Προηγούμενο μέρος: Συναισθήματα: #2 Ζήλια
Και πάλι την ιστορία την διηγείται εκείνος.
Σεπτέμβρης 2017
Πάνε δεν πάνε πέντε λεπτά που έφυγα από το νεκροταφείο.
Πάνε δεν πάνε πέντε λεπτά που προσγειώθηκε η πτήση σου.
Λείπεις πέντε ημέρες κι ακόμα δεν ξέρεις τίποτα από τα όσα έγιναν εδώ. Αυτό το γαμημένο το πέντε πάλι μπροστά μου. Πέντε λεπτά ήταν αρκετά για να “πέσει εν ώρα καθήκοντος”, να φύγει για πάντα από κοντά μου. Ο μοναδικός άνθρωπος που ήξερε τα πάντα για μένα, για μας. Μαζί στη σχολή, μαζί στο σώμα, μαζί στα ξενύχτια, μαζί στα γαμήσια, παντού μαζί. Παντού εκτός από εσένα. Είσαι η μόνη που δε μοιράστηκα μαζί του.
Ακόμα και τη γυναίκα μου πριν παντρευτούμε την είχαμε πάρει μαζί μερικές φορές, αλλά ποτέ εσένα. Ήδη είναι αρκετό που σε μοιράζομαι με τον άντρα σου, δεν αντέχω να σε μοιραστώ και με άλλον. Κι εκείνος το ένιωθε αυτό. Το ένιωθε χωρίς να του το πω. Και το σεβόταν. Και τώρα έφυγε.
Δεν τον ήξερες αλλά εκείνος σε ήξερε. Μπορεί όχι προσωπικά αλλά σε ήξερε. Μαζί περιμέναμε κάτω από το σπίτι σου μέχρι να βγεις και να πέσω "τυχαία" πάνω σου. Μαζί τα πίναμε κάθε φορά που με άφηνες με το πουλί στο χέρι. Μαζί το κάψαμε όταν επιτέλους "έπεσε το φρούριο". Μαζί σκαρώναμε τι θα πω στην γυναίκα μου για να βρω χρόνο να έρθω σε σένα.
Πρώτη φορά χάνω κάποιο δικό μου. Και τόσο νωρίς, τόσο άδικα. Νιώθω οργή, θλίψη, πόνο. Τώρα καταλαβαίνω τι πάει να πει πένθος. Σου τηλεφωνώ. Πάλι ο γαμημένος ο τηλεφωνητής σου. Πότε θα το ανοίξεις επιτέλους; Μόλις το κλείνω, παίρνεις εσύ. Η φωνή σου σαν παγωμένος αέρας σαρώνει τα πάντα, γιατρεύει τον πόνο έστω και για λίγο. Θέλω να σε δω. Πρέπει να σε δω!
Σου λέω να έρθω να σε πάρω, μου λες όχι, σου λέω να βρεθούμε, μου λες τ’ απόγευμα, σου λέω τώρα! Το μετανιώνω αμέσως. Φωνάζοντας σου το μόνο που θα καταφέρω είναι να μη σε δω καθόλου. Για πρώτη φορά όμως, χωρίς να πεις τίποτα άλλο, λες στον ταξιτζή τη διεύθυνση του σπιτιού μας και σε μένα ένα απλό "έρχομαι"...
Ξεκινάω κι εγώ για εκεί. Τρέχω στην εθνική σαν τρελός χωρίς να ξέρω αν είναι γιατί έχω ανάγκη να σε δω ή για να εκτονώσω την οργή που έχω μέσα μου. Φτάνω πρώτος. Μπαίνω, βγάζω τη γραβάτα και κατεβάζω ένα ουίσκι σκέτο. Ψάχνω τα τσιγάρα σου, ανάβω ένα μετά από πέντε χρόνια. Πάλι το πέντε μπροστά μου.
Αργείς. Ή εμένα μου φαίνεται να αργείς. Γυρνάω στο σπίτι σαν αγρίμι. Δε μπαίνω στον κόπο να ανοίξω ούτε παράθυρα ούτε παντζούρια. Βλέπω τα πράγματα σου, μυρίζω τα ρούχα σου. Νιώθω τα σκέλια μου να ξυπνάνε. Πίνω μονοκοπανιά άλλο ένα ουίσκι.
Είμαι στο τρίτο ποτήρι και στο τέταρτο τσιγάρο κι εσύ ακόμα πουθενά. Νιώθω μίσος. Για τον κόσμο, για τον καργιόλη που τράβηξε την σκανδάλη, για σένα που δεν καταλαβαίνεις πόσο έχεις αργήσει.
Ανοίγεις την πόρτα. Δεν ξέρω αν είναι το φως που μπαίνει, εσύ, το ποτό ή η νικοτίνη αλλά μόλις σε βλέπω τα πάντα θολώνουν. Ορμάω προς το μέρος σου και πριν προλάβεις να πεις τίποτα χώνω την γλώσσα μου στο στόμα σου. Σε κρατάω σφιχτά και σε πιέζω στην πόρτα. Σε φιλάω με λύσσα, με μανία, με μίσος. Πιέζω το σώμα μου πάνω σου, νιώθω τις ρώγες σου πάντα όρθιες μέσα από το πουκάμισο και η στύση μου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Η οργή μου επίσης! Τραβιέμαι από πάνω σου μόνο και μόνο για να σε πάω στο πιο κοντινό έπιπλο που θα βρω.
Ακούω τη φωνή σου από κάπου μακριά να λέει: "Τι συμβαίνει; Τι έπαθες; Με πονάς" αλλά δε με νοιάζει. Τίποτα δε με νοιάζει. Θέλω να μόνο να μπω μέσα σου, τώρα και με όποιο κόστος.
Μέσα στην ζαλάδα μου βλέπω το τραπέζι της κουζίνας. Σε οδηγώ προς τα κει. Πετάω κάτω ό,τι υπάρχει επάνω, κατεβάζω το φερμουάρ μου, σηκώνω την φούστα σου, σκίζω το κιλοτάκι σου, σε ακινητοποιώ πάνω στο τραπέζι, βγάζω την ψωλή μου και μπαίνω μέσα σου με τόση βία που ακόμα κι εγώ πονάω. Σ’ ακούω να φωνάζεις αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα και παρά τον πόνο συνεχίζω να σε καρφώνω βγάζοντας όλη μου την μανία.
Και μέσα σε όλη μου την θολούρα βλέπω τα μάτια σου. Καταπράσινα αυτή τη φορά. Γεμάτα τρόμο κι αυτός ο τρόμος σου με παγώνει. Και καταλαβαίνω τι κάνω τόση ώρα. Βγάζω το μίσος και την οργή μου πάνω σου. Κι εκεί νεκρώνουν όλα. Σαν αυτόματο αφήνω τα χέρια σου, βγαίνω από μέσα σου και παραπατώντας πέφτω στα γόνατα.
Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω τα μάτια σου και πάλι. Να με κοιτούν σταθερά. Χωρίς ούτε ένα δάκρυ. Να κοιτάνε μέσα στα δικά μου. Να προσπαθούν να δουν μέσα μου. Ντρέπομαι. Κατεβάζω το κεφάλι. Βλέπω το καυλί μου μίζερο και μαζεμένο να πετάγεται σα μικρό μανιτάρι από το παντελόνι μου.
Κάθομαι εκεί και νιώθω ταπεινωμένος, ευάλωτος, φοβισμένος, μόνος. Κι εσύ απέναντι μου, όρθια πια, να έχεις στυλώσει το βλέμμα σου πάνω μου. Αμίλητη. Και τότε συνέβη. Αρχίζω να κλαίω. Να κλαίω με λυγμούς όπως δεν έκλαψα ούτε όταν ήμουν μικρός.
Κλαίω για το Φώτη που έφυγε τόσο γρήγορα, για μένα που νιώθω τόσο ανήμπορος και ασήμαντος, για σένα που μετά το σημερινό δε θα σε ξαναδώ.
Και ξαφνικά νιώθω το χέρι σου σαν βάλσαμο να χαϊδεύει το μάγουλο μου. Το κλείνω στα δικά μου και συνεχίζω να κλαίω μέσα στην αγκαλιά σου τώρα πια. Χωρίς να ξέρω καν πόση ώρα έχει περάσει αρχίζω να συνέρχομαι και σηκώνω το κεφάλι μου. Βλέπω τα μάτια σου που και πάλι με επαναφέρουν στην πραγματικότητα.
- Συγγνώμη… σου λέω και κατεβάζω το κεφάλι μου από ντροπή
- Θα μου πεις τώρα τι έγινε;… μου λες ανεβάζοντας μου το κεφάλι με το δάχτυλο σου στο σαγόνι μου
- Τι να έγινε; Με πιάνει πάλι η μαλακία μου και δεν θέλω να πω κουβέντα για τον Φώτη. Δε βλέπεις που 42 χρονών γομάρι κάθομαι και κλαίω και ξεφτιλίζομαι μπροστά σου;
- Γιατί σου είπε κανείς ότι μετά τα 40 σταματάει ο οργανισμός να παράγει δάκρυα και πρέπει να τα κρατάμε μην μας τελειώσουν;
Και γι’ ακόμα μία φορά, καταφέρνεις να εκτονώσεις όλη την ένταση κι αρχίζουμε να γελάμε και οι δύο μαζί. Συνεχίζω να γελάω ενώ εσύ έχεις σηκωθεί ήδη και με βοηθάς να σηκωθώ κι εγώ. Με παίρνεις από το χέρι και με πας στο μπάνιο. Κατεβάζεις το καπάκι της λεκάνης και με βάζεις να καθίσω.
- Και τώρα, αν θες να ξεχάσω ό,τι έγινε σήμερα, περιμένω να ακούσω τι συνέβη…
λες την ώρα που μαζεύεις τα μαλλιά σου ψηλά. Μόλις τώρα σε προσέχω πραγματικά και βλέπω ότι ούτε καν το σακάκι σου δεν πρόλαβες να βγάλεις και νιώθω πάλι να σε ντρέπομαι.
Θες η ντροπή, θες το “αν θες να ξεχάσω ό,τι έγινε σήμερα” παίρνω βαθιά ανάσα κι αρχίζω να μιλάω για το Φώτη. Σου λέω τι έγινε, πως πέθανε ακαριαία στην αγκαλιά μου, πως γνωριστήκαμε, όλα αυτά που κάναμε, ακόμα κι αυτά που δε θα έπρεπε να σου πω.
Όσο μιλάω έχω το κεφάλι μου κατεβασμένο και σε βλέπω να βγάζεις τις γόβες σου και μετά τις κάλτσες σου. Βλέπω το σακάκι, τη φούστα και μετά το πουκάμισο σου να πέφτουν στο πάτωμα και μόνο όταν βλέπω το σουτιέν σου να προσγειώνεται πάνω τους συνειδητοποιώ τι γίνεται.
Σηκώνω το κεφάλι μου και σε βλέπω μπροστά μου γυμνή, ζουμερή, γεμάτη ζωή να μοιάζεις σαν κοριτσάκι παρά τα 37 σου χρόνια. Συνεχίζοντας να μιλάω για το Φώτη σε τραβάω κοντά μου. Μυρίζω το δέρμα σου, χαϊδεύω την κοιλιά σου και φιλάω τον αφαλό σου.
Εγώ συνεχίζω να μιλάω κι εσύ αρχίζεις να με ξεντύνεις. Είναι τώρα το δικό μου σακάκι και πουκάμισο που πέφτουν στο πάτωμα. Με πιάνεις από τη ζώνη και με κάνεις να σηκωθώ. Συνεχίζω να μιλάω μα πια έχω χάσει τον ειρμό μου. Μία που έβγαλα ένα βάρος από πάνω μου και μία που νιώθω τα χέρια σου να αφαιρούν τα υπόλοιπα ρούχα μου δε μπορώ πια να αφιερώσω την σκέψη μου σε οτιδήποτε άλλο εκτός από σένα.
Προφανώς και η ψωλή μου σκέφτεται ακριβώς τα ίδια γιατί την νιώθω να ακουμπάει στην κοιλιά σου κοιτώντας αγέροχα το ταβάνι, στο ίδιο σημείο που σε χάιδευα πριν από λίγο. Τα πρώτα υγρά αφήνουν τα σημάδια τους στο κορμί σου ενώ εσύ με τραβάς στη μπανιέρα.
Ανοίγεις το νερό και μου ζητάς να στερεώσω το ακουστικό. Με σπρώχνεις να μπω από κάτω και νιώθω το ζεστό νερό σαν κάθαρση. Κλείνω τα μάτια και πρώτη φορά καταλαβαίνω τι εννοείς όταν μου λες ότι το νερό είναι λύτρωση. Σε λίγο τα ρουθούνια μου πιάνουν αυτήν την απαλή μυρωδιά καραμέλας που έχει το δέρμα σου κάθε φορά που βγαίνεις από το μπάνιο αλλά πολύ πιο έντονη τώρα. Νιώθω το σφουγγάρι να κινείται απαλά στην κοιλιά μου κι ανοίγω τα μάτια μου. Είσαι τώρα κι εσύ κάτω από το νερό και με σαπουνίζεις ενώ τα δάχτυλα μου τρέχουν στην ραχοκοκαλιά σου.
Αφήνεις το σφουγγάρι και με τα χέρια γεμάτα σαπούνι αρχίζεις να μαλάζεις τα αρχίδια μου και να παίζεις το καυλί μου. Γονατίζεις, ξαναπαίρνεις το σφουγγάρι και τώρα σαπουνίζεις τα μπούτια και τις γάμπες μου ενώ η ψωλή μου αρχίζει να συσπάται και ακουμπάει τα μαλλιά σου που ακόμα δεν έχουν βραχεί. Ξεκρεμάω το τηλέφωνο κι αρχίζω να ξεπλένω τις σαπουνάδες από πάνω μου. Η πούτσα μου ξεπροβάλλει γυαλιστερή και όρθια κι εσύ την παίρνεις στο στόμα σου.
Νιώθω τις χειλάρες σου σαν βεντούζες στο πουτσοκέφαλο μου και τα δάχτυλα σου να χαϊδεύουν και πάλι τα πρησμένα μου αρχίδια. Τον παίρνεις όλο και πιο βαθιά αλλά το τσιμπούκι σου σήμερα είναι τρυφερό, όχι άγριο και πεινασμένο όπως συνήθως. Τρυφερό όμως οι λαρυγγιές δε λείπουν και σύντομα νιώθω ότι τον έχεις βάλει όλο στο στόμα σου και η γλώσσα σου συνοδεύει τα δάχτυλα σου στα παιχνίδια με τ’ αρχίδια μου.
Πάντα με τρελαίνει ότι τον ρουφάς ολόκληρο από μόνη σου χωρίς να χρειάζεται να σπρώχνω το κεφάλι σου. Μου δείχνει πόσο γουστάρεις να τσιμπουκώνεσαι και πόσο έκφυλη είσαι στην πραγματικότητα.
Έχω αφήσει το τηλέφωνο να πέσει κάτω κι έχει γυρίσει ανάποδα. Ο πίδακας του νερού χτυπάει τα αρχίδια μου και το σαγόνι σου. Τα χέρια σου σφίγγουν τα μπούτια μου. Τα νύχια σου μπήγονται στο κρέας μου. Η ψωλή μου έχει φτάσει στον λάρυγγα σου και τα ψωλοχύματα πλημμυρίζουν τώρα τον οισοφάγο σου. Σφίγγεις τα χείλια σου γύρω από την βάση της πούτσας μου και καταπίνεις κάθε σταγόνα. Θέλω να βάλω τα κλάματα πάλι αλλά από καύλα αυτή τη φορά.
Μα δεν τελειώσαμε. Οι καύλες μου δεν τελείωσαν. Σε σηκώνω και σε γυρίζω με το πρόσωπο προς τα πλακάκια. Σηκώνω το ακουστικό και ανοίγω λίγο περισσότερο το ζεστό. Ξέρω πόσο σου αρέσει το καυτό νερό. Τραβάω το λαστιχάκι από τα μαλλιά σου κι αυτά ξεχύνονται σαν χείμαρρος στην πλάτη σου. Μια ξανθιά χαίτη που μυρίζει καρύδα. Κολλάω πάνω σου και περνάω το αριστερό μου χέρι στην μέση σου. Οι άκρες των δαχτύλων μου τώρα θα ακουμπούσαν τις μουνότριχες σου αν το μουνί σου δεν ήταν τόσο τέλεια ξυρισμένο.
Με το δεξί μου χέρι, σηκώνω το ακουστικό κι αρχίζω να σε βρέχω. Αναστενάζεις. Είσαι μούσκεμα τώρα και το νερό δεν είναι ο μόνος λόγος, είμαι σίγουρος. Ακούω την ανάσα σου που έχει βαρύνει.
Τραβάω το χέρι μου από τη μέση σου αλλά δεν ξεκολλάω από πάνω σου. Κάνω τα μαλλιά σου στην άκρη και βλέπω το λαιμό σου. Σκύβω και τον φιλάω. Πιάνω το σφουγγάρι, ρίχνω αφρόλουτρο και με το νερό φτιάχνω αφρό. Κάθομαι στην άκρη της μπανιέρας και σε τραβάω επάνω μου. Φιλάω πάλι τον λαιμό σου και βάζω το ακουστικό ανάμεσα στα σκέλια σου. Τώρα το νερό χτυπάει τα μουνόχειλα και την κλειτορίδα σου. Γυρίζεις το κεφάλι σου και με φιλάς. Η γλώσσα μου χώνεται στο στόμα σου πάλι αλλά όχι όπως πριν. Παίζει τώρα με την δικιά σου. Ρουφάω το κάτω χείλος σου. Εσύ μου έμαθες να το κάνω αυτό κι έχω μάθει να το κάνω καλά. Ξέρω ότι σε καυλώνει. Το αριστερό σου χέρι έχει περάσει πίσω από τον λαιμό μου για να κρατιέσαι. Έχεις σηκώσει τα πόδια σου στα τοιχώματα της μπανιέρας και με το δεξί σου χέρι τώρα παίζεις την κλειτορίδα σου ενώ εγώ παίζω την μουνάρα σου με τον πήδακα του νερού. Γλείφω τους ώμους σου και με το ελεύθερο χέρι μου τρίβω την σκληρή πλευρά του σφουγγαριού στις ρώγες σου. Η ψωλή μου ακουμπάει τα κωλομάγουλα σου. Θέλω να μπω μέσα σου αλλά όχι ακόμα. Αφήνω τις ρώγες σου και τώρα τρίβω τη μουνάρα σου με το σφουγγάρι. Αναστενάζεις, αρχίζεις και τρέμεις.
Σηκώνεσαι, γυρίζεις ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο και κάθεσαι πάνω στο καυλί μου. Το παίρνεις όλο μέσα μονομιάς. Τυλίγεις τα πόδια σου γύρω μου και τα χέρια σου γύρω από το λαιμό μου. Καρφώνεσαι μόνη σου πάνω στην ψωλή μου κι αρχίζεις να χοροπηδάς πάνω της. Δε μιλάς, σήμερα δε μιλάς καθόλου. Αλλά αναστενάζεις ολοένα και πιο δυνατά. Τα μάτια σου κλειστά και το κεφάλι σου γερμένο πίσω. Το σφουγγάρι να τρίβεται ανάμεσα στα κωλομάγουλα σου και το νερό να χτυπάει αλύπητα τα αρχίδια μου και την κωλοτρυπίδα σου που χτυπιέται πάνω τους. Αφήνω το ακουστικό και το σφουγγάρι να πέσουν και βάζω δυο δάχτυλα στην κωλάρα σου. Γλιστρούν εύκολα μέσα και με το που η σούφρα σου τα ρουφάει ολόκληρα νιώθω όλο το βάρος σου στην πούτσα μου και το μουνί σου να συσπάται ασταμάτητα. Ουρλιάζεις "χύνω", τρέμεις και μου τραβάς τα μαλλιά. Προσπαθώ να κρατηθώ αλλά μέχρι τώρα ποτέ δεν το κατάφερα. Χύνεις εσύ κι αυτομάτως χύνω κι εγώ. Σαν τα χύσια σου να μαγνητίζουν τα δικά μου!
Βρίσκουμε τις ανάσες μας και σηκώνεσαι. Πιάνω το ακουστικό κι αρχίζω να μας ξεπλένω, αργά και ήρεμα. Δε μου έχεις μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που μου ζήτησες να στα πω όλα. Δεν το έχεις ξανακάνει ποτέ. Με φοβίζει αυτή η σιωπή. Ιδίως σήμερα. Όπως σε ξεπλένω βλέπω τα μπράτσα σου. Τα δάχτυλα μου σε έχουν μελανιάσει. Ντρέπομαι πάλι.
- Δεν μου μιλάς;… σε ρωτάω.
- Τι να πω;… απαντάς σε τόνο ουδέτερο.
- Συγγνώμη… λέω δείχνοντας με το κεφάλι μου τα σημάδια.
- Δε θα σου πω δεν πειράζει, γιατί πειράζει. Και πολύ μάλιστα! Με τρόμαξες πολύ. Αλλά είναι πολύ ιδιαίτερη μέρα για σένα σήμερα. Γι’ αυτό θα υποκριθούμε ότι αυτό στην κουζίνα δε συνέβη ποτέ. Απλά θέλω κι εγώ λίγο τον χρόνο μου να συνέλθω. Πολλά τα δεδομένα σήμερα και δε μπορώ να τα επεξεργαστώ αυτή τη στιγμή.
- Νόμιζα θα με παρατούσες…
- Και θα σου έπρεπε. Οποιαδήποτε άλλη μέρα αυτό θα έκανα, όχι όμως σήμερα. Εύχομαι να μην το μετανιώσω.
- Δε θα το μετανιώσεις. Σου τ’ ορκίζομαι!
- Και τώρα χρειάζομαι λίγο παγωμένο νερό. Αν νομίζεις ότι το αντέχεις μείνε, αλλιώς θα σου συνιστούσα να αποχωρήσεις σιγά-σιγά.
- Ξέρεις ότι αντέχω το παγωμένο νερό. Έχω εκπαιδευτεί να το αντέχω. Αλλά δε μ’ αρέσει. Κι αυτό το ξέρεις επίσης. Γι’ αυτό και θα μείνω.
Κούνησες τους ώμους σου αδιάφορα αλλά είμαι σίγουρος ότι σου άρεσε. Ξέρω ότι σου αρέσει να μου κάνεις καψόνια κι όπως είπες κι εσύ σήμερα είναι ειδική μέρα.
Γυρνάω το νερό τέρμα στο κρύο και στερεώνω πάλι το ακουστικό. Δεν το περίμενα αλλά όντως το κρύο νερό με αναζωογονεί. Με ανακουφίζει τόσο που φεύγεις από τη μπανιέρα και ούτε που το καταλαβαίνω.
Βγαίνω κι εγώ. Σε βρίσκω στο σαλόνι να καπνίζεις όπως κάνεις πάντα μετά από έναν καλό οργασμό. Μιας και είχες τα μάτια σου κλειστά και δεν είδα αν γκρίζαραν το να σε βλέπω να κάνεις τσιγάρο είναι καλό σημάδι. Παίρνω κι εγώ ένα.
Κάθομαι απέναντι σου με την πετσέτα τυλιγμένη στη μέση μου. Εσύ έχεις τυλιχτεί στην μεγάλη πετσέτα, με τα μαλλιά, πρόχειρα μαζεμένα επάνω, να στάζουν στους ώμους σου.
Έχει πάει απόγευμα πια και οι σταγόνες του νερού με το φως που μπαίνει από τα παντζούρια κάνει το δέρμα σου να λαμπυρίζει. Καπνίζουμε σιωπηλοί κι εγώ σκέφτομαι πάλι το Φώτη. Σκέφτομαι ότι κανονικά μόλις έφευγα από δω θα του τηλεφωνούσα να του πω τι έγινε κι αυτός θα με έβριζε με τη μπάσα φωνή του. Συνειδητοποιώ ότι τώρα πια δε μπορώ να του τα πω κι ότι επιπλέον δεν έχω και κανέναν πια να τα πω. Ένας λυγμός ανεβαίνει πάλι στον λαιμό μου.
- Σε συμπαθούσε πολύ ξέρεις… σου λέω σπάζοντας την σιωπή
- Ε;
- Ο Φώτης. Σε συμπαθούσε πολύ. Πιστεύω σε γούσταρε κιόλας. Αν μάθαινε τι σου έκανα σήμερα θα 'τρωγα χοντρό κωλόχερο σίγουρα.
- Τότε διάλεξα τον λάθος μπάτσο μου φαίνεται…
- Μου λείπει… και θα γίνει χειρότερο...
- Θα γίνει. Αλλά μετά θα περάσει. Δε θα φύγει, αλλά θα γίνει διαχειρίσιμο.
Ο κυνισμός σου πολλές φορές με σοκάρει αλλά τώρα με έκανε να πάρω κουράγιο. Ξέρω ότι δε θα με παρηγορούσες με λόγια που δεν πιστεύεις. Κι αφού εσύ λες ότι θα μαλακώσει το πιστεύω.
Έρχομαι κοντά σου. Σε τραβάω στην αγκαλιά μου. Φιλάω τα μαλλιά σου. Σε θέλω ακόμα, δε σε έχω χορτάσει. Και είσαι ο μόνος άνθρωπος που με παρηγορεί αυτή την στιγμή.
Σηκώνομαι και σε παίρνω από το χέρι. Σε πάω στην κουζίνα. Με κοιτάς στραβά και πας να φύγεις. Σε τραβάω απαλά και σου λέω:
- Μην φεύγεις, θέλω να σου δείξω κάτι…
- Τι; Τα σιφόνια;
Είσαι χολωμένη ακόμα και με το δίκιο σου. Δεν τα παρατάω όμως εύκολα κι απαντάω:
- Τι πάει να πει ομοιοπαθητική…
Μπαίνεις στο νόημα και μου λες πιο τσαχπίνικα τώρα:
- Κι αν δεν θέλω;
- Τότε θα αναγκαστώ να σε γλείφω μέχρι να σε πείσω… λέω και παίρνω ύφος δήθεν δυσαρεστημένο
- Δυνατό επιχείρημα, δε λέω. Για να δούμε πόσο πειστικός είσαι!
Δε χρειάζεται να πεις δεύτερη κουβέντα. Σε ακουμπάω στο τραπέζι όπως και πριν αλλά μαλακά τώρα και τραβάω την πετσέτα από πάνω σου. Φέρνω τα πόδια σου στους ώμους μου. Αρχίζω να φιλάω τους αστραγάλους σου και προχωράω προς τα πάνω. Γλείφω, φιλάω και ρουφάω τις γάμπες σου. Ανεβαίνω στο εσωτερικό των μηρών σου και σε γλείφω με την άκρη της γλώσσας μου από τα γόνατα μέχρι τα σκέλια σου. Γονατίζω και τώρα σου ανοίγω τα μουνόχειλα με το σαγόνι και τη μύτη μου. Αρχίζω και ρουφάω την κλειτορίδα σου και τη νιώθω να μεγαλώνει σιγά-σιγά. Γεύομαι τα προκαταρκτικά υγρά σου και σε βλέπω να ανατριχιάζεις. Χώνω σιγά-σιγά την γλώσσα μου στην τρύπα σου κι αρχίζω να την στριφογυρίζω. Τα υγρά σου όλο και αυξάνονται και τα πρώτα βογκητά ακούγονται τώρα καθαρά.
Η πούτσα μου ήδη έχει γίνει πέτρα και τα δικά μου πρώτα υγρά έχουν κάνει κι αυτά την εμφάνιση τους. Την πιάνω, σηκώνομαι και μαλακίζω την κλειτορίδα σου με το πουτσοκέφαλο μου. Δυνατότερα βογκητά τώρα!
Ξαναγονατίζω και με τα χέρια μου ανοίγω τα μουνόχειλα σου. Με την άκρη της γλώσσας μου αρχίζω ένα γρήγορο και τρελό γλείψιμο. Σ’ ακούω να λαχανιάζεις και πιάνεις το κεφάλι μου και το πιέζεις στο μουνί σου. Η γλώσσα μου μπαίνει όλη στην τρύπα σου και το σαγόνι μου μαλακίζει την κλειτορίδα σου τώρα. Τα υγρά σου αρχίζουν και τρέχουν περισσότερο τώρα κι εγώ τα ρουφάω όλα. Σηκώνω το κεφάλι μου να πάρω ανάσα και σ’ ακούω να μου λες "Σε θέλω… τώρα”.
Σηκώνομαι και ακουμπάω το καυλοκέφαλο στη μουνότρυπα σου. Πάω να σηκώσω τα πόδια σου στους ώμους μου ξανά αλλά πριν προλάβω καν να σε ακουμπήσω κλειδώνεις τους αστραγάλους σου στην μέση μου και καρφώνεσαι πάνω στο καυλί μου! Πριν καταλάβω καλά-καλά πως έγινε αυτό νιώθω τα τοιχώματα του μουνιού σου να πιέζουν την πούτσα μου και σ’ ακούω να φωνάζεις "και τώρα γάμα με!".
Σε κοιτάω και τα μάτια σου τώρα είναι γκρίζα και γυαλίζουν από την καύλα. Εδώ είμαστε. Αυτό ήθελα να δω. Στηρίζομαι καλύτερα στο τραπέζι κι αρχίζω να σκίζω το μουνί σου.
- Αυτό ήθελες καριόλα;
- Αυτό, αυτό γαμιά μου, αυτό… γάμα με την πουτάνα!
- Σου σκίζω την μουνάρα γαμιόλα! Σε ξεμουνιάζω! Αυτό δε ζήταγες;
- Ναι, ναι! Ναι πουτσαρά μου, σκίσε με!
Σ’ ακούω να μου μιλάς πάλι πρόστυχα και καυλώνω περισσότερο. Θολώνω όπως το πρωί αλλά όχι από μίσος αυτή τη φορά. Από καύλα, απίστευτη καύλα. Σε σφυροκοπάω αλύπητα αλλά τα αρχίδια μου χτυπάνε στο τραπέζι και πονάω. Σε πιάνω από τους ώμους και σε σηκώνω χωρίς να βγω από το μουνί σου. Σε ξεμουνιάζω ακόμα δυνατότερα τώρα. Από τη λύσσα μου το τραπέζι έχει φτάσει στο νεροχύτη και βρίσκει στα ντουλάπια. Αφήνεις το λαιμό μου και πιάνεσαι από τον νεροχύτη. Σηκώνεις την μέση σου και τώρα βρίσκεσαι στον αέρα. Στηρίζεσαι μόνο στο καυλί μου και στη μέση μου. Σε πιάνω από τη μέση για να σε στηρίξω καλύτερα. Μου λες να σπρώξω το τραπέζι στην άκρη. Το κάνω κι έτσι έρχομαι πιο κοντά σου και η καμπύλη που σχηματίζεις τώρα είναι μικρότερη. Τώρα στηρίζομαι κι εγώ στον νεροχύτη. Είσαι σε καλύτερη θέση αλλά ο κώλος σου είναι ακόμα στον αέρα και τώρα τα αρχίδια μου χτυπάνε τα κωλομάγουλα σου. Τα βυζιά σου κουνιούνται σαν τρελά και τεντώνεσαι σαν αψίδα. "Χύσε με" με διατάζεις κι αδειάζεις όλα σου τα χύσια στο καυλί μου. Κι εκεί ξεχύνεται από μέσα μου ο Νιαγάρας! “Σε χύνω…” φωνάζω κι εγώ και νιώθω τα χύσια μου να εκτοξεύονται στη μήτρα σου και τα αρχίδια μου να εκτονώνονται επιτέλους. Και μαζί να εκτονώνεται κι όλη η πίεση, η οργή, ο φόβος και η καύλα μου.
Σε σηκώνω να κάτσεις στον νεροχύτη αλλά δε βγαίνω από μέσα σου. Τα χύσια μας τρέχουν ανακατεμένα στα αρχίδια και τα μπούτια μου κι εγώ σ’ αγκαλιάζω για να κρύψω τα δάκρυα μου. Δάκρυα ανακούφισης αυτήν τη φορά.
Copyright protected OW ref: 179302
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.