγο. Δεν μου δίνεις άλλο ένα;… είπα χαριτολογώντας, μπας και καταφέρω και σηκωθώ;

Έσκυψε πάνω μου.

- Αν έχεις ανάγκη από τέτοιο φάρμακο, έχω όσο θέλεις, είπε και με ξαναφίλησε στο στόμα.

Σηκωθήκαμε μπήκαμε στο αμάξι.

- Καλά μπορείς να μου πεις αγάπη μου, τι ήταν αυτό απόψε; Με πέταξες σα σακί κάτω. Ούτε και κατάλαβα πώς έγινε. Φαίνεσαι ένα γλυκό και τρυφερό πλάσμα και τώρα νιώθω ότι έχω δίπλα μου μια άγρια αμαζόνα.

Γέλασε.

- Ο πατέρας μου, πριν πάθει το τροχαίο ατύχημα, ήταν γυμναστής και μάλιστα είχε δικό του γυμναστήριο και ήταν και δάσκαλος στην αυτοάμυνα. Ε, κόρη του είμαι, έμαθα κι εγώ κάτι.

- Μάλιστα, τώρα εξηγούνται όλα.

- Γι’ αυτό, κύριε καθηγητά, να προσέχεις μαζί μου… είπε και σκάσαμε και οι δυο στα γέλια.

Φτάσαμε στο σπίτι. Με τη Δανάη εκείνο το βράδυ του δώσαμε να καταλάβει στον πραγματικό έρωτα.

Με την Δανάη παντρευτήκαμε τον επόμενο μήνα. Αγοράσαμε ένα μεγάλο σπίτι. Τώρα μετά από ενάμιση χρόνο περιμένουμε το πρώτο μας παιδί. Με τον Κωστή η Δανάη τα πάει περίφημα. Από την πρώτη μέρα κιόλας τον κέρδισε. Η Βάνα άνοιξε ένα δικό της κομμωτήριο και τα πάει καλά, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στην αγορά. Και χάρηκα πολύ, για το παιδί περισσότερο, που με τη Μαρία δεν έχει πια επαφές.

Μια μέρα που έφερε με το αμάξι τον Κωστή σε μένα, η Δανάη τη φώναξε για καφέ. Εγώ έλειπα. Η Βάνα εκείνη τη μέρα έμεινε σχεδόν δύο ώρες με την Δανάη. Δεν ξέρω τι είπαν μεταξύ τους. Όταν έφυγε η Βάνα εκείνη τη μέρα, με πήρε αργότερα να μου πει ότι άφησε τον Κωστή στη Δανάη.

- Κοίτα, Νίκο, χαίρομαι για σένα πραγματικά. Η Δανάη είναι καλή κοπέλα. Τη συμπάθησα. Μπράβο. Σου άξιζε ένας τέτοιος άνθρωπος δίπλα σου, μετά από τόσα που πέρασες. Γεια σου, Νίκο.

Κλείσαμε το τηλέφωνο. Αργότερα γύρισα στο σπίτι και βρήκα τον Κωστή και τη Δανάη να κοιμούνται αγκαλιά στο κρεβάτι. Έμεινα. Από το θόρυβο ξύπνησε ο Κωστής.

- Σουτ! Μου είπε ψιθυριστά. Κοιμάται, δεν κάνει να την ξυπνήσεις, θα ξυπνήσει και το μωρό που έχει στην κοιλίτσα της. Φύγε…

μου είπε και ξανάπεσε στην αγκαλιά της. Η Δανάη ξύπνησε κι αυτή. Άκουσε τι είπε ο μικρός. Τον χάιδεψε και τον φίλησε. Εκείνος χαμογέλασε ικανοποιημένος. Άλλαξα κι εγώ και ξάπλωσα από την άλλη πλευρά. Τους πήρα αγκαλιά και τους δύο και τους φίλησα. Μείναμε αρκετά έτσι, απολαμβάνοντας ο ένας την αγκαλιά του άλλου.




Copyright protected OW ref: 180855



Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.

Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.