Σύνδεση || Εγγραφή
Αγαπητέ επισκέπτη. Σαν επισκέπτης δεν έχετε πλήρη πρόσβαση σε όλες τις λειτουργίες, και το περιεχόμενο του XStream. Οι ιστορίες που βλέπετε είναι αυτές που είχαν δημοσιευθεί πριν από μέρες.

Για να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση θα πρέπει πρώτα να εγγραφείτε στην online κοινότητα μας και έπειτα να ενεργοποιήσετε την πλήρη πρόσβαση που σας δίνει πλήρη δικαιώματα χρήσης των υπηρεσιών του XStream όπως... Το να βλέπετε όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες, Nα σχολιάζετε, να επικοινωνείτε μέσω chat, Nα κάνετε video calls, Nα ανταλλάσετε φωτογραφίες και video, κλπ.

Το XStream δεν είναι απλά ένας χώρος που διαβάζετε ιστορίες. Είναι μια ενεργή κοινότητα ενηλίκων που για όσους τη δοκιμάζουν γίνεται τρόπος ζωής!

Αποποίηση ευθυνών: Όλα τα κείμενα της κατηγορίας, είναι έργα μυθοπλασίας!

Το περιεχόμενο και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο XStream.gr, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων, με οποιονδήποτε τρόπο και εάν αυτές εμφανίζονται, δε θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρούνται ως έγκυρες πληροφορίες, συμβουλές ή ως παραίνεση για συγκεκριμένη ενέργεια.

Περαιτέρω, ο χρήστης κατανοεί και αποδέχεται ότι, επισκεπτόμενος τις σελίδες περιεχομένου και χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες του XStream.gr, είναι πιθανό να εκτεθεί σε περιεχόμενο, το οποίο, για κάποια μερίδα ανθρώπων, μπορεί θα θεωρείται ως άσεμνο, απρεπές, ενοχλητικό, προσβλητικό κλπ. Σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο το XStream.gr για οποιαδήποτε βλάβη ή ζημία που τυχόν υποστούν οι χρήστες του, λόγω της έκθεσής τους σε περιεχόμενο τέτοιου είδους, καθώς μια τέτοια έκθεση γίνεται με τη ρητή προς τούτο εκπεφρασμένη βούλησή τους.

Οι χρήστες επισκέπτονται τις σελίδες περιεχομένου και υπηρεσιών με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη. Το XStream σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδέχεται ή ενστερνίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο τις εκφραζόμενες στις δημοσιευόμενες ιστορίες προσωπικές ιδέες ή αντιλήψεις των χρηστών που τις αποστέλλουν ή άλλων προσώπων.

Όλα τα κείμενα της κατηγορίας είναι έργα μυθοπλασίας, ανεξάρτητα από το αν ο κάθε συγγραφέας ισχυρίζεται το αντίθετο για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα όσα γράφει. Ονόματα, χαρακτήρες, επιχειρήσεις, τόποι, γεγονότα και περιστατικά, είτε είναι προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα ή τα χρησιμοποιεί για να αποδώσει τα όσα φαντάστηκε. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή πραγματικά γεγονότα, είναι καθαρά συμπτωματική. ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΤΕ ΝΑ ΜΙΜΗΘΕΙΤΕ στην πραγματική ζωή όσα διαβάζετε!

Ήταν βράδυ πια όταν έφτασα κατάκοπος από τη δουλειά στο μηχανουργείο. Ήμουν τότε 18 χρονών στην Τρίτη λυκείου. Μόλις πλύθηκα ξάπλωσα και με πήρε αμέσως ο ύπνος. Στις 10 το βράδυ ξύπνησα αναστατωμένος. Η μάνα μου μόλις με είδε τρόμαξε.

- Νίκο, παιδί μου, τι συμβαίνει; Γιατί σηκώθηκες έτσι;

- Τίποτα, βρε μάνα. Τι ώρα είναι;

- Δέκα παιδί μου. Γιατί θα βγεις;

- Έχω ένα ραντεβού απόψε.

- Τέτοια ώρα;

- Ε, ναι, ρε μάνα! Τέτοια ώρα.

Ήταν Οκτώβρης. Ντύθηκα καλά, γιατί έξω φυσούσε σαν λυσσασμένος και έκανε κρύο. Έφυγα με τα πόδια. Βγήκα στο δημόσιο δρόμο και περίμενα να βρω κάποιο μέσον να με πάρει. Σε λίγο πέρασε ένα αγροτικό αυτοκίνητο. Με πήρε, και σε ένα τέταρτο έφτασα στο πάρκο που είχαμε με την Άννα το ραντεβού μας. Άρχισα να ψάχνω σα χαμένος τριγύρω. Δεν την έβλεπα πουθενά. Ήμουν λαχανιασμένος, αγχωμένος. Κάθισα απογοητευμένος στο παγκάκι.

«Δε γίνεται να μην με περιμένει έστω κι ένα πεντάλεπτο! Να της συνέβη τίποτε;», σκεφτόμουν μέσα μου.

Σε μια στιγμή ακούω ένα δυνατό μπουμ πίσω μου. Ένα μπαλόνι έσκασε στο αυτί μου. Τρόμαξα. Γύρισα και είδα την Άννα μου να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Σηκώθηκα και πήρα ανάσα να ηρεμήσω από την τρομάρα μου. Ήρθε κοντά μου. Αγκαλιαστήκαμε και με φίλησε με ένα τρυφερό φιλί στο στόμα.

- Αυτή η τρομάρα, Νίκο μου, ήταν για το στήσιμο.

- Συγγνώμη βρε αγάπη μου! Δεν το έκανα επίτηδες. Ήμουν κουρασμένος και με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω.

- Αγάπη μου, σε καταλαβαίνω! Να σε πειράξω ήθελα. Ξέρω πόσο κουράζεσαι. Κοίτα, πήρα τα κλειδιά από το σπίτι της ξαδέρφης μου. Πάμε;

- Ναι, μωρό μου πάμε.

Φτάσαμε στο σπίτι. Με το που μπήκαμε η Άννα άναψε το κλιματιστικό. Αν και δεν έκανε πολύ κρύο σε σχέση με έξω, λίγη ακόμη ζέστη δεν θα μας χαλούσε. Η Άννα ήταν δύο χρόνια πιο μικρή από μένα. Αγαπιόμαστε από τότε που ήταν αυτή στην πρώτη γυμνασίου και εγώ στην τρίτη. Είχαν περάσει τέσσερες μήνες από τότε που κάναμε σεξ για πρώτη φορά. Ήταν καλοκαίρι. Είχαμε βγει ραντεβού μετά τα σχολεία και πήγαμε με ένα μηχανάκι ενός φίλου μου στην ποταμιά, λίγο έξω από την πόλη. Από εκείνη τη μέρα ψάχναμε πάντα την ευκαιρία να το κάνουμε. Η Άννα κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και άρχισε να με φιλάει με πάθος στο στόμα. Σε λίγο βρεθήκαμε γυμνοί και της φιλούσα τα όμορφα στήθη της. Έπαιρνα τις ρώγες και τις πιπιλούσα τρυφερά. Αυτό της άρεσε πάντα. Μπορούσα να παίζω ώρες με τις ρώγες της. Ήταν κάτι που το έκανα κι όταν ακόμα δεν είχαμε κάνει έρωτα. Ξάπλωσε ανάσκελα και σε λίγο βρέθηκα μέσα της. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Σε λίγο έχυσα πάνω στην κοιλιά της.

- Μωράκι μου βιάστηκες! Μου είπε με νάζι. Εγώ δεν πρόλαβα.

- Σε λίγο γλυκιά μου θα είμαι πάλι έτοιμος.

Ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα. Κοίταζα τα γαλανά της μάτια, τη χάιδευα τρυφερά στα ξανθά της μαλλιά. Με φιλούσε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

- Σ’ αγαπώ Νίκο μου, σ’ αγαπώ!

Σε λίγο άρχισα πάλι να της φιλάω τα βυζιά της. Εκείνη χάιδευε τον πούτσο μου. Δεν άργησε να μου σηκωθεί. Τότε σηκώθηκε στα γόνατα και άρχισε να μου γλείφει το πουτσοκέφαλο. Την έβαλα να καθίσει επάνω μου. Άρχισε να χοροπηδάει. Συνεχίσαμε αρκετά σε αυτή τη στάση. Η ίδια βρήκε το ρυθμό που της χάριζε περισσότερη ηδονή. Έχυσε δυνατά. Το πρόσωπό της κοκκίνισε από την ένταση. Αναστέναζε. Κάποια στιγμή σταμάτησε να κινείται πάνω κάτω. Τον πήρε όλον μέσα της, σφίχτηκε. Τα χέρια της καρφώθηκαν μέσα στο στήθος μου. Την κρατούσα από τα μπράτσα. Έχυνε με ένταση. Η λεκάνη της έκανε δυο τρεις σπασμωδικές κινήσεις. Ήταν σαν να κρατούσε την αναπνοή της. Ξεφύσησε δυνατά. Άρχισε να αναπνέει λαχανιασμένη. Έπεσε πάνω μου. Πήρε τρυφερά το πρόσωπό μου στα χέρια της και άρχισε να μου δίνει φιλιά σε όλη την έκταση του προσώπου μου.

- Σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου της είπα.

- Κι εγώ Νίκο μου. Σε λατρεύω.

Μείναμε λίγες στιγμές μέχρι που ηρέμησε λίγο. Ύστερα την έστησα στα τέσσερα. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά και γρήγορα. Ο πούτσος μου ήταν πολύ σκληρός. Το ένιωθε. Ήθελα να χύσω. Τον έβγαλα και έχυσα με δύναμη πάνω στον ολοστρόγγυλο και γυμνασμένο κώλο της. Καθίσαμε και ηρεμήσαμε μέσα στα φιλιά και τις γλύκες. Η ώρα είχε πάει δώδεκα παρά. Έπρεπε να φύγει. Φύγαμε από το σπίτι και τη συνόδεψα μέχρι λίγο πιο κάτω από το σπίτι της. Γύρισα στην πλατεία της πόλης να βρω ταξί. Πήρα ένα ταξί και πήγα στο χωριό μου που ήταν πέντε χιλιόμετρα από την πόλη. Όλη τη χρονιά με την Άννα βρισκόμαστε αρκετά συχνά τα βράδια. Ξεδίναμε και μας άρεσε. Έφτασε ο καιρός για να δώσω πανελλήνιες. Έδωσα και πέρασα σε πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Με την Άννα βρισκόμασταν συχνά. Εγώ όποτε έβρισκα ευκαιρία πήγαινα στο χωριό, για να έχω την ευκαιρία να τη συναντάω. Ο πατέρας της Άννας ήταν καθηγητής σε μια πανεπιστημιακή σχολή στη Θεσσαλονίκη. Ήταν χειμώνας μετά τα Χριστούγεννα. Εγώ είχα πάει στο χωριό. Έτσι βρισκόμασταν με την Άννα κάθε μέρα σχεδόν. Ήμαστε θυμάμαι καλεσμένοι σε ένα πάρτι μια φίλης της. Η Άννα ήρθε και έμοιαζε σαν ένας άγγελος. Πανέμορφη. Με το που μπήκε κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Το είδα στο ύφος της. ήξερα τον άγγελό μου καλά. Βρήκαμε την ευκαιρία να βγούμε στο μπαλκόνι. Και τότε μου ξεφούρνισε το νέο, κι έπεσε ο ουρανός και με πλάκωσε. Ο πατέρας της δέχθηκε την πρόσκληση από ένα πανεπιστήμιο στο εξωτερικό. Το είδε ως ευκαιρία για την καριέρα του. Και φυσικά μαζί θα έπαιρνε και την οικογένειά του. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου. Έμεινα σιωπηλός και σκεφτικός.

- Έλα βρε αγάπη μου, μην κάνεις έτσι! Είπε η Άννα, κάνοντας μια προσπάθεια να με κάνει να πάρω το πάνω μου.

- Εγώ μωρό μου θα ζητήσω να μείνω στη θεία, για να τελειώσω το λύκειο.

- Με κοροϊδεύεις; Θα δεχθούν κάτι τέτοιο οι δικοί σου;

Σε λίγο μας πλησίασε η ξαδέρφη της που της έδινε το κλειδί.

- Κοιτάτε παιδιά, εγώ θα πάω να μείνω στο Γιώργο. Εσείς πάτε σε μένα. Θα πάρω τηλέφωνο τη θεία και θα πω ότι η Άννα θα μείνει σε μένα εντάξει;

- Εντάξει, σε ευχαριστώ πολύ Δήμητρα, είπε η Άννα.

Καθίσαμε λίγο ακόμα στο πάρτι να μην προσβάλουμε τη φίλη της. Φύγαμε για το σπίτι της Δήμητρας. Με το που μπήκαμε κάθισα αποκαρδιωμένος στο σαλόνι. Η Άννα πήγε και έβαλε δύο ποτήρια νερό. Ήρθε κάθισε δίπλα μου. Με κοίταξε με ένα ερωτικό βλέμμα. Έπεσε πάνω μου και άρχισε να με φιλάει. Σε λίγο την πήραν τα κλάματα.

- Δεν θέλω να σε χάσω, Νίκο μου.

- Ούτε κι εγώ μωρό μου! Σε θέλω μαζί μου.

- Ας κάνουμε υπομονή! Τα καλοκαίρια θα έρχομαι οπωσδήποτε.

Δε μίλησα. Την αγκάλιασα και τη φίλησα τρυφερά στο στόμα. Εκείνο το βράδυ δε θέλαμε να τελειώσει. Μείναμε ξάγρυπνοι κι αγκαλιασμένοι. Οι μέρες πέρασαν. Ο πατέρας της έφυγε πρώτος για την Αμερική. Σε τρεις μήνες έφυγαν κι οι υπόλοιποι. Πήγα στο αεροδρόμιο να τους χαιρετίσω. Από τη μητέρα της πια η σχέση μας δεν ήταν κρυφή. Την αγκάλιασα και τη φίλησα. Έπρεπε να φύγει.

- Να ξέρεις ότι θα σε αγαπάω για πάντα της είπα. Κι αν δεν μπορείς να έρθεις εσύ, εγώ… πού ξέρεις. Θα κάνω τα πάντα να έρθω να σε βρω.

Τις επόμενες ώρες ένιωσα ένα μεγάλο κενό, μια απέραντη μοναξιά που δεν υπήρχαν λόγια να την περιγράψω. Άργησα να συνέλθω το πρώτο διάστημα. Τον πρώτο χρόνο επικοινωνούσαμε ηλεκτρονικά συχνά. Ήρθε η ώρα να πάει σε κολέγιο. Οι επαφές μας αραίωσαν γιατί είχε διαβάσματα. Την αγαπούσα όμως πολύ. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με τη σκέψη της. Εγώ, από την πλευρά μου, έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου τελειώσω το πολυτεχνείο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές. Αργότερα η αδερφή μου η Μαρία πέρασε στην Αθήνα κι αυτή. Είχε ίδια ηλικία με την Άννα. Μείναμε σε μια μεγάλη μονοκατοικία που νοικιάσαμε μαζί.

Ήρθε το καλοκαίρι. Το περίμενα πως και πως. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα ερχόταν επιτέλους μετά από δύο χρόνια στην Ελλάδα. Ήταν Ιούνιος. Έλαβα ένα μήνυμα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. «Αγάπη μου λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, αλλά δε θα μπορέσω να έρθω. Θα πάμε οικογενειακά στο Μαϊάμι με κάποιους φίλους του μπαμπά. Το είπα ότι ήθελα να έρθω στην Ελλάδα, αλλά έγινε χαμός. Θα προσπαθήσω να έρθω σε άλλη φάση. Σ’ αγαπώ πολύ, η Άννα σου.»

Έμεινα κόκαλο να κοιτάζω την οθόνη του υπολογιστή. Δε μπορούσαν αρθρώσω λέξη, η απογοήτευση που ένιωθα ήταν τόσο μεγάλη. Ταυτόχρονα με κυρίευσε κι ένα θυμός. Έσκυψα το τραπέζι και τα μάτια μου δάκρυσαν. Άρχισα να κλαίω. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Μαρία στο δωμάτιο. Με είδε σ' αυτό το χάλι. Το μάτι της έπεσε στο μήνυμα. Κάθισε δίπλα μου στην άλλη καρέκλα.

- Έλα, βρε χαζούλη, μη στενοχωριέσαι. Αφού δεν μπορεί να έρθει τι να κάνει; Κοίτα απόψε θα βγούμε έξω με τα άλλα τα παιδιά. Θα είναι και η Τζένη. Ξέρεις πόσο σε γουστάρει. Είναι ξετρελαμένη μαζί σου. Θέλεις να έρθεις;

- Όχι, Μαρία μου. Όχι, Δεν έχω διάθεση. Πάτε εσείς.

- Και τι θα γίνει, θα σε αφήσω σε αυτό το χάλι;

- Όχι, καλύτερα πάτε εσείς! Αν έρθω, το πολύ-πολύ να χαλάσω και το δικό σας κέφι.

- Καλά βρε Νίκο μου, να ρωτήσω κάτι; Τι περιμένεις να γίνει. Ο πατέρας της έκανε σαν τρελός να πάνε όλοι μαζί. Πώς η Άννα θα έρθει εδώ πίσω; Είναι σκληρό αυτό που θα πω, αλλά είναι καλύτερα να το τερματίσετε να μην υποφέρετε κι οι δυο σας. Τι να πω; Συγγνώμη, αν σε πληγώνω. Δε σου το λέω με τέτοιο σκοπό, αλλά δεν βλέπω διέξοδο.

- Σε ευχαριστώ, Μαρία μου. Πήγαινε εσύ εγώ δεν θα έρθω.

Κι έτσι έγινε. Την επόμενη χρονιά ένας φίλος μου συμφοιτητής θα πήγαινε στη Νέα Υόρκη για ένα μήνα το καλοκαίρι. Με το που μου το είπε ο Παναγιώτης, του έδωσα την διεύθυνση και το τηλέφωνο της Άννας. Μου υποσχέθηκε ότι θα την έβλεπε να της έδινε κάτι που του έδωσα. Αυτό ήταν ένα βραχιόλι που της αγόρασα με κάποιες θαλασσινές πέτρες. Ήξερα πάντα ότι της άρεσε η θάλασσα. Ο μήνας που ο Παναγιώτης ήταν στην Αμερική πέρασε βασανιστικά για μένα. Εγώ εκείνο το καλοκαίρι δούλευα στο μηχανουργείο, για να τα βγάλω πέρα με τα έξοδα του χειμώνα. Πήρα ένα μήνυμα από την Άννα.

«Μωρό μου σε ευχαριστώ για το υπέροχο δώρο που μου έστειλες. Θα το φοράω πάντα. Θα είναι σαν να σε αγγίζω, θα είναι σαν να έχω ένα κομμάτι από σένα τον ίδιο πάνω μου. Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα με αυτό που έκανες!»

Ο Παναγιώτης γύρισε. Με πήρε στο κινητό.

- Την είδες; Τον ρώτησα.

- Ναι, την είδα βρε Νίκο. Κοίτα θα έρθω από το χωριό να σε βρω ρε φίλε. Να τα πούμε από κοντά.

Το Σαββατοκύριακο ο Παναγιώτης ήρθε σε μένα. Άρχισε να μου λέει για τη συνάντηση με την Άννα. Μου είπε πως χάρηκε πάρα πολύ όταν της είπε ότι εκ μέρους σου έχω να της δώσω κάτι.

- Και λοιπόν, λοιπόν τι έγινε άλλο;

- Ε, τι έγινε βρε Νίκο, έφυγα. Η συνάντησή μας ήταν σε μια πλατεία. Δεν κράτησε πάνω από ένα τέταρτο. Έπρεπε να φύγει. Φεύγοντας, όμως, εγώ γύρισα πίσω προς το μέρος της. Δεν ξέρω γιατί, την έβλεπα που έφευγε και έστριψε στη γωνία βιαστική. Την περίμενε ένα νεαρός. Με το που έφτασε την αγκάλιασε και τη φίλησε πεταχτά. Με το κινητό μου πρόλαβα και τράβηξα αυτή τη φωτογραφία. Ύστερα εξαφανίστηκα αμέσως, δεν είδα πώς έφυγαν. Δεν ήθελα να με δει. Γι’ αυτό ήθελα να σου το πω από κοντά. Κι έβγαλε και μου έδειξε τη φωτογραφία. Πράγματι ο ένας ήταν κολλημένος πάνω στον άλλο. Σκοτείνιασαν τα πάντα.

- Ε! μαλάκα! λέει ο Παναγιώτης. Τι έπαθες. Σύνελθε! Πώς κάνεις έτσι;

Και μου χώνει ένα δυνατό χαστούκι που το ένιωσα για τα καλά. Καθίσαμε λίγο στο σπίτι μου να συνέλθω από το σοκ. Μέσα μου ένιωσα μια απογοήτευση, μια ταπείνωση και μια ψύχρα να κυριεύει την καρδιά μου. Του ζήτησα τη φωτογραφία. Τν βάλαμε στο λάπτοπ. Μπήκα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ένιωθα ένα θυμό.

«Αγάπη μου, γειά σου. Μου είπες ότι σου άρεσε αυτό που σου έστειλα. Δεν χρειαζόταν μου λες τέτοια ψέματα. Δεν ήταν ανάγκη. Και για να σε διευκολύνω λίγο από τη δυσάρεστη θέση, σου λέω να το πετάξεις στον πρώτο κάδο σκουπιδιών που θα συναντήσεις, αυτό που σου έστειλα, όπως πέταξες κι όσα ένιωθα για σένα, όπως πέταξες την αγάπη μας. Αντίο.»

Και στέλνω και τη φωτογραφία που μου έφερε ο Παναγιώτης. Εκείνο το βράδυ βγήκαμε με τον Πάνο σε ένα μπαράκι. Έγινα σταφίδα. Σχεδόν με κουβάλησε μέχρι το σπίτι. Πέρασαν οι μέρες. Ο Πάνος την τρίτη μέρα έφυγε και πήγε στο χωριό του. Εγώ συνέχιζα τη δουλειά στο μηχανουργείο. Ήμουν σκεφτικός και τα παιδιά στη δουλειά με έβλεπαν και όλο ρωτούσαν.

Το καλοκαίρι πέρασε άχαρα μετά από αυτό, μέσα στη θλίψη και την απογοήτευση. Όσο ήμουν στο χωριό δεν άνοιξα τον υπολογιστή. Όλα μου φαίνονταν τόσο ανιαρά. Κοίταζα να «γλεντάω» και να προσπαθώ να «διασκεδάσω» όσο γινόταν. Όμως μέσα μου πονούσα πολύ. Κάθε βράδυ με έπιανε μια θλίψη. Γύρισα στην Αθήνα. Ήθελα να το ξεπεράσω. Δεν ήθελα να κοιτάζω πίσω μου, αλλά μου ήταν αδύνατον. Άρχισα τη σχολή. Μάλιστα άλλαξα και το email μου για μην μπορεί να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί μου. Και σε ένα μήνα αγόρασα έναν πιο καινούργιο υπολογιστή που θα με βοηθούσε και στις σπουδές μου. Επικεντρώθηκα στο διάβασμα και μόνο. Ήθελα να τελειώσω τη σχολή μου και γρήγορα. Ήξερα ότι ο πατέρας της δε με γούσταρε. Ήμουν ένα φτωχόπαιδο. Οι δικοί μου ήταν βιοπαλαιστές. Έπρεπε να φτάσω ψηλά, σκεφτόμουν πολλές φορές. Ήθελα να τους βλέπω και να μην τους δίνω σημασία. Πληγώθηκα πολύ και πολλές φορές έκανα παράλογες σκέψεις.

Η Μαρία, η αδερφή μου, με έβλεπε στα χάλια που ήμουν και άρχισε να φέρνει τη Τζένη, μια φίλη της που σπουδάζανε μαζί, οικονομικά. Βγήκαμε με μια μεγάλη παρέα στην παραλιακή ένα βράδυ. Η Τζένη κυριολεκτικά με πολιορκούσε. Ήταν μια ωραία κοπέλα. Γυμνασμένο, τέλειο κορμί, μαύρα μαλλιά και μάτια. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν η γυναίκα του πάθους. Το βλέμμα της διαπεραστικό και έβγαζε μια δύναμη και αποφασιστικότητα. Ύστερα πήγαμε στο σπίτι μου οι δυο μας, με τη δικαιολογία να της δείξω κάτι κατασκευές με κοχύλια που έκανα από μικρός. Η Μαρία πήγε στο σπίτι του φίλου της να μείνει εκείνο το βράδυ. Ήθελε να μας αφήσει το πεδίο ελεύθερο. Φτάσαμε στο σπίτι. Η Τζένη κάθισε στην κουζίνα. Της πρόσφερα ένα ποτήρι νερό. Από τα ποτά και το περπάτημα είχαμε κορακιάσει κι οι δυο. Έβγαλα μία τελευταία τσίχλα που είχα και πήγα να τη βάλω στο στόμα μου. Καθώς δάγκωσα τη μισή μου λέει παιδικό ύφος όλο νάζι.

- Έλα, δώσε μου και μένα τη μισή!

Πήγα να τη βγάλω.

- Στάσου θα στην πάρω εγώ, τα χέρια μου δεν είναι καθαρά, στάσου θα την πάρω με το στόμα…

κι έσκυψε πάνω μου και δάγκωσε το κομμάτι που προεξείχε. Οι αναπνοές μας ήρθαν κοντά. Και με μια απότομη κίνηση με φιλάει στο στόμα. Το ένα φιλί έφερε το άλλο και σε λίγο βρισκόμαστε αγκαλιασμένοι να φιλάει ο ένας τον άλλον με μεγάλο πάθος. Με μια κίνηση τη σήκωσα στα χέρια μου και την πήγα στο κρεβάτι στο δωμάτιό μου.

- Σε επικίνδυνο μέρος με πήγες Νίκο μου… μου είπε με ένα ύφος όλο υπονοούμενα.

- Έτσι είμαι εγώ, αν θέλω κάτι, γίνομαι επικίνδυνος.

Ξαπλώσαμε και αρχίσαμε τα φιλιά και τα χάδια. Σε λίγο βρισκόμαστε μόνο με τα εσώρουχα. Είχε δύο πλούσια βυζιά με δύο μεγάλες πεταχτές ρώγες. Τα έβγαλα και άρχισα να τα πιπιλάω. Η ίδια με χάιδευε όπου έφτανε σε όλο μου το σώμα. Της έβγαλα το κιλοτάκι. Άρχισα να τη φιλάω ανάμεσα στα μπούτια της. Ανέβηκα στο μουνί της και άρχισα να γλείφω με τη γλώσσα μου τα εξωτερικά της μουνόχειλα. Έχωσα τη γλώσσα μου μέσα στο ήδη υγρό μουνί της και άρχισα το πάνω κάτω. Ανέβηκα στην κλειτορίδα της και άρχισα να την παίζω με την άκρη της γλώσσας μου. άνοιξε τα πόδια της και βογκούσε δυνατά. Σε λίγο άρχισα να παίζω αποκλειστικά με την κλειτορίδα της και της έχωσα το ένα δάχτυλο μέσα στο μουνί της όσο πιο βαθιά γινόταν. Έχυνε και βογκούσε δυνατά.

Ύστερα σηκώθηκε και με έβαλε να ξαπλώσω. Άρχισε να μου παίρνει μια καταπληκτική πίπα. Τον έχωνε σχεδόν ολόκληρο μέσα της. Σε λίγο της ζήτησα να ξαπλώσει. Αν συνέχιζε αυτό που έκανε, σίγουρα θα έχυνα μέσα στο στόμα της. Της σήκωσα τα πόδι και άρχισα να τη γαμάω. Έφτανα στο τέλος και τραβήχτηκα. Στάθηκα στα γόνατα και άρχισα να τον παίζω για λίγο. Τα χύσια μου πετάχτηκαν στην κοιλιά της, στα βυζιά της τα οποία κρατούσε όσο την έχυνα και κάποια την πήραν στο πρόσωπο. Έπιασε μια σταγόνα χύσια από το μάγουλό της και τα έβαλε καυλιάρικα στο στόμα της κοιτώντας με μ’ ένα παθιασμένο βλέμμα. Ξαπλώσαμε δίπλα-δίπλα. Αρχίσαμε τα φιλιά και τις αγκαλιές. Μιλούσε το πάθος και για τους δύο. Σηκωθήκαμε και πήγαμε στο μπάνιο. Ύστερα ξαπλώσαμε πάλι στο κρεβάτι.

- Είσαι πολύ όμορφη, Τζένη μου. Μου αρέσεις πολύ.

- Εγώ, έχω να σου πω, ότι πολύ καιρό είμαι τσιμπημένη κι ερωτευμένη μαζί σου. Κι όσο εσύ με αγνοούσες, τόσο σε ερωτευόμουν περισσότερο.

Με την Τζένη άρχισε μια φλογερή σχέση από εκείνο το βράδυ. Ήταν η γυναίκα που ό,τι έκανε, το έκανε με πάθος. Τόσο στις σπουδές, όσο και στον έρωτα έδινε τον εαυτό της. Ήταν μια γυναίκα όλο ζωή. Έφτασα αισίως στο τελευταίο έτος των σπουδών μου. Κέρδισα μια υποτροφία για μεταπτυχιακό. Τελειώσαμε σχεδόν κι δυο ταυτόχρονα. Θυμάμαι τη μέρα που έπαιρνα το πτυχίο μου. Ήρθε στην απονομή η Τζένη ντυμένη με τα πιο ακριβά ρούχα. Οι δικοί της ήταν εύποροι άνθρωποι. Συνέταιροι σε μια εμπορική εταιρεία. Θυμάμαι, που στην τελετή απονομής κέρδισε τα βλέμματα όλων με την ομορφιά της και το ακριβό ντύσιμό της. Όταν φύγαμε, πήγαμε οι δυο μας και φάγαμε έναν ωραίο δείπνο σε ένα εστιατόριο πολυτελείας. Θυμάμαι που με έκανε και θύμωσα, όταν πήγε εκείνη να πληρώσει. Πάντα είχε, λόγω της οικονομικής άνεσης από το σπίτι της, ένα ύφος υπεροψίας. Το πάλευε, αλλά πολλές φορές της έβγαινε. Φύγαμε, πήγαμε σπίτι. Με το που μπήκαμε, με αγκάλιασε και με φίλησε στο στόμα.

- Λοιπόν κύριε επιστήμονα, για να σε δω, τι έμαθες τόσα χρόνια στο πανεπιστήμιο; Θα μπορέσεις να με κάνεις να λιώσω για άλλη μια φορά.

- Θα σε κάνω να λιώνεις για μια ζωή, της είπα και άρχισα να τη γδύνω.

- Για να σε δω… είπε με ένα προκλητικό και καυλιάρικο βλέμμα.

Όπως είμαστε στο διάδρομο γυμνοί πια, την έβαλα να ακουμπήσει τα χέρια της στην καρέκλα, που ήταν μπροστά της. Έβγαλα τον πούτσο μου και τον έχωσα με τη μία στο καυλωμένο της μουνί. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Της τον έχωνα βαθιά, με δύναμη. Σε λίγο ο πούτσος μου τεντώθηκε. Άρχισα να χύνω. Αυτή τη φορά, για πρώτη φορά δεν τραβήχτηκα. Έχυσα μέσα της δυνατά. Μαζί μου έχυνε κι εκείνη. Τα σώματά μας ριγούσαν από ηδονή. Σηκώθηκε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε.

- Σ’ αγαπάω κορίτσι μου! Σε λατρεύω.

- Κι εγώ σ’ αγαπάω Νίκο μου, Σ’ αγαπάω πολύ.

Φιληθήκαμε ξανά. Τη σήκωσα αγκαλιά και την πήγα στο κρεβάτι. Καθίσαμε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά. Ήμαστε κι δυο τόσο ευτυχισμένοι. Η ίδια έβαλε το χέρι μου για μαξιλάρι και γουργούριζε σαν γατούλα στην αγκαλιά μου ενώ εγώ τη χάιδευα τρυφερά στα μαλλιά και στο πρόσωπο. Μετά από μισή ώρα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Πλύθηκε. Βγήκε φορώντας ένα μπουρνούζι. Πήγα κι εγώ στο μπάνιο. Βγήκα κρατώντας ένα λιπαντικό τζελ. Με κοίταξε περίεργα, αν και κατάλαβε τι είχα σκοπό να κάνω.

- Λοιπόν ομορφιά μου, απόψε δεν θα δεις τι έμαθα στο πανεπιστήμιο, είπα χαριτολογώντας, αλλά και τι κάνω από πραγματικό ταλέντο. Θα νιώσεις αυτό, που ποτέ δεν ένιωσες!

- Μ’ αρέσουν τα άγνωστα, αγοράκι μου…

και γύρισε με σκέρτσο και νάζι μπρούμυτα. Τούρλωσε τον κώλο της.

- Δεν έχω γαμηθεί ποτέ από εκεί. Κάνε ότι θέλεις, φτάνει να μην πονέσω αγάπη μου!

Γονάτισα δίπλα της. Άρχισα να τη φιλάω στα κωλομέρια και να τα χαϊδεύω. Της άρεσε. Γουργούριζε σαν γατούλα. Έβαλα τη γλώσσα μου ανάμεσα στα κωλομάγουλα και άρχισα να γλείφω την περιοχή. Κατέβηκα στο μουνάκι της που ήταν μέσα στα υγρά. Το έγλειψα αρκετή ώρα. Ύστερα άρχισα να γλείφω την περιοχή ανάμεσα στην κωλοτρυπίδα της και το μουνί της. Ήταν καθαρή, ξυρισμένη και μύριζε σαπούνι και φρεσκάδα. Έβαλα λίγο τζελ στο

δάχτυλο και άρχισα να τη γαμάω. Σιγά-σιγά η κωλοτρυπίδα της άρχισε να χαλαρώνει. Το πήγαινα σιγά για να μην την πονέσω. Το ένα δάχτυλο αντικαταστάθηκε με δύο ενώ έριξα κι άλλο τζελ. Πλέον η σούφρα της χαλάρωσε καλά. Τη γύρισα στο πλάι και πήγα πίσω της. Έχωσα στην αρχή τον πούτσο μου στο μουνί της και της το γάμησα για λίγα λεπτά. Ύστερα έβγαλα και τον ακούμπησα στην κωλοτρυπίδα της. Έσπρωχνα σιγά-σιγά. Έκανε κι εκείνη κινήσεις. Τον πίεσα κι άλλο μέχρι που συρρικνώθηκε το πουτσοκέφαλο και πέρασε τη σούφρα της. άπλωσε το χέρι της στην κοιλιά μου και με έσπρωξε ανεπαίσθητα πίσω. Αμέσως κατάλαβα ότι πονούσε.

- Άρχισε εσύ μωρό μου να κουνάς την μέση σου. Βάλε τον όσο μπορείς.

Κι έτσι έγινε. Πλέον άφησα την πρωτοβουλία στην Τζένη μου. Έριξα κι άλλο τζελ. Ο κώλος της χαλάρωσε και άνοιξε για τα καλά. Άρχισα κι εγώ να συντονίζομαι μαζί της. Σε λίγο έμπαινε ο μισός. Η καύλα ήταν μεγάλη. Έχυσα δυνατά μέσα στον κώλο της κρατώντας την από τη μέση. Όσο έχυνα ο πούτσος μου χώθηκε λίγο περισσότερο. Σταμάτησα σε μια στιγμή. Πήγα να τον βγάλω.

- Όχι, αγάπη μου, τον θέλω ακόμα λίγο μέσα. Είναι μια ωραία και περίεργη αίσθηση.

- Πραγματικά! μωράκι μου.

Τη φιλούσα στο πίσω μέρος του λαιμού και στα αυτιά, ενώ με το χέρι μου χάιδευα τα όμορφα βυζιά της.

- Ήταν τόσο υπέροχο μωρό μου αυτό που κάναμε! Είπα.

- Ναι… κι Εμένα μου άρεσε. Και με αυτόν τον τρόπο που έγινε απόψε, θέλω αγάπη μου να το κάνουμε συχνότερα.

Κοιμηθήκαμε τόσο ευχαριστημένοι και οι δύο. Κούρνιασε στην αγκαλιά μου με μια τρυφερότητα που δεν συμβάδιζε καθόλου με το αυστηρό και σνομπ ύφος που έπαιρνε μερικές φορές. Την αγκάλιασα σα να κρατούσα ένα τρυφερό λουλούδι. Το ένιωθε. Το καταλάβαινε πόσο ερωτευμένος ήμουν μαζί της, όπως κι εγώ αντίστοιχα ένιωθα την αγάπη της και τον έρωτά της. Μας πήρε ο ύπνος αγκαλιασμένους. Τη νύχτα πετάχτηκε τρομαγμένη από τον ύπνο. Την αγκάλιασα ξανά τη φίλησα τρυφερά στο μάγουλο. Κούρνιασε ξανά πάνω μου κι αποκοιμήθηκε. Από εκείνη τη μέρα αρκετές φορές κάναμε έρωτα προσπαθώντας να της το κάνω κι από πίσω. Της άρεσε. Η τρύπα της είχε ανοίξει. Μια φορά πήρε το λάπτοπ και μπήκε στο Internet. Μπήκε σε ένα πορνοσάιτ και βρήκε ένα βίντεο που κάποιο ζευγάρι το έκαναν από το μουνί αρχικά και ύστερα από πίσω. Το βίντεο κρατούσε περίπου τη μισή ώρα. Η Τζένη και εγώ το βλέπαμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι.

- Απόψε θέλω να με γαμήσεις όπως αυτός αυτήν. Θέλω να τον βγάζεις και η τρύπα μου να μην κλείνει. Με άλλα λόγια αγαπημένε μου θέλω ξέσκισμα κανονικό, κατάλαβες;

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Αρχίσαμε τα φιλιά. Η Τζένη μου πήρε ένα τσιμπούκι φοβερό. Τον έχωνε σχεδόν μέχρι το λαρύγγι. Μιμούταν την πρωταγωνίστρια στο βίντεο. Την ξάπλωσα ανάσκελα και άρχισα να την γαμάω στο μουνί. Έχυσε μέσα στα πρώτα τρία τέσσερα λεπτά. Ήταν πολύ ερεθισμένη. Ύστερα σήκωσε κι άλλο τη μέση της και αφού έβαλε μόνη της αρκετό τζελ στην καθαρή κωλοτρυπίδα της έπιασε τον πούτσο μου και τον οδήγησε μέσα της.

- Τώρα άντρα μου ξέσκισέ με κανονιά. Θέλω απόψε να με κάνεις να μην μπορώ να καθίσω αύριο, να μου τον ξεχειλώσεις τελείως, κατάλαβες καυλιάρη πουτσαρά μου;

Μέχρι να τελειώσει τη φράση της ο πούτσος μου χώθηκε βίαια στον κώλο της μέχρι μέσα. Άρχισα να τη γαμάω βίαια.

- Πιο δυνατά αγάπη μου, πιο δυνατά…

και κράταγε τα κωλομέρια της ανοίγοντάς τα. Τα αρχίδια μου ακουμπούσαν με κάθε σπρώξιμο στον κώλο της μιας και της τον έχωνα όλον. Τη γάμησα αρκετά.

- Βγάλε’ τον, μου λέει! Και κρατούσε τα κωλομέρια της ανοιχτά.

Κοίταζε στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας και καμάρωνε για την ανοιχτή σούφρα της. Εγώ, πάλι, ένιωθα ένα αψύ αρσενικό. Της τον ξαναέχωσα και άρχισα να τη γαμάω ξανά. Ύστερα την έβαλα στα τέσσερα. Τούρλωσε τον κώλο της και άρχισα να την γαμάω με δύναμη. Τότε έκανα κάτι που δεν το περίμενε. Τον έβγαλα από τον κώλο της και τον έχωσα με τη μία στο μουνί της. Τρελάθηκε από την καύλα. Άρχισα το εναλλάξ. Μια στο μουνί μια στον κώλο. Της ξέσκισα τις τρύπες κανονικά. Εκείνη έχυσε τρεις φορές. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο. Τον είχα μέσα στον κώλο της. Τότε ξάπλωσα πίσω. Την έπιασα και της έσπρωξα το κεφάλι πάνω στον πούτσο μου άρχισε να μου παίρνει μια βαθιά πίπα.

- Άκου πουτανάκι – δεν είχα αποκαλέσει ποτέ έτσι – της είπα με βίαιο τρόπο. Πάρε τον βαθιά. Θα σε χύσω στο λάρυγγα. Έτσι και σου φύγει σταγόνα από το στόμα αλίμονο σου.

Τρελάθηκε. Άρχισε να τον ρουφάει. Δεν άργησα να χύσω μέσα στο στόμα της. Όταν τελείωσα μου άνοιξε το στόμα της. Τα είχε καταπιεί όλα.

- Έχεις παράπονο;… μου λέει με ένα νάζι.

- Όχι, της λέω,

Σηκώνεται και έρχεται και με αρχίζει στα γλωσσόφιλα. Τα φιλιά της είχαν τη γεύση από χύσια και τη μυρωδιά του κώλου της. Ήταν πρωτόγνωρο αυτό που ζήσαμε κι δυο. Από εκείνη τη μέρα με τη Τζένη δοκιμάζαμε αρκετά συχνά τα πιο ακραία πράγματα στο σεξ, μάλλον στον έρωτα, γιατί παρ' όλο που κάναμε αυτά που κάναμε, νιώθαμε ταυτόχρονα πόσο αγαπάει ο ένας τον άλλο. Στο τέλος καταλήγαμε να λέμε τρυφερόλογα και να αγκαλιαζόμαστε τρυφερά. Δε μπορούσαμε χώρια με τίποτα.

Το επόμενο διάστημα εγώ έπρεπε να εκπληρώσω τις στρατιωτικές υποχρεώσεις. Απολύθηκα Τότε της έκανα πρόταση γάμου. Δέχτηκε. Οι δικοί της όμως είχαν αντιρρήσεις. Η Τζένη, όμως, ήταν από τις πιο αποφασιστικές γυναίκες που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου. Παντρευτήκαμε σε μια βδομάδα από την πρόταση στο Δημαρχείο. Λίγοι καλεσμένοι, ελάχιστοι θα έλεγα. Η ζωή μας ήταν τέλεια. Εγώ έπιασα δουλειά ως μηχανικός σε μια εταιρεία. Ο μισθός δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος αλλά ικανοποιητικός θα έλεγα. Ζούσαμε άνετα κι οι δυο. Η Τζένη εκείνο τον καιρό έψαχνε για να βρει μια καλή δουλειά. Δε βιαζόταν, μια και με το μισθό μου και τα έξτρα που έπαιρνα μπορούσαμε να ζούμε μια άνετη ζωή. Πέρασε ένας μήνας, όταν δέχθηκα επίσκεψη από τον πατέρα της. Ήμουν μόνος στο σπίτι. Τον υποδέχθηκα ευγενικά. Καθίσαμε στη βεράντα του σπιτιού μου και του πρόσφερα καφέ.

- Κοίτα Νίκο παιδί μου, δε λέω, κι εγώ και η μάνα της Τζένης στην αρχή φέραμε αντίρρηση για το γάμο σας. Για δικούς μας καθαρά λόγους και δεν έχει να κάνει με σένα. Όμως μια και παντρευτήκατε, δε γίνεται να είμαστε σαν ξένοι από εδώ και μπρος. Η Εταιρεία που έχουμε σε λίγο θα περάσει ολόκληρη στα δικά μας χέρια μια και αποχωρεί ο συνέταιρος. Ξέρω πως εσύ μπορείς να βρεις αντικείμενο μέσα στο χώρο της εταιρείας μας. Σας θέλω κοντά μου και σένα και τη Τζένη. Μέσα στην εταιρεία. Με λίγα λόγια σας προτείνω να έρθετε στη δική μου εταιρεία. Σκέψου το εσύ καλά. Γιατί να δουλεύετε σε μια ξένη επιχείρηση; Έμαθα από την κόρη μου την Ηλέκτρα ότι η Τζένη θέλει να βρει δουλειά. Δε γίνεται η κόρη η δική μου να δουλεύει αλλού, ενώ η οικογένειά της έχει μια τέτοια επιχείρηση. Σκεφτείτε το και την επόμενη Κυριακή σας περιμένουμε σπίτι να φάμε και να τα συζητήσουμε. Έπεσα από τα σύννεφα με την πρόταση του πεθερού μου. Δεν ήξερα τι να πω.

- Σας ευχαριστώ για την πρότασή σας κύριε Γιάννη. Με τιμά ιδιαίτερα. Δε μπορώ να σας απαντήσω άμεσα. Θα πρέπει να το συζητήσω με τη γυναίκα μου πρώτα. Νομίζω πως έτσι είναι το σωστό. Εγώ με την Τζένη φροντίζουμε να τα συζητάμε όλα μεταξύ μας και να παίρνουμε από κοινού αποφάσεις.

- Χαίρομαι που σκέφτεσαι έτσι. Δεν γνωριζόμαστε πολύ κι ίσως η επιφυλακτικότητά μου απέναντί σου να σε έχει προσβάλει. Να ξέρεις, παιδί μου Νίκο, ότι θέλω η κόρη μου να είναι ευτυχισμένη. Θα σας περιμένουμε την Κυριακή για να φάμε όλοι μαζί.

Κάθισε λίγο ακόμα και ύστερα έφυγε. Εγώ κάθισα μετά από αυτό στο σαλόνι σκεπτικός. Από την μια, δεν λέω ωραία η πρόταση, αλλά από την άλλη φοβόμουνα. Ένιωθα ότι θα πήγαινα στο στόμα του λύκου. Ήμουν πολύ περήφανος άνθρωπος. Δε δεχόμουν να με προσβάλει άλλος με οποιοδήποτε τρόπο. Σε καμιά περίπτωση δε θα δεχόμουν να μου φερθούν σαν αφεντικά. Θα έφευγα την άλλη μέρα. Και ήμουν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο θα έβαζε και σε δοκιμασία και τη σχέση μου με τη γυναίκα μου. Προβληματίστηκα πολύ.

Σε λίγο ήρθε η Τζένη. Καθόμουν στο σαλόνι. Όταν μπήκε σηκώθηκα και την υποδέχθηκα με ένα φιλί στο στόμα. Μου χαμογέλασε γλυκά.

- Καλημέρα αγάπη μου, είπε πετώντας την τσάντα της στον καναπέ.

- Καλώς την αγαπούλα μου. Πού ήσουν.

- Μωράκι μου, δεν έκανα άλλο από το να δίνω βιογραφικά. Υπάρχει, επιτέλους, μια καλή περίπτωση να με πάρουν.

Έφτιαξα δύο καφέδες και καθίσαμε στο σαλόνι. Τότε της μίλησα για την ξαφνική επίσκεψη του πατέρα της. Η Τζένη έμεινε άναυδη. Τότε πήρε το τηλέφωνο και του τηλεφώνησε.

- Καλά, του λέει. Θα έρθω αύριο το μεσημέρι να τα πούμε για λίγο και οι δυο μας.

Το βράδυ ήμαστε κι οι δυο προβληματισμένοι και σκεπτικοί. Η Τζένη που τα έλεγε στα ίσια, μου είπε ότι φοβόταν, μήπως η όλη πρόταση είναι καμιά παγίδα να μας χωρίσουν.

- Κοίτα, κορίτσι μου, Εγώ όπως και να έχει, δεν πρόκειται να αλλάξω τα συναισθήματά μου για σένα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που μπορεί κάποιος να μου βάλει λόγια γενικά, πόσο μάλιστα για σένα. Σ’ αγαπώ να το ξέρεις. Πολύ σ’ αγαπώ.

- Και εγώ σ’ αγαπώ Νίκο μου! Να το ξέρεις αυτό. Θα δούμε τι θέλουν… κι αν μυριστώ καμιά παγίδα, θα τους πάρει και θα τους σηκώσει.

Εκείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι. Λες και επρόκειτο να χωριστούμε. Δεν κάναμε έρωτα. Δε μας έβγαινε. Ξημέρωσε. Σηκώθηκα ετοιμάστηκα για τη δουλειά μου. Η Τζένη σηκώθηκε λίγο πριν φύγω, μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα και με κοίταξε στα μάτια.

- Καλή δουλειά αγάπη μου. Σε λατρεύω.

- Γεια σου, Μωρό μου.

Έφυγα για τη δουλειά Η Τζένη είχε κανονίσει με τον πατέρα της να βρεθούνε στο σπίτι του· κι έτσι έγινε. Το απόγευμα γύρισα από τη δουλειά. Με περίμενε. Φάγαμε ένα ωραίο φαγητό που μαγείρεψε η ίδια. Ύστερα καθίσαμε στο σαλόνι.

- Τι έγινε με τον πατέρα σου;

- Κοίτα Νίκο μου, φάνηκε να έχει μετανιώσει για τη στάση του. Μου πρότεινε να δουλέψουμε κι οι δυο στην εταιρία. Εσύ έχεις τα προσόντα να αναλάβεις τη διεύθυνση σε ένα αντίστοιχο νέο κατασκευαστικό τομέα, που θέλει να κάνει ο πατέρας μου. Εξάλλου… και τώρα εκεί που είσαι, σε αντίστοιχο σχετικό τμήμα είσαι. Εγώ θα είμαι στο διοικητικό τμήμα μαζί με την ηλέκτρα. Ε, κι ο Σάκης που είναι λογιστής, ας αναλάβει το λογιστικό κομμάτι. Τι να πω; Ο πατέρας μου είπε ότι θα ήθελε να αποσυρθεί σε λίγα χρόνια. Ε, στα παιδιά του θα τα άφηνε όλα αυτά. Εσύ πώς το βλέπεις;

- Τι να πω; Πέφτω από τα σύννεφα να σου πω. Δεν ξέρω τι να πω. Από τη μια μοιάζουν ορθά και αληθή όλα αυτά. Αλλά ρε κορίτσι μου μέχρι χθες δεν ήθελαν να ακούσουν για μένα, παρ' όλο που τους φέρθηκα πολύ ευγενικά. Και ξαφνικά αυτό; Και δεν μπορώ να πω ότι η μάνα σου ήταν με το μέρος μας, ούτε από την αδερφή σου είχαμε καμιά φανατική υποστήριξη. Πώς έτσι ξαφνικά. Με ξενίζει όλο αυτό. Εσύ τι λες;

- Εγώ λέω την Κυριακή να πάμε να φάμε. Εκεί θα φανούν όλα.

Ήταν Παρασκευή βράδυ. Με τη Τζένη βγήκαμε μια βόλτα. Πήγαμε σε ένα μπαράκι στο Γκάζι με κάτι φίλους. Περάσαμε όμορφα. Το βράδυ μπήκαμε μισοζαλισμένοι μέσα στο σπίτι. Πέσαμε στους καναπέδες. Ύστερα πήγαμε για ύπνο. Η Τζένη είχε πιει περισσότερο από όσο μπορούσε. Έπεσε στο κρεβάτι ξερή.

Το πρωί ξύπνησα νωρίς. Την είδα με το κιλοτάκι να κοιμάται. Είχε πάρει μια στάση που πρόβαλε στο πλάι τον όμορφο κώλο της. Πήγα από πίσω της, έβγαλα τον πούτσο μου και παραμέρισα το κιλοτάκι της. Έτριψα λίγο το πουτσοκέφαλο στα μουνόχειλά της. Υγράνθηκαν. Τον έβαλα και άρχισα να τη γαμάω αργά-αργά. Τον έχωνα όλο με αργές κινήσεις. Η Τζένη πήρε απλά μια στάση που θα με βόλευε καλύτερα. Δεν άργησα να χύσω βαθιά μέσα της. Γύρισε προς το μέρος μου και με φίλησε.

- Τι ευχάριστο ξύπνημα αγοράκι μου! Να μην είχα και πονοκέφαλο…

- Να σου φέρω κάτι μωρό μου;

- Ένα παυσίπονο σε παρακαλώ! Δε μπορώ, πονάει το κεφάλι μου, το ποτό με διέλυσε.

Σηκώθηκα και της έφερα ένα παυσίπονο. Σε λίγο σηκωθήκαμε. Πήγαμε στην κουζίνα να πιούμε καφέ. Εκεί η συζήτηση είχε να κάνει πάλι με την πρόσκληση της Κυριακής. Μας προβλημάτιζε πολύ το θέμα.

Έφτασε η Κυριακή. Ντυθήκαμε και φύγαμε με το αυτοκίνητο. Φτάσαμε. Μας έκαναν μια εγκάρδια υποδοχή που εκπλαγήκαμε, τόσο εγώ, όσο και η Τζένη. Ήταν όλοι εκεί. Και ο Σάκης, ο άντρας της Ηλέκτρας. Αφού φάγαμε ένα πλούσιο γεύμα καθίσαμε στο σαλόνι. Εκεί άκουσα ότι θα ήθελε ο πατέρας της, αλλά και η μάνα της, την οικογένεια και τις κόρες κοντά τους και ενωμένες. Τα επιχειρήματά τους ήταν εύλογα. Μου ζήτησαν συγγνώμη σε κάποια στιγμή για την αρνητική τους στάση για τη σχέση μου με την Τζένη. Το κλίμα μετά από αυτό έφτιαξε. Ο πεθερός μου μού πρότεινε να αναλάβω το τεχνικό κομμάτι της εταιρείας που θα δημιουργούσε και τις μελέτες εγκαταστάσεων που θα αναλάμβανε πιο άμεσα. Στην ουσία επρόκειτο για μια επέκταση της εταιρείας. Το σκεφτόμουν σε μια στιγμή. Η Τζένη καθόταν δίπλα μου. Σκύβει με φιλάει στο μάγουλο. Γυρίζει προς τον πατέρα της.

- Δέχεται, να είναι ο διευθυντής του τεχνικού τμήματος. Εξάλλου πού θα βρεις πιο έμπιστο;

- Δε μου απάντησε ο ίδιος Τζένη μου, είπε ο πατέρας της.

- Ναι, κύριε Γιάννη. Δέχομαι. Και θα δούμε. Αν θα τα καταφέρω, τότε μένω, είπα με μια μετριοπάθεια, αλλιώς θα αποχωρήσω.

- Θα τα καταφέρεις μωρό μου είπε η Τζένη. Εκεί που δουλεύεις κάνεις πιο μεγάλες και δύσκολες μελέτες. Θα τα καταφέρεις. Σκέψου ότι όλοι σε συνεχάρησαν για τα μεγάλα πρότζεκτ που ανέλαβες και έβγαλες σε πολύ σύντομο χρόνο εις πέρας.

Τον πρώτο μήνα στην εταιρία του πεθερού μου ήμουν μαγκωμένος και είχα άγχος. Η Τζένη το καταλάβαινε όλο αυτό. Εγώ από την πλευρά μου πολλές φορές έπαιρνα σχέδια και στο σπίτι. Ο πατέρας της έδειχνε ενθουσιασμένος, τόσο από τις γνώσεις μου όσο και από την εργατικότητα και την αφοσίωση που έδειχνα. Με την δική μου τη συμβολή η εταιρεία άρχισε να παίρνει νέες δουλειές εξ ολοκλήρου. Κάθε βράδυ με τη Τζένη δεν κάναμε άλλο παρά να πεθαίνουμε στο να κάνουμε έρωτα.

- Θα σε ξεζουμίζω τελείως αγαπημένε μου. Δεν θα μείνει άγχος μέσα σου. Ξέρω ότι μ’ αυτό ηρεμείς μωρό μου.

Έτσι πέρασε ένας χρόνος. Η αδερφή μου η Μαρία παντρεύτηκε το Στράτο. Ήταν γιατρός και έπιασε δουλειά στη Θεσσαλονίκη. Η Ζωή μου κυλούσε όμορφα. Πέρασαν άλλα δύο χρόνια στην Εταιρεία του πεθερού μου. Με τη δική μου τη συμβολή η εταιρεία πήρε το πάνω της και φυσικά μεγάλωσε. Όλο το κατασκευαστικό κομμάτι στηριζόταν αποκλειστικά πάνω μου. Είχα αποκτήσει αρκετές γνωριμίες και έμελλε να αναλάβουμε μεγαλύτερα έργα.

Ήταν χειμώνας. Είχαμε μείνει μέσα στο σπίτι. Η Τζένη είχε πάει στο μπάνιο και έκανε πάνω από μισάωρο. Βγήκε μέσα στη φρεσκάδα. Πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι. Ύστερα μπήκα εγώ στο μπάνιο. Βγαίνοντας είδα ότι είχε σβήσει τα φώτα. Η πόρτα του δωματίου ανοιχτή. Ένα πορτατίφ με χαμηλό φωτισμό μόνο. Η Τζένη ήταν γονατισμένη στα τέσσερα και είχε τουρλώσει τον κώλο της. Έτριβε πότε το μουνί της, πότε την κωλοτρυπίδα της. Με το που την είδα ο πούτσος μου δεν έμεινε αδιάφορος. Έσκυψα να τη φιλήσω. Σηκώθηκε με φίλησε στο στόμα.

- Όχι μωρό μου, θέλω να μου σκίσεις το κωλαράκι. Έχουμε μέρες να το κάνουμε και το θέλω πολύ.

Έπεσε πάλι στα τέσσερα και άνοιγε τα κωλομέρια της με τα χέρια της. Της τον έχωσα αργά-αργά. Τον έχωσα μέχρι τέρμα. Βογκούσαμε κι οι δυο από καύλα. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά ο κώλος της προσαρμόστηκε.

- Θα σου τον σκίσω μωράκι μου…

της έλεγα και τη χαστούκιζα πότε πότε στα κωλομέρια. Έβαλε το χέρι της και μαλάκιζε το μουνί της. Έχυσε.

- Αχ! Χύνω αγόρι μου συνέχισε!

Δεν άργησα κι εγώ να φτάσω στο τέλος. Έχυσα μέσα στον κώλο της. Ιδρώσαμε από την ένταση και ξαπλώσαμε ανάσκελα και λαχανιασμένοι. Με φίλησε στο στόμα.

- Σ’ αγαπώ Νίκο μου! Σε λατρεύω!

- Κι εγώ σ’ αγαπώ αγάπη μου! Είσαι η ζωή μου.

Έτσι περνούσε η ζωή μας ευτυχισμένα. Μαζί πηγαίναμε διακοπές και περνούσαμε πολύ ευχάριστα. Είμαστε πολύ αγαπημένοι. Μέσα στην εταιρία τα πράγματα ήταν σχετικά ήσυχα. Ο καθένας είχε το διακριτό του ρόλο. Ο κύριος Γιάννης έδειχνε να καμαρώνει γι’ αυτό, αλλά δεν έπαυε να θέλει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα. Εξάλλου όλη η εταιρεία ήταν δική του.

Ήταν αρχές του καλοκαιριού. Είχαμε κανονίσει να πάμε στην Κρήτη με την Τζένη για πέντε μέρες. Όχι μόνοι μας, αλλά με άλλα δύο ζευγάρια, φίλοι μας. Όλοι από το περιβάλλον της Τζένης. Εγώ δεν τους ήξερα καλά. Ήμουν στο γραφείο. Ήταν την προηγούμενη που θα φεύγαμε για την Κρήτη. Είχαμε ετοιμάσει τα πάντα στο σπίτι. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο πεθερός μου.

- Κοίτα Νίκο, είναι κάτι επείγον. Πρέπει να πας στη Θεσσαλονίκη επειγόντως. Θέλω να δεις κάποιους αντιπροσώπους μας που στείλαμε κάποια εμπορεύματα. Υπάρχει πρόβλημα στην ποιότητα. Μην τους χάσουμε από πελάτες.

- Δν γίνεται κύριε Γιάννη να πάει κάποιος άλλος από το εμπορικό τμήμα; Έχω κανονίσει με τη Τζένη να πάμε στην Κρήτη, στα Χανιά.

- Ε, Βρε Νίκο παιδί μου! Πρέπει. Ποιον άλλον να στείλω; Δεν εμπιστεύομαι κάποιον. Μόλις τελειώσεις, πάρε το αεροπλάνο και πήγαινε στην Κρήτη.

Το είπα στη Τζένη. Έδειξε να θυμώνει τόσο με μένα όσο και με τον πατέρα της.

- Τέλος πάντων, πήγαινε, αλλά μην έρθεις στα Χανιά. Τι θα προλάβεις εξάλλου; Αν σου μείνει, θα σου μείνει μια μέρα μόνο.

- Καλά μωρό μου, θα δω.

Ξημέρωσε Πέμπτη. Η Τζένη με την παρέα αναχώρησαν για τα Χανιά και εγώ για τη Θεσσαλονίκη. Εκεί έμεινα μέχρι την Κυριακή. Τελείωσε η δουλειά των ελέγχων. Την Κυριακή γύρισα στην Αθήνα. Όλες τις μέρες δεν πήγα σε ξενοδοχείο, αλλά στην αδερφή μου τη Μαρία και τον γαμπρό μου. Δε μπορώ να πω… πέρασα όμορφα. Ήμουν με δικούς μου ανθρώπους, που τους είχα επιθυμήσει και τους αγαπούσα. Ένιωσα μια ψυχική χαλάρωση όσο ήμουν μαζί τους. Ένα συναίσθημα που δεν ένιωθα ποτέ όσο ήμουν στην Αθήνα στο περιβάλλον του πεθερού μου. Στο περιβάλλον του πεθερού μου δεν ένιωθα ποτέ τόσο άνετα.

Γύρισα στην Αθήνα. Η Τζένη κι η παρέα της θα επέστρεφαν τη Δευτέρα το βράδυ. Κάθε βράδυ με τη Τζένη μιλούσαμε για λίγο στο τηλέφωνο και ύστερα η ίδια έβγαινε με τα παιδιά έξω. Τη Δευτέρα την περίμενα στο αεροδρόμιο. Πήγα την πήρα. Ήταν μέσα στις χαρές της.

- Πώς πέρασες αγάπη μου;

- Καλά, πολύ καλά. Κρίμα για σένα που δεν ήρθες!

- Και τι να έκανα βρε μωρό μου; Να μην πήγαινα στη Θεσσαλονίκη;

- Εσύ πώς πέρασες;

- Αν εξαιρέσεις τη δουλειά που είχε λίγο τρέξιμο κατά τα άλλα ήρεμα με τα παιδιά.

- Ωραία!

Φτάσαμε σπίτι. Έκανε ένα μπάνιο και καθίσαμε λίγο στο σαλόνι.

- Πάμε μωρό μου να κοιμηθούμε γιατί δεν αντέχω άλλο όρθια.

Πέσαμε στο κρεβάτι. Πήγα να τη χαϊδέψω αλλά μου παραπονέθηκε ότι ήταν κουρασμένη. Την άλλη μέρα ξανά στη δουλειά. Το βράδυ με την Τζένη κάναμε μια φορά έρωτα. Μου παραπονιόταν ότι ένιωθε πολύ κουρασμένη. Κι έτσι αρκεστήκαμε σε λίγα «τυπικά» πράγματα. Η βδομάδα κύλισε με πολλή δουλειά. Εγώ αναλάμβανα συνεχώς καινούριες μελέτες· πράγμα που στην εταιρία θα έφερναν κέρδη και φυσικά θα μεγάλωναν και τα δικά μου έσοδα μια και θα έπαιρνα και ένα μικρό μερίδιο από τα κέρδη.

Ήταν Τετάρτη βράδυ. Ήμαστε με τη Τζένη στο σπίτι. Την έπιασα και άρχισα να την πειράζω. Γελούσαμε. Την πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Την έγδυσα. Έκανα να της γλείψω το μουνί. Δεν ήθελε. Ήθελε μου είπε να τη γαμήσω αμέσως και άγρια το μουνί της. Η επιβλητική και παθιάρικη φωνή της με οδήγησε χωρίς να αντιρρήσεις να το πράξω. Άρχισα να την γαμάω ιεραποστολικά. Σε κάποια στιγμή της σήκωσα κι άλλο τα πόδια. Ήθελα να της τον χώσω στον κώλο. Είχαμε να το κάνουμε μήνες. Πολλές φορές σταματούσαμε για ένα διάστημα να το κάνουμε για να μην έχουμε πρόβλημα υγείας. Κι έτσι η κωλοτρυπίδα της συνερχόταν από το άνοιγμα. Αλλιώς ήταν όταν το κάναμε για μέρες από πίσω κι αλλιώς όταν το ξαναρχίζαμε μετά από κάποιο διάστημα. Έκλεινε. Ήθελε πάλι προκαταρκτικά να ξανανοίξει χωρίς να πονάει. Το σεβόμουν αυτό στη Τζένη γιατί έδειχνε ότι ήξερε τι της γίνεται. Παρόλο που ήταν γυναίκα του πάθους, από την άλλη το έλεγχε.

- Όχι Νίκο μου δεν θέλω. Δεν θέλω. Συνέχισε από το μουνί μου μωρό μου.

- Γιατί μωρό μου. Θα στην περιεργαστώ πρώτα να ανοίξει μια κι έχουμε καιρό να το κάνουμε.

- Όχι μωρό μου! Ξέσκισέ μου το μουνί. Το θέλω πολύ!

Έτσι έγινε συνέχισα και έχυσα μέσα της με μεγάλη ένταση. Έχυσε κι αυτή πριν από μένα. Μείναμε αγκαλιασμένοι. Αποκοιμηθήκαμε γυμνοί. Το πρωί στη δουλειά έφτασε και νέο φιρμάνι. Ξανά στην επαρχία για ελέγχους σε μελέτες που έπρεπε να αλλάξουν. Κάπου τσατίστηκα, με το όλο θέμα. Θα μπορούσε να πάει κι άλλος, αλλά η δικαιολογία ήταν η ίδια, ότι δεν εμπιστεύονται τους άλλους όπως εμένα. Εκείνη τη φορά θα έμενα δέκα μέρες. Νευρίασα γιατί δεν είχα λόγο μέσα στην εταιρία, κανέναν στην ουσία. Το ίδιο βράδυ η Τζένη μου έσκασε το μυστικό. Θα πήγαινε με τις φίλες της, αυτές που πήγαν στην Κρήτη για δυο βδομάδες ταξίδι στη Γαλλία.

- Καλά βρε αγάπη μου, πώς αυτό; Πότε προέκυψε;… τη ρώτησα.

- Ε, άκουσα τον μπαμπά που μιλούσε στο τηλέφωνο μαζί σου για το ταξίδι. Με πήρε η Μαίρη και δέχθηκα. Τι να έκανα εδώ; Μόνη μου;

- Α, έτσι ε; Ας ερχόσουν μαζί μου στην Πάτρα.

- Τι να κάνω μωρέ στην Πάτρα;

- Σωστά… μπροστά στη Γαλλία;

Είπα με ένα ύφος που έδειξε ότι θίχθηκα με όλη την εξέλιξη.

- Έλα βρε Νίκο μου! Μόλις γυρίσω θα ξεκλέψουμε καιρό και θα πάμε κάπου οι δυο μας.

Εκείνο το βράδυ ήμουν μέσα στα νεύρα. Το κατάλαβε. Προσπάθησε να κάνουμε έρωτα.

- Παράτα με βρε Τζένη, δεν έχω καμιά διάθεση, της είπα με νεύρα. Εξάλλου σήμερα έχω όλη τη μέρα ένα τρομερό πονοκέφαλο, είπα προσποιούμενος.

Δεν ξέρω, ίσως το κατάλαβε ότι εκνευρίστηκα. Δεν επέμεινε. Αλλά από την άλλη δεν έδειξε κανένα ίχνος κατανόησης της δικής μου πλευράς. Την ένοιαζε μόνο το ταξίδι στη Γαλλία και με πείραξε πάρα πολύ αυτό. Εγώ έφυγα την Παρασκευή για την Πάτρα. Η Τζένη θα έφευγε για το Παρίσι την Δευτέρα το πρωί. Στην Πάτρα λύθηκε το πρόβλημα σε 3 μέρες. Την Τρίτη ήμουν πίσω. Δεν είχα διάθεση και το έδειχνα ανοιχτά πλέον σε όλους. Σε κάποια φάση μου μίλησε ο πεθερός μου στη δουλειά.

- Τι κάνεις Νίκο μου;

- Καλά, κύριε Γιάννη…

είπα με σοβαρό ύφος και έφυγα παίρνοντας ένα φάκελο μαζί μου, δήθεν για δουλειά, γυρίζοντάς του την πλάτη στην ουσία. Ίσως να πήρε το μήνυμα, αλλά δεν τον ένοιαξε και ιδιαίτερα. Καθόμουν σκεπτικός στο γραφείο μου μέσα στην εταιρία και πολλές φορές δεν μιλούσα σε κανένα. Άρχισα να τα σκέφτομαι όλα όσα μου συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό. Μου φαίνονταν ότι ο πεθερός μου με έβλεπε σαν το τσουτσέκι για όλες τις δουλειές. Δεν ξέρω πώς μου έσκασε ξαφνικά στο μυαλό. Σε μια στιγμή σκέφτηκα ότι όλο το τεχνικό κομμάτι της εταιρείας δεν ήταν παρά ο δικός μου ιδρώτας. Τσατίστηκα. «Δεν μπορεί να με περνάνε για κορόιδο!», σκέφτηκα. Πήρα ένα σκληρό δίσκο και άρχισα να αποθηκεύω τις μελέτες που είχα κάνει για λογαριασμό της εταιρείας σε δικό μου προσωπικό αρχείο. «Δεν ξέρω τι παίζει, αλλά πρέπει να καλύψω τα νώτα μου», έλεγα από μέσα μου. Από διαίσθηση, ένιωθα να γίνονται αλλαγές εις βάρος μου και σίγουρα παίζονται κάποια παιχνίδια. Ενώ στην αρχή η Τζένη ήταν πάντα δίπλα μου και με στήριζε, κυρίως ηθικά, τώρα την ένιωθα κι εκείνη μακριά μου. Φώλιασε μέσα στην καρδιά μου ένα συναίσθημα μοναξιάς, και μάλιστα έντονο. Όλο το περιβάλλον μου φαινόταν ώρες-ώρες ξένο, εχθρικό. Μου ερχόταν πολλές φορές να φύγω, να το βάλω στα πόδια, να πάω όσο μακριά γίνεται να μη βλέπω και να μη με βλέπει κανένας.

Από τις μελέτες άρχισα να αφαιρώ σημαντικά κομμάτια, κλειδιά, και τα είχα μόνο σε προσωπικό αρχείο. Εξάλλου κανείς δεν είχε τις γνώσεις να τις ελέγξει μέσα στην εταιρία. Θα τα φανέρωνα μόνο όταν ήταν να εφαρμοστούν και δε γινόταν αλλιώς. Οι δύο βδομάδες πέρασαν. Η Τζένη γύρισε ο Σάββατο το απόγευμα, αργά. Εκείνη τη φορά δεν πήγα να την πάρω. Η δικαιολογία ήταν ότι με πήρε ο ύπνος. Θύμωσε, αλλά δεν με ένοιαξε καθόλου αυτή τη φορά. Ήμουν αρκετά θυμωμένος και εγώ μαζί της, αλλά προσπαθούσα, όσο γίνεται να το κρύβω, αν και δεν μου έβγαινε ιδιαίτερα. Τη μέρα που επέστρεψε με βρήκε στον καναπέ, να πίνω ένα ουίσκι και να βλέπω τηλεόραση. Ήμουν σίγουρος, ότι κατάλαβε το πόσο πειράχτηκα και παρεξηγήθηκα με την όλη φάση. Είχα μούτρα. Ούτε που τη ρώτησα πώς πέρασε στη Γαλλία.

Η Τζένη προσπαθούσε να με προσεγγίσει στην αρχή μιλώντας μου, για το πώς πέρασε, αλλά το απέφευγα διακριτικά όσο γίνεται. Δεν της έδινα σημασία. Έδειχνα απορροφημένος στην τηλεόραση. Εκείνο το βράδυ σηκώθηκε και έπεσε πριν από μένα για ύπνο. Εγώ άργησα στον καναπέ αρκετά. Πέρασε το Σαββατοκύριακο. Η δουλειά κι υποχρεώσεις πολλές στην εταιρία, αλλά θα μπορούσαν να μείνουν πίσω. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Ο πεθερός μου με έβλεπε και μπροστά μου έδειχνε ότι «καμάρωνε», δεν ήξερα τι έκανε από πίσω μου, μέχρι που το διαπίστωσα με τον πιο οδυνηρό τρόπο.

Μια μέρα ήταν στο αυτοκίνητό του, στο γκαράζ. Εγώ έπρεπε να πάω σε μια δουλειά. Είχε ανοιχτό το παράθυρο. Ήμουν πίσω από μια κολόνα. Τον άκουσα που μιλούσε στο τηλέφωνο.

«Ναι Κοσμά μου, Ο Νίκος μπορεί να είναι καλός επιστήμονας, αλλά μέχρι εκεί. Κουμάντα δεν ξέρει να κάνει. Τι κι αν τελείωσε επιστήμονας, βλάκας είναι, διαχειρίσιμος. Το εμπόριο κι επιχειρήσεις είναι άλλο πράγμα. Η κόρη μου είναι πιο καπάτσα. Το καλό είναι ότι μάλλον τον έχει στο χέρι της. Τον κάνει ό,τι θέλει.»

Ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο και έφυγε με το αμάξι. Θύμωσα τόσο πολύ που έτοιμος ήμουν να τα βροντήξω κάτω την άλλη μέρα και να φύγω. Από εκείνη τη μέρα ήμουν ακόμα πιο ψυχρός και επιφυλακτικός με όλους. Το έπαιζα όμως άνετος σε κάποιες φάσεις για να μην κινήσω υποψίες. Εκείνο που προσπαθούσα όμως, ήταν να έχω καλές σχέσεις με όλους τους πελάτες, ιδιαίτερα τους καινούργιους. Με τη Τζένη, όμως, είχα πια κρυώσει μέσα μου. Μια μέρα γύρισε στο σπίτι πιο νωρίς. Με βρήκε να κάθομαι στο σαλόνι και να ελέγχω κάτι σχέδια.

- Έχεις κάτι μαζί μου; με ρώτησε.

- Όχι, βρε αγάπη μου, πώς σου πέρασε από το μυαλό;

- Σε βλέπω σκεπτικό.

- Δεν έχει να κάνει με σένα μωρό μου, αλλά με τη δουλειά.

- Καλά βρε αγάπη μου, κούλαρε λίγο, τέτοια εργασιομανία;

- Έτσι είμαι μωρό μου εγώ, εργασιομανής…

είπα χαμογελώντας για να κρύψω το θυμό μου. Τις μέρες που μεσολάβησαν από εκείνη τη μέρα που γύρισε από το Παρίσι, δεν κάναμε καθόλου σεξ, με τη δικαιολογία ότι ήμουν πολύ κουρασμένος και είχα πονοκέφαλο.

- Δεν θέλεις να τα παρατήσεις για απόψε;

- Όχι, αγάπη μου. Πρέπει να τα δώσουμε προσφορά αύριο σε πελάτη. Δε γίνεται.

- Θα πάθεις τίποτα…

μου είπε, δείχνοντας μια ανησυχία, που στα μάτια μου πια, άρχισε να φαίνεται ψεύτικη.

- Μην ανησυχείς, δεν παθαίνω τίποτα. Όσο και να φαίνεται περίεργο, ξέρω να φυλάω πολύ καλά τον εαυτό μου. Άλλο τι φαίνεται στους άλλους.

Με κοίταξε κάπως περίεργα μετά από αυτήν την απάντηση που της έδωσα. Πήγε στην κουζίνα έβαλε δυο ποτήρια χυμό και ήρθε στο σαλόνι.

- Ξέρεις, Νίκο μου, με τη Μαίρη κανονίσαμε να πάμε άλλη μια εκδρομή. Στη Ρώμη αυτή τη φορά.

- Να πας μωρό μου κι εδώ να καθίσεις μαζί μου τι θα κάνεις; Έτσι όπως έχω μπλέξει με τη δουλειά. Με ξαφνιάζει, μόνο, το γεγονός, ότι δεν μου είπες τίποτε τις προηγούμενες μέρες. Δεν με πειράζει όμως. Πότε το αποφασίσατε;

- Προχθές! Μου το πρότεινε η Μαίρη και δέχθηκα. Αλήθεια δε σε πειράζει; Κοίτα μωρέ, κοντεύει Αύγουστος και δεν πήγαμε πουθενά μαζί. Αλλά σου υπόσχομαι ότι θα πάμε στις αρχές Αυγούστου, εντάξει;

- Εντάξει…

είπα χαμογελώντας και κρύβοντας το θυμό μου. Η Τζένη έπεσε για ύπνο. Ήρθε η Τρίτη που θα πήγαιναν στη Ρώμη για τρεις μέρες με την Μαίρη παρέα, οι δυο τους υποτίθεται. Ετοιμάστηκε, ήταν μέσα στην τρελή χαρά. Μου είπε ότι θα πήγαινε από τη Μαίρη και μετά με ταξί στο αεροδρόμιο.

- Δεν θέλεις να σας πάω εγώ αγάπη μου; Πού να τραβιέστε με ταξί; Θα πάτε πιο άνετα.

Κοκάλωσε για μια στιγμή. Ξεροκατάπιε.

- Όχι, έχουμε κανονίσει με ταξί, είπε με μια αμηχανία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

- Καλώς, όπως θέλεις, είπα με ένα δήθεν αδιάφορο ύφος.

- Τι ώρα πετάς;

- Στις δώδεκα το μεσημέρι.

Μου έδειξε το εισιτήριο. Κοίταξα την ώρα. Τα μάτια μου, όμως, έπεσαν στον κωδικό της πτήσης.

- Καλώς, να σε χαιρετήσω τότε εγώ από τώρα, γιατί έχω κάποιες δουλειές.

Φιληθήκαμε με ένα γλωσσόφιλο και τη χάιδεψα στο μάγουλο.

- Καλό ταξίδι και καλά να περάσεις!

- Ευχαριστώ, αγάπη μου…

είπε και έφυγα. Με το που μπήκα στο αυτοκίνητο τράβηξα κατ’ ευθείαν για το αεροδρόμιο. Ήθελα να είμαι πριν από εκείνη εκεί. Ήμουν σίγουρος πια, ότι κάτι γινόταν πίσω από την πλάτη μου. «Και στο φινάλε, σκέφτηκα, αν με δει και είναι με τη φίλη της, θα πω ότι ήθελα να της κάνω έκπληξη.» Έφυγα βιαστικός. Ήμουν εκεί, είδα το σημείο που θα έπρεπε να πάνε. Στάθηκα πίσω από μια κολόνα και περίμενα. Σε λίγο φάνηκε τη Τζένη, μόνη της. Στάθηκε στη μέση κάπου μπροστά από τα γκισέ. Κοίταξε τριγύρω. Σε λίγο εμφανίστηκε ένας άντρας καλοντυμένος, την πλησίασε και της έπιασε τρυφερά το χέρι. Τον αναγνώρισα αμέσως. Ήταν ο προϊστάμενος της τράπεζας. Εκείνη κοίταξε ένοχα γύρω της. Ύστερα προχώρησαν στα γκισέ. Σε κάποια στιγμή πιάστηκαν σαν ζευγάρι τρυφερά από το χέρι. Κοίταζε ο ένας τον άλλον μέσα στα μάτια σαν ερωτευμένοι έφηβοι.

Είχε φύγει η γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Είχα σαστίσει. Έβγαλα το κινητό τα τράβηξα μερικές φωτογραφίες. Έφυγα και πήγα στο αμάξι. Έτρεμα από τα νεύρα μου. Έπιασα το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Καθόμουν μέσα στο αυτοκίνητο για πέντε λεπτά να συνέλθω. Ξεκίνησα, δεν ήθελα να πάω στην εταιρεία. Στο δρόμο χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο πεθερός μου. Του το έκλεισα κατάμουτρα. Ξαναπήρε. Το ίδιο. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν.

«Άντε γαμήσου παλιόπουστα και συ, κωλόγερε, μαλάκα!»

είπα μονολογώντας μέσα στα νεύρα. Πήγα σε μια καφετέρια το Γκάζι. Πήρα τηλέφωνο ένα φίλο μου. Ο Χρήστος ήταν κι εκείνος μηχανικός. Ήμαστε φίλοι από το πανεπιστήμιο. Σε κάποιες φάσεις κάναμε και πολύ παρέα. Ήρθε. Με είδε κι αμέσως κατάλαβε ότι κάτι σοβαρό μου συμβαίνει. Με την κουβέντα, του είπα για τα προβλήματά μου τόσο στη δουλειά τόσο και για την Τζένη.

- Θα τα βροντήξω όλα και θα φύγω Χρήστο μου. Δεν αντέχω άλλο αυτήν την κοροϊδία.

- Μην είσαι μαλάκας. Τι ήταν πριν από σένα; Τίποτα. Μια εμπορική εταιρεία όπως κι όλες οι άλλες. Να φύγεις, ΟΚ. Απλά, θα σε αντικαταστήσουν. Δώσ' τους ένα γερό μάθημα πρώτα, να σε θυμούνται για πάντα και μετά φύγε.

- Τι να κάνω δηλαδή;

- Γιατί δεν ανοίγεις ένα δικό σου γραφείο μελετών. Πάρε εσύ τις δουλειές. Με όλους τους πελάτες έχεις άριστες σχέσεις. Η δική σου μούρη μετράει. Στο κάτω κάτω στο κατασκευαστικό κομμάτι εσένα ξέρουν στην ουσία. Κι αν σου κάνουν πείσματα, προμηθεύεσαι ύλες από άλλους. Τους κρεμάς κανονικά κι άσε τους να πάνε να γαμηθούνε, με τον τρόπο που σου φέρθηκαν…

- Τι να πω ρε συ; Δε μου πάει η καρδιά.

- Και σου πάει να σε έχουν για τσουτσέκι, για μαλάκα και κορόιδο; Να σε κερατώνει με τον προϊστάμενο της τράπεζας που παίρνουν τις επιχορηγήσεις; Καλά, πας καλά μωρέ; Εσύ δεν ήσουν τέτοιος άνθρωπος ποτέ, δε δεχόσουν μύγα στο σπαθί σου, τώρα τι έπαθες; Γάμησε τους, ξέσκισέ τους απλά. Αλλά τι να πω… κάνε ό,τι θέλεις. Αυτό είναι δικό σου θέμα, προσωπικό. Εγώ σαν φίλος σου σού είπα τη γνώμη μου. Οι αποφάσεις δικές σου.

Με το Χρήστο αργήσαμε αρκετά. Γύρισα σπίτι. Κάθισα να συνέλθω λίγο. Εκείνη την μέρα δεν πήγα καθόλου από την εταιρεία. Τους έγραψα κανονικά. Σε μια στιγμή μου ήρθε μια ωραία ιδέα· να τους τη χαλάσω. Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα. Πιάνω το κινητό μου.

«Αγάπη μου έρχομαι στη Ρώμη με το επόμενο αεροπλάνο. Σε λίγες ώρες θα είμαι μαζί σου. Θα έρθω να σε βρω στο ξενοδοχείο. Απόψε σου υπόσχομαι ότι θα περάσουμε μια υπέροχη ρομαντική νύχτα, έκπληξη. Μετά θα σε πάρω και θα πάμε όπου θέλεις εσύ. Αν θέλει κι η Μαίρη μπορεί να έρθει κι αυτή μαζί μας. Σε αφήνω τώρα, φεύγω αμέσως για το αεροδρόμιο. Φιλάκια. Θα τα πούμε πια από κοντά. Σ’ αγαπώ πολύ!»

Κι έκλεισα το κινητό. Καθόμουν και σκεφτόμουν τον πανικό τους, το σπάσιμο που τους έκανα. Άνοιξα το κινητό αργά κατά τις ένεκα και μισή. Κανένα μήνυμα.

«Δεν μπορεί, είπα μέσα μου, θα αντιδράσει. Δεν γίνεται». Έφτασε νύχτα. Γύρω στις μία μετά τα μεσάνυχτα δεν είχα κανένα μήνυμα. Στέλνω ένα μήνυμα.

- «Συγγνώμη για την αναστάτωση. Δεν γίνεται να έρθω γιατί κάτι έφαγα και με πείραξε. Μόλις γύρισα από το νοσοκομείο. Είμαι καλύτερα. Μάλλον είχα τροφική δηλητηρίαση. Καλό υπόλοιπο.»

Μετά από ένα τέταρτο παίρνω ένα μήνυμα.

«Δεν πειράζει Νίκο μου επιστρέφω κι εγώ το μεσημέρι. Η Μαίρη κι εκείνη αρρώστησε και επιστρέφουμε. Σιγά μωρέ, τρεις μέρες ήταν και θα ήμαστε μέσα στην ταλαιπωρία. Δεν πειράζει. Θα τα πούμε αύριο».

Κάθισα ικανοποιημένος.

«Τους την έσπασα» σκέφτηκα. Σίγουρα αυτός την έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην τον πετύχω εκεί μαζί της. Κι η Τζένη μετά τη ματαίωση του δήθεν ταξιδιού μου, δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να γυρίσει κι αυτή πίσω. Τι να έκανε μόνη της; Ξημέρωσε η επόμενη. Εγώ πήγα στη δουλειά κανονικά. Το μεσημέρι ξαναβρεθήκαμε με τον Χρήστο. Η ιδέα του άρχισε να μου τριβολίζει το κεφάλι. Φύγαμε και πήγαμε σε ένα φίλο του δικηγόρο που θα με βοηθούσε με όλο αυτό και θα αναλάμβανε όλες τις διατυπώσεις. Γύρισα αργά το βράδυ. Η Τζένη με περίμενε σπίτι.

- Καλησπέρα αγάπη μου… είπα με ένα ψεύτικο ενθουσιασμό και τη φίλησα στο μάγουλο.

- Καλησπέρα αγάπη μου… και με φίλησε κι εκείνη.

Ήταν όμως μαγκωμένη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Έβλεπα μια ενοχή στο βλέμμα της. Την ήξερα καλά. Το έβλεπα. Δε μπορούσε να με ξεγελάσει. Μου είπε ότι πονάει τρομερά το κεφάλι της. Πήρε ένα παυσίπονο και ξάπλωσε στον καναπέ. Ίσως να έλεγε και αλήθεια. Την πήρε ο ύπνος. Πήρα ένα σκέπασμα και τη σκέπασα. Ξάπλωσα στον άλλο καναπέ. Έτσι και ξημερώσαμε.

Ξύπνησα πρώτος. Έφτιαξα δυο καφέδες και πετάχτηκα και πήρα κρουασάν από το φούρνο της γειτονιάς. Ξύπνησε από τη μυρωδιά του καφέ.

- Καλημέρα μωρό μου… της είπα και τη φίλησα στα χείλη.

- Καλημέρα, μου είπε με ένα χαμόγελο.

- Πώς είναι σήμερα το μωράκι μου;… και τη χάιδεψα τρυφερά στο μάγουλο.

- Καλά είμαι. Μου έχεις πρωινό;

- Ναι, αγάπη μου, και τη φίλησα ξανά στο μάγουλο.

Καθίσαμε δίπλα-δίπλα στον καναπέ. Άρχισε να μου λέει για το «πόσο χάρηκε» όταν άκουσε ότι θα πήγαινα και πόσο ταλαιπωρήθηκαν κι εκείνη και η Μαίρη μέχρι να γυρίσουν. Εγώ πάλι είπα τα δικά μου ψέματα. Ύστερα φύγαμε για τη δουλειά. Σε κάποια στιγμή με πήρε ο δικηγόρος. Πήγα από εκεί να τακτοποιήσω το θέμα του γραφείου. Σε μία βδομάδα το γραφείο θα ήταν ήδη έτοιμο με όλες τις διατυπώσεις. Πλέον μπορούσα να αναλαμβάνω εγώ τα έργα. Ο Χρήστος με βοήθησε πολύ με όλα. Οι μέρες περνούσαν και το πρώτο έργο το υπέγραψα πίσω από την πλάτη τους. Μετά από λίγες μέρες ανέλαβα και το δεύτερο συνεταιρικά με το Χρήστο αυτή τη φορά. Μπήκε ο Αύγουστος. Έβαλα έναν ντετέκτιβ να παρακολουθεί στενά τη Τζένη. Ήθελα τεκμήρια, ήθελα να ξέρω τις κινήσεις της. Εγώ από την άλλη δούλευα πυρετωδώς. Το σεξ με την Τζένη είχε πια τυπικό χαρακτήρα αραιά και που και φυσικά δεν το επιδίωκα καθόλου· μπορώ να πω ότι το απέφευγα όσο μπορούσα. Το ίδιο κι εκείνη, δεν είχε τη φλογερή επιθυμία, όπως παλιά να κάνουμε έρωτα. Πλέον όμως είχα κουραστεί κι αποφάσισα να μην πιέζω καταστάσεις. Εξάλλου δεν είχε νόημα. Μέσα μου, από την άλλη, ένιωθα μερικές φορές ότι την ποθούσα. Την ήθελα ώρες-ώρες. Μάλιστα ένα βράδυ που μόλις κάναμε έρωτα, σκέφτηκα να της μιλήσω. Δεν ξέρω τι είχα πάθει. Ήταν σαν να τα ξέχασα όλα. Ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, μπας και φτιάξουν. Με έπιασε μια ευαισθησία. Ύστερα ήρθα πάλι στον εαυτό μου. Προσγειώθηκα στην πραγματικότητα. Από τη μια βασανιζόμουν, αλλά από την άλλη δε με άφηνε η υπερηφάνεια μου. Μέσα μου με έτρωγαν διάφορα ερωτήματα.

«Γιατί;»… έλεγα. «Τι στον πούστη έφταιξε;». «Έκανα εγώ λάθη, πού;»

Ήταν 8 Αυγούστου. Εγώ πνιγμένος στη δουλειά. Έπρεπε να είμαι έτοιμος για το μεγάλο μπαμ που ετοίμαζα. Άνοιξε η πόρτα το γραφείου μου. Ήταν η Τζένη μου. Μέσα στις χαρές και τις γλύκες.

- Αγάπη μου, σκέφτηκες να πάμε κάπου να ξεκουραστούμε τώρα τον Αύγουστο;

- Όχι, μωρό μου της είπα. Εσύ έχεις καμιά ιδέα; Το μόνο που θέλω είναι να πάμε κάπου οι δυο μας, να ηρεμήσουμε.

- Σύμφωνοι, θα δω, θα το κανονίσω εγώ.

Τη φίλησα στο στόμα.

- Είμαι σίγουρος ότι θα διαλέξεις κάτι καλό.

- Βασίσου επάνω μου, λέει και με φίλησε.

Βγήκε από το γραφείο. Σε μισή ώρα μπήκε πάλι.

- Αγάπη μου τι λες για τη Ρόδο. Το κανόνισα ήδη. Δέκα ολόκληρες μέρες μαζί στη Ρόδο. Φεύγουμε στις 12 του μήνα. Τι λες;

- Σύμφωνοι μωρό μου. Θα περάσουμε όμορφα.

- Κοίτα όμως, θέλω μια χάρη, με αφήνεις να πάω με τη Μαίρη μέχρι τη Μύκονο για δύο μέρες;

- Να πας, μωρό μου, να πας. Μόνο θέλω μια χάρη. Επειδή δεν είμαι της τελευταίας στιγμής, θα σε παρακαλούσα πριν φύγεις να ετοιμάσεις τα πράγματά μας.

- Μην σε στενοχωρεί αυτό. Μόλις γυρίσω θα στα ετοιμάσω όλα μέσα σε δύο ώρες.

- Φτάνει να το αναλάβεις εσύ.

- ΟΚ. Με φίλησε και βγήκε χαρούμενη από το γραφείο.

«Δεν πειράζει», σκέφτηκα. «Τώρα θα γίνουν όλα όπως πρέπει.» «Πουτάνα!», σκέφτηκα, «με δέκα μέρες στη Ρόδο, στάχτη στα μάτια, και με το γκόμενο έκανες κοντά στο μήνα διακοπές, παλιοκαριόλα, Θα σας δείξω εγώ, όλους σας, θα το φυσάτε και δεν θα κρυώνει!»

Η Τζένη προφανώς να κατάλαβε την ενόχλησή μου από την συμπεριφορά της. Κι ίσως γι’ αυτό μου ζήτησε αυτήν τη φορά την άδεια για η Μύκονο. Ήθελε τη συγκατάθεσή μου κατά κάποιο τρόπο. Την άλλη μέρα η Τζένη έφυγε. Ο ντετέκτιβ ενημερώθηκε κι ανέλαβε υπηρεσία. Θα έπαιρνα τα τεκμήρια ηλεκτρονικά.

Το βράδυ όταν τελείωσα από τη δουλειά πήγα στο σπίτι. Κάθισα στο σαλόνι. Με έπιασε μια στενοχώρια. Άρχισα να σκέφτομαι τη ζωή μου. Αναπολούσα τις μέρες που ήμαστε καλά με τη Τζένη. Όσο κι αν το παίδευα, δεν μπορούσα να εξηγήσω τίποτα. «Γιατί;» αναρωτήθηκα μέσα μου. «Τι έφταιξα; Τι λάθος έκανα γαμώ το μου; Γιατί σε μένα; Εγώ ήμουν πιστός απέναντί της, εργατικός όσο κανένας εκεί μέσα. Γιατί γαμώ το θεό μου, γιατί;». Έκανα βόλτες πέρα δώθε. Το σπίτι δε με χωρούσε. Άρχισα να σκέφτομαι τη ζωή μου. Ύστερα σκεφτόμουν και την Άννα. Τον άγγελό μου, όπως την έλεγα όταν ήμαστε μαζί. Τον αθώο αυτό έρωτα, που τέλειωσε τόσο άδοξα.

Κάθισα για λίγο στην καρέκλα του γραφείου μου. Δε μπορούσα πάλι. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Σηκώθηκα και έκοβα βόλτες πέρα δώθε. Δάκρυσα σε μια στιγμή. Πήγα πάλι στο γραφείο μου. Άνοιξα τυχαία με το πόδι μου ένα ντουλάπι κάτω από την βιβλιοθήκη. Είδα το παλιό μου laptop. Το πήρα. Κάθισα στο γραφείο. Το άνοιξα. Στην αρχή χάζευα κάτι παλιές φωτογραφίες που είχα με την Άννα. Αναστέναξα, ένιωθα ένα μεγάλο βάρος μέσα μου. Μπήκα στα μηνύματα του παλιού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Άρχισα και τα διάβαζα. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Θυμήθηκα τη μικρή μου Αννούλα. Άρχισα να διαβάζω τα μηνύματά της. Ξαφνικά ζωντάνεψαν αναμνήσεις μέσα στο μυαλό μου. Ξαφνικά διαπίστωσα ότι υπήρχαν και μηνύματα που ποτέ δε διάβασα. Κι εκεί ήταν που έπαθα. Όλα, μετά από εκείνο το δικό μου μήνυμα, που της ζήτησα να χωρίσουμε. Σε όλα μου ζητούσε συγγνώμη. Μου εξηγούσε ότι η φωτογραφία δεν έλεγε την αλήθεια. Ότι, με το νεαρό δεν είχε τίποτα. Ότι, μετά το σκηνικό τον χαστούκισε. Με παρακαλούσε, με εκλιπαρούσε να της απαντήσω. Αισθάνθηκα ότι τότε ήμουν ένας ηλίθιος ξεροκέφαλος. Σηκώθηκα και κόντευα να τρελαθώ.

«Αν ήμουν λίγο πιο λογικός δεν θα την έχανα», έλεγα από μέσα μου.

Το βράδυ εκείνο είχα τρελαθεί. Δεν κοιμήθηκα καθόλου. Σκεφτόμουν την Άννα, το πόσο άδικα χάλασα τη σχέση μου μαζί της. Σε ένα άλλο μήνυμα μου έλεγε ότι έρχεται στην Ελλάδα να με βρει και να μου εξηγήσει από κοντά. Αυτό ήταν φυσικά πριν τρία χρόνια. Πλέον δε σκεφτόμουν τη Τζένη. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκα, ότι αυτό που παθαίνω από την Τζένη, δεν είναι παρά, «η τιμωρία μου». Με βρήκε το πρωί άυπνο. Οι σκέψεις μου ήταν στην Άννα και μόνο στην Άννα πια. Έπρεπε να πάω στη δουλειά. Κάθισα και σκέφτηκα. Με την Άννα αγαπιόμαστε από μικρά. Θυμήθηκα όταν ήμαστε στον Άγιο Ιωάννη, μια παραλία του Πηλίου, με τους γονείς μας. Εκεί, ένα βράδυ είπαμε το πρώτο σ’ αγαπώ. Εκεί δώσαμε το πρώτο μας αθώο φιλί. Όλα στριφογύριζαν στο κεφάλι μου. Κόντευε να μου στρίψει. Σηκώθηκα και πήγα στη δουλειά. Άνοιξα το laptop. Τσέκαρα τα μηνύματα. Ο ντεντέκτιβ μου έστειλε τις πρώτες φωτογραφίες. Η Τζένη ήταν με τον ίδιο άνθρωπο που τους είδα στο αεροδρόμιο. Τώρα φυσικά σε πιο τρυφερές φάσεις, μέσα στα φιλιά και στις αγκαλιές στην παραλία και σ' ένα γνωστό παραλιακό μπαρ.. Έδωσα οδηγία στον άνθρωπο που τους παρακολουθούσε να πάρει λίγο υλικό ακόμα και να μου το στείλει. Έκλεισα το λάπτοπ. Σε μια στιγμή ήρθε ο πεθερός μου μέσα στο γραφείο.

- Τι κάνεις Νίκο παιδί μου, πώς είσαι;

- Καλά είμαι, εσείς κύριε Γιάννη; Πώς είστε;

- Καλά είμαι. Με τις μελέτες πώς πάμε;

- Είμαστε σε καλό δρόμο κύριε Γιάννη. Από το Σεπτέμβριο θα δρομολογηθούν όλα.

- Πολύ ωραία. Σε αφήνω τώρα, γιατί πρέπει να βγω λίγο. Θα συναντήσω κάποιους φίλους μου να πιούμε κανένα κρασάκι και να τα πούμε.

- Καλά θα κάνετε, δεν είναι κακή ιδέα. Χρειάζονται κι αυτά πότε-πότε.

- Ε, σε χαιρετώ λοιπόν.

- Γεια σας!

Έφυγε. Σε μια στιγμή σκέφτηκα:
«Φύγε και συ, αρχίδι, σαν την κόρη σου. Έχετε το μαλάκα να σας φέρνει τον παρά. Από τότε που πάτησα το πόδι μου εδώ, σηκώσατε κεφάλι, αλλά θα σας το κατεβάσω εγώ στα ξαφνικά, μια και καλή. Πλησίασε η ώρα.»

Πήρα τα πράγματά μου και έφυγα. Βγήκα στο αμάξι. Πήγα σπίτι. Σε μια βαλίτσα πήρα κάποια ρούχα μου. Κάθισα στο σαλόνι. Από την αϋπνία της προηγούμενης νύχτας με πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα μετά από τρεις ώρες. Το σπίτι δεν με χωρούσε πια. Πήρα τη βαλίτσα μου κι έφυγα. Στο πρώτο βενζινάδικο γέμισα το ρεζερβουάρ και βγήκα στην Εθνική. Δεν ήξερα στην αρχή πού πάω. Σκεφτόμουν ότι η γυναίκα μου καλοπερνάει με το γκόμενο στη Μύκονο και εγώ έπρεπε να τρέχω εδώ σαν τον μαλάκα. Κι ύστερα να έρθει και για να μου κλείσει το στόμα, έπρεπε να με πάει στη Ρόδο για δέκα μέρες.

«Ε, αυτό πάει πολύ, παλιοπουτάνα!», σκέφτηκα.

Μετά από δύο ώρες έφτασα έξω από τη Λαμία. Συνέχισα για το Βόλο. Στο μυαλό μου σκεπτόμουν την Άννα. Μια πίκρα πλημύριζε την ψυχή μου. Έφτασα στην πόλη του Βόλου. Πήγα σε ένα ταβερνάκι και έφαγα. Ύστερα δίχως πολύ σκέψη μπήκα στο αμάξι. Τράβηξα για τον Άγιο Ιωάννη. Εκεί που πηγαίναμε παλιά διακοπές με τους δικούς μου. Έφτασα μετά από δύο ώρες. Βρήκα ένα δίκλινο δωμάτιο σε ένα παραλιακό ξενοδοχείο. Κι αυτό από τύχη. Μόλις τακτοποίησα τα πράγματά μου και έκανα ένα μπάνιο, βγήκα για μια βόλτα στην παραλία. Περπατούσα μόνος μου προσπαθώντας να θυμηθώ. Μέσα μου οι παιδικές αναμνήσεις μου έφερναν μια βαθιά μελαγχολία. Περπάτησα κατά μήκος της παραλίας. Στον δρόμο κοντά στην παραλία ήταν παγκάκια. Προχώρησα. Έφτασα στο τέλος του δρόμου, σε ένα παλιό παγκάκι που καθόμουν με την Άννα, όταν φιληθήκαμε την πρώτη φορά. Καθόταν ένα ζευγάρι. Σε λίγο έφυγαν. Κάθισα μόνος μου. Βυθίστηκα στις αναμνήσεις μου. Τα μάτια μου δάκρυσαν. Αφέθηκα μέσα στις σκέψεις μου. Δεν ήμουν εκεί, στο τώρα, αλλά μέσα στο παρελθόν. Η ώρα είχε πάει τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Η παραλία είχε αδειάσει.

Σηκώθηκα και γύρισα στο ξενοδοχείο. Κοίταξα το κινητό μου. Υπήρχε μια κλήση από τη Τζένη. Δεν έδωσα σημασία. Έκλεισα το κινητό μου. Ύστερα στο δωμάτιο καθόμουν και σκεφτόμουν. Με πήρε ο ύπνος τα χαράματα.

Το πρωί της άλλης μέρας, κατά τις δέκα, ξύπνησα. Άνοιξα το κινητό μου. Είχε γύρω στις 30 κλήσεις από την Τζένη και καμιά δεκαριά από τον πεθερό μου. Σε ένα μήνυμα η Τζένη έγραφε: «Δε θα είχα πάει με τη Μαίρη, αν ήξερα ότι θα θύμωνες. Γράψε μου βρε αγάπη μου μόνο ότι είσαι καλά». Είχε πάρει το μήνυμά της. Κατάλαβα ότι όλοι τους είχαν τρελαθεί. Έκλεισα το κινητό μου και το έβαλα στη βαλίτσα. Ύστερα βγήκα για καφέ. Έπρεπε να ηρεμήσω και να σχεδιάσω την επιστροφή μου. Κάθισα στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Σε μια στιγμή ακούω τον ρεσεψιονίστ να λέει.

- Good morning Mrs Anna

- Καλημέρα. Κι Ελληνικά παρακαλώ. Είμαι Ελληνίδα, παρόλο που το διαβατήριο λέει άλλα.

- Με συγχωρείτε κυρία. Θα περάστε στην τραπεζαρία για τον καφέ σας;

- Ευχαριστώ πολύ.

Και γύρισε προς το μέρος μου. Κι εκεί ήταν που μείναμε άναυδοι κι εκείνη κι εγώ. Σηκώθηκα όρθιος, τα είχα χάσει, όπως κι εκείνη. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον σιωπηλοί. Μου ερχόταν να την αγκαλιάσω. Όμορφη, σαν ένας άγγελος. Την πλησίασα.

- Άννα, εσύ;

- Νίκο, απάντησε με μια φωνή που μόλις έβγαινε από το στόμα της.

- Εσύ εδώ; Τη ρώτησα μέσα στην έκπληξή μου.

- Ναι! Εσύ πώς;

- Ήρθα εδώ, μόνος μου… να θυμηθώ τα παλιά. Πάμε να καθίσουμε; Είσαι μόνη σου; Έχεις παρέα;

- Μόνη μου είμαι. Ας καθίσουμε.

Η Άννα τα τελευταία χρόνια ξέκλεβε χρόνο κι ερχόταν πάντα μόνη της εδώ.

- Εσύ, Νίκο, έρχεσαι συχνά εδώ;

- Όχι, πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ένιωσα μεγάλη ανάγκη να έρθω.

- Δεν πάμε καμιά βόλτα;

- Ναι, της απάντησα.

Φύγαμε στην παραλία. Εκείνη φορούσε ένα κοντό σορτς κι από πάνω μια καλοκαιρινή φαρδιά μακό μπλούζα. Τα μαλλιά της μέχρι την πλάτη και τα καταγάλανα μάτια της σαγήνευαν κάθε άντρα που θα την συναντούσε. Νιώθαμε κι δυο μια αμηχανία. Δε μιλούσαμε στην αρχή. Πήραμε τον πεζόδρομο που μας έβγαλε στην παραλία. Ακολουθήσαμε στο πεζοδρόμιο κοντά στην παραλία. Για αρκετό διάστημα δε μιλούσαμε. Ήμαστε σκεπτικοί.

- Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, της είπα. Ήμουν άδικος. Το ξέρω φέρθηκα ανόητα. Συγγνώμη που σε πλήγωσα.

- Μην ζητάς συγγνώμη βρε Νίκο. Τι νόημα έχει; είπε με πίκρα που δεν μπορούσε κι εκείνη να κρύψει.

- Έχει Άννα μου! έχει. Την μέρα που σου έστειλα τη φωτογραφία έκλεισα το κομπιούτερ και τη θυρίδα. Κι έτσι δεν είδα πια κανένα μήνυμά σου από τότε και μετά. Συγγνώμη για τη στενοκεφαλιά μου. Όταν ο Πάνος μου έδειξε τη φωτογραφία, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Τον πρώτο καιρό έπεσα σε κατάθλιψη, διαλύθηκα. Κόντευα να καταρρεύσω εντελώς.

- Να ξέρεις, κύριε, ότι εγώ ήθελα να έρθω στην Ελλάδα. Ήθελα να σε βρω να σου εξηγήσω, αλλά δεν με άφησαν οι δικοί μου.

Και στο σημείο αυτό δάκρυσε.

- Ύστερα πέρασε ο καιρός. Γράφτηκα στο πανεπιστήμιο. Οι υποχρεώσεις και το τρέξιμο πολύ. Ποτέ όμως δε σε ξέχασα. Εσύ τι έκανες;

- Με ποιο πράγμα;

- Τέλειωσες τη σχολή, παντρεύτηκες, έκανες οικογένεια;

- Ναι, τελείωσα, παντρεύτηκα, αλλά ατύχησα. Είμαι στα χωρίσματα.

- Κι εγώ είμαι σε διάσταση εδώ και τρεις μήνες. Παντρεύτηκα με το γιο κάποιου γνωστού από το πανεπιστήμιο που διδάσκει ο πατέρας μου. Τώρα χωρίζουμε. Δεν μπορούσε να πάει άλλο το πράμα. Δεν είμαστε ούτε ένα χρόνο παντρεμένοι. Δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ μας. Εξάλλου δεν τον αγαπούσα. Εγώ… κι εδώ χαμήλωσε το βλέμμα της, μόνο μια φορά αγάπησα κι έναν και μοναδικό άνθρωπο… εσένα.

Σε μια στιγμή σιωπήσαμε. Νιώσαμε ότι οι λέξεις περισσεύουν. Της έπιασα τρυφερά το χέρι. Με την Άννα περπατήσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι μαζί μέχρι το παγκάκι στο τέλος του πεζόδρομου. Καθίσαμε και κοιτούσαμε τη θάλασσα.

- Θυμάσαι; Τη ρώτησα.

- Θυμάμαι, ποτέ δεν ξέχασα! Όλα αυτά τα χρόνια ζούσα μέσα στις αναμνήσεις μου· αναμνήσεις που είχαν να κάνουν μόνο με σένα.

Τα μάτια της δάκρυσαν, όπως και τα δικά μου.

- Βρήκα τα παλιά μηνύματα προχθές. Έπεσε ο ουρανός και με πλάκωσε. Χθες πήρα το αμάξι και βγήκα στην Εθνική χωρίς να ξέρω που πάω. Στο μυαλό μου ήταν μόνο η αγγελική σου μορφή. Όλα τα άλλα δεν είχαν σημασία. Έφτασα εδώ. Το βράδυ χθες, κατά τις 12, βγήκα και κάθισα εδώ στο ίδιο μέρος, μέχρι τις τρεις. Θυμόμουν κι έκλαιγα. Βυθίστηκα σε μια θάλασσα από αναμνήσεις, είπα συγκινημένος με βουρκωμένα μάτια.

Κοιταχτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε. Κλαίγαμε κι οι δυο.

- Δεν έπαψα να σ’ αγαπώ Νίκο μου! Έρωτά μου!

- Κι εγώ, έπρεπε να συμβούν όλα όσα συνέβησαν, για να ανακαλύψω, ο βλάκας, πόσο μεγάλη αγάπη ένιωθα για σένα όλα αυτά τα χρόνια που σε είχα χάσει.

Μείναμε αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα. Ύστερα σηκωθήκαμε και πήγαμε σε ένα παραλιακό εστιατόριο. Φάγαμε. Όλη την ώρα κοιτούσε ο ένας τον άλλον βαθιά μέσα στα μάτια. Είχε πάει απόγευμα. Ύστερα καθίσαμε σε μια παραλιακή καφετέρια. Συζητούσαμε. Έπρεπε να θυμηθούμε. Μέσα μας ζωντάνεψε ένας έρωτας, μια πραγματική αγάπη. Το βραδάκι πήγαμε πάλι στο ίδιο μέρος. Θέλαμε κι δυο να θυμηθούμε όλες τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί. Καθόμαστε στο παγκάκι και σκαλίζαμε τις αναμνήσεις μας. Κοιταχτήκαμε και φιληθήκαμε με ένα τρυφερό φιλί στο στόμα. Πήγε αργά το βράδυ. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Δεν είπαμε τίποτα. Πήγαμε στο δωμάτιό μου. Με το που μπήκαμε μέσα αρχίσαμε να φιλιόμαστε με πάθος. Δε μιλούσαμε, παρά μόνο προσπαθούσε ο ένας να πιει την κάθε σταγόνα πάθους από τον άλλον. Γδυθήκαμε. Τα όμορφά της στήθη ήταν μια απόλαυση. Άρχισα να της τα πιπιλάω όπως παλιά. Αναστέναζε.

Κατέβηκα προς την κοιλιά της. τη φιλούσα παντού. Την ήθελα ολόκληρη. Αφέθηκε στα φιλιά μου. Ύστερα ανέβηκα ξανά και άρχισα να τη φιλάω στο στόμα. Της έπιασα το προσωπάκι της τρυφερά στα χέρια μου. Την κοίταξα βαθιά στα μάτια.

- Σ’ αγαπώ! Σε λατρεύω! Μικρή μου! έτσι την προσφωνούσα και παλιά.

- Και εγώ σε λατρεύω, Νίκο μου.

Της άνοιξα τα πόδια. Μπήκα μέσα της. Αναστέναζε. Άρχισα να την γαμάω. Η ίδια τύλιξε τα πόδια της γύρω μου. Έφτασε σε οργασμό χώνοντας τα νύχια στην πλάτη μου. Έχυσα κι εγώ μέσα της. Κοιταχτήκαμε, φιληθήκαμε και είπαμε ένα «Σ’ αγαπώ» ταυτόχρονα. Ξάπλωσα αποκαμωμένος. Κούρνιασε δίπλα μου βάζοντας το χέρι μου για μαξιλάρι. Όλο το βράδυ κάναμε έρωτα. Δεν χόρταινε ο ένας τον άλλον. Μας βρήκε το ξημέρωμα να κάνουμε έρωτα. Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε μέσα στις γλύκες και τα φιλιά.

- Πότε πρέπει να γυρίσεις πίσω; με ρώτησε κάποια στιγμή.

- Κατά τις 25 του μήνα, αλλά δεν είναι απαραίτητο· έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα...

- Εσύ;

- Τέλος του μήνα.

- Ε, τότε κι εγώ, τότε, μαζί σου, καρδούλα μου.

- Δεν θα υπάρξει πρόβλημα;

- Όχι! Από ποιον; Δεν πάνε στο διάολο όλοι τους! Πρόβλημα υπήρξε τόσον καιρό που σε είχα χάσει μικρή μου· απλά, δεν το έβλεπα. Τώρα τα πράγματα είναι και θα γίνουν ακόμα διαφορετικά και φυσικά, καλύτερα για μας τους δυο. Τώρα δε θέλω να σε χάσω ξανά και δε θα σε χάσω.

Κατεβήκαμε στην παραλία να πάρουμε το πρωινό μας. Εκεί, της εξήγησα όλα όσα είχαν συμβεί ανάμεσα σε μένα και τη Τζένη και όλα όσα είχα σκοπό να κάνω. Η ίδια μου είπε ότι ήταν σε διάσταση με τον άντρα της και ότι θα έβγαινε το διαζύγιο αρχές του Σεπτέμβρη. Έπρεπε όμως να ξεκαθαρίσει κάποιες εκκρεμότητες με τον άντρα της και τους δικούς της. Κι αυτό θα έπαιρνε δύο τρεις μήνες. Εγώ, από την πλευρά μου, είχα πάρα πολλά να κάνω όταν θα γύριζα στην Αθήνα.

Αργότερα πήγαμε για μπάνιο. Στο ίδιο μέρος που πηγαίναμε μικρά. Μας άρεσε να σκαλίζουμε τις αναμνήσεις. Η Άννα ανέβαινε, θυμάμαι, σε ένα βράχο και της άρεσε να βουτάει. Ξαφνικά όπως ήμαστε ξαπλωμένοι στην άμμο κάτω από μια ομπρέλα, σηκώνεται και τρέχει, όπως παλιά. Σκαρφαλώνει στο βράχο με απίστευτη ταχύτητα. Και βουτάει. Εγώ πήγα από γύρω κολυμπώντας. Πάντα φοβόμουν τις βουτιές.

- Φοβητσιάρη, φοβητσιάρη, άρχισε να φωνάζει κοροϊδεύοντάς με όπως παλιά.

Την πλησίασα και της βούτηξα το κεφάλι στο νερό. Αρχίσαμε τα παιχνίδια, όπως τότε που ήμαστε μικρά. Σε μια στιγμή την κοίταξα, την πλησίασα και τη φίλησα, όπως παλιά. Πεταχτά στο μάγουλο στην αρχή. Ύστερα δώσαμε ένα γλωσσόφιλο σύντομο, όπως παλιά. Βγήκαμε και καθίσαμε να στεγνώσουμε. Πήγαμε στο δωμάτιό μου. Ξαπλώσαμε κουρασμένοι. Άνοιξε κι εκείνη το κινητό της. Είδε κάποια μηνύματα από τον άντρα της, που της έλεγε να μην αμελήσει κάτι χαρτιά. Ανυπομονούσε κι εκείνος για την ελευθερία του.

Άνοιξα τη βαλίτσα. Άνοιξα το κινητό μου. Είδα πάλι ένα σωρό κλήσεις από τη Τζένη. Προφανώς είχε σκυλιάσει. Είδα ένα και μοναδικό νέο μήνυμα.

- «Μα πού είσαι επιτέλους;»

Και τότε της απάντησα στο μήνυμα με ένα δικό μου μονολεκτικό.

- «Διακοπές»

Ύστερα έκλεισα το τηλέφωνο ξανά κι υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το ανοίξω όταν έφτανα στην Αθήνα.

- Μικρή μου αγάπη, δεν θέλω να σε ξαναχάσω τώρα που σε βρήκα.

- Ούτε κι εγώ, Νίκο μου!

- Πρέπει να τακτοποιήσει ο καθένας τις εκκρεμότητες που έχουμε. Μετά θα ζήσουμε μαζί· όπου θέλεις.

- Εδώ θα ζήσουμε, μωρό μου, εδώ.

- Θέλω να συναντηθούμε στην πόλη μας. Κάτω από το δέντρο τι λες; Εκεί που δίναμε ραντεβού κάθε μέρα στις γιορτές των Χριστουγέννων.

- Σύμφωνοι! Και με φίλησε πεταχτά στο στόμα.

Την αγκάλιασα και άρχισα να τη γδύνω. Αφέθηκε στα χάδια και τα φιλιά μου. Γδύθηκα κι εγώ. Άρχισε να με χαϊδεύει τον πούτσο μου. Κατέβηκα προς τα κάτω. Έφτασα στην κλειτορίδα της και άρχισα να της την φιλάω τρυφερά. Ύστερα έχωσα τη γλώσσα μου ανάμεσα στα μουνόχειλά της. Άρχισα το πάνω κάτω στα μουνόχειλά της. Είχε εκστασιαστεί. Όσο εγώ περιποιούμουν τον μουνάκι της εκείνη με χάιδευε τα μαλλιά και πίεζε το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια της. Δεν άργησε να φτάσει σε οργασμό που οδήγησε το σώμα της σε σπασμούς. Ξάπλωσα δίπλα της και άρχισα να τη φιλάω στο στόμα.

- Σ’ αγαπώ Νίκο μου, έλεγε και με φιλούσε ασταμάτητα.

Με έσπρωξε ανάσκελα κατέβηκε και πήρε τον πούτσο μου στο στόμα της. Στην αρχή μόνο το κεφάλι αργότερα τον έπαιρνε πιο βαθιά. Με το χέρι τον έπαιζε οδηγώντας με στους εφτά ουρανούς. Με καβάλησε. Άρχισε να κουνιέται πίσω μπρος έχοντάς στον βαθιά στο μουνί της. Σε λίγο ήρθε η κορύφωση και για τους δυο. Χύσαμε ταυτόχρονα. Έχυσα μέσα της. Τα κορμιά μας ριγούσαν στα κύματα του οργασμού που φτάσαμε κι δυο. Μείναμε αγκαλιασμένοι για πολύ. Δεν μιλούσαμε. Απολάμβανε ο ένας την αγκαλιά του άλλου. Σε λίγο πήγα στο μπάνιο. Βγήκα κι ακολούθησε η ίδια. Ξαπλώσαμε. Μας πήρε ύπνος αγκαλιασμένους. Έτσι περάσαμε όλες τις μέρες, μέσα στις γλύκες, στα φιλιά, στις αγκαλιές, στον έρωτα… στον πραγματικό έρωτα. Προσπαθούσαμε να κερδίσουμε όλο εκείνο το χαμένο χρόνο. Δεν μιλούσαμε για πράγματα που μας πλήγωσαν. Μιλούσαμε για όλα τα όμορφα που ζήσαμε παλιά, μιλούσαμε για το μέλλον μας, κάναμε σχέδια. Νιώθαμε κι οι δυο ότι ξαναγεννηθήκαμε. Το τελευταίο βράδυ υποσχεθήκαμε ξανά ο ένας στον άλλον ένα νέο ραντεβού. Το ραντεβού της ευτυχίας μας, το ραντεβού της ζωής μας. Παραμονές Χριστουγέννων να βρεθούμε κάτω από το δέντρο της πόλης που μεγαλώσαμε. Θα ήταν για μας μια νέα αρχή στη ζωή, στη ζωή που κάποτε ονειρευτήκαμε. Και θα έπρεπε να αρχίσει από τα παλιά, από εκεί που σταμάτησαν όλα.

Ξημέρωσε. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Η Άννα πετούσε για Νέα Υόρκη αργά το απόγευμα. Σε έξι ώρες φτάσαμε στο αεροδρόμιο. Χαιρετηθήκαμε. Έφυγε κοιτάζοντάς με ένα αγγελικό χαμόγελο.

- Να με περιμένεις καρδιά μου! Θα έρθω. Να με περιμένεις.

- Θα σε περιμένω αγάπη μου! Θα σε περιμένω. Καλό ταξίδι. Εξάλλου τώρα θα μιλάμε, δεν υπάρχει περίπτωση να χαθούμε ξανά. Έρωτά μου!

Έφυγε. Γύρισα στο αυτοκίνητο. Άνοιξα το κινητό μου. Είδα πολλές κλήσεις τόσο από την Τζένη όσο και από τον πεθερό μου. Ήταν πια πρώτη του Σεπτέμβρη. Πήγα στο σπίτι. Μπήκα έκανα ένα μπάνιο να ξεκουραστώ. Έβαλα τα ρούχα μου για πλύσιμο και άραξα στον καναπέ. Έπινα τον καφέ μου, όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει.

- Α, ήρθες; Τον βρήκες το δρόμο; Είπε φανερά θυμωμένη μαζί μου μόλις μπήκε.

- Πες μια καλησπέρα βρε αγάπη μου! είπα με ένα εντελώς ψύχραιμο ύφος.

- Μα, είσαι σοβαρός; Είπε εκνευρισμένη.

- Τι εννοείς;

- Καλά, τόσες μέρες και είχες και το κινητό σου κλειστό;

- Διακοπές ήμουν βρε Τζένη μου. Διακοπές! Όταν είμαστε διακοπές, τα παρατάμε όλα πίσω μας και κοιτάζουμε να ξεκουραστούμε…

είπα διακόπτοντάς τη, με ένα ύφος που ίσως έδειχνε και μια ειρωνεία.

- Τι λες, Νίκο, καταλαβαίνεις τι λες; απάντησε στο ίδιο εκνευρισμένο ύφος.

- Την αλήθεια. Ήμουν διακοπές, είπα σηκώνοντας λίγο τη φωνή μου για να της κόψω τη φόρα που πήρε. Ήμουν διακοπές. Τι δεν καταλαβαίνεις; Γαμώ το θεό σου! Ήθελα να ξεκουραστώ και να σκεφτώ. Να ηρεμήσω. Σου έκανα εγώ παρατήρηση, γαμώ το σόι σου, όταν πήγαινες εσύ εδώ κι εκεί ταξιδάκια; Ε; Πες μου! Σου έκανα; Άντε μην αρχίσω τα καντήλια, γαμώ το σπίτι μου!

- Σου έλεγα πού θα είμαι, είπε με ένα μαζεμένο ύφος, μια και σήκωσα τον τόνο της φωνής μου.

- Ε, εγώ Τζένη μου, αποφάσισα να μη σου πω. Δικαίωμά μου δεν είναι;

- Γιατί; Ρώτησε με νεύρα.

- Γιατί, εσύ με ρώτησες ποτέ; Ε, με ρώτησες; Μου το έφερνες κάθε φορά τετελεσμένο γεγονός. Αλήθεια, εσύ πώς πέρασες αυτές τις είκοσι μέρες; Δεν πήγες στη Ρόδο; Είπα με πιο ήπιο, αλλά έκδηλα ειρωνικό ύφος.

- Είσαι σοβαρός; Τι να κάνω στη Ρόδο μόνη μου; Με ειρωνεύεσαι κι από πάνω;

- Ε, δεν έλεγες σε καμιά φίλη σου να πάτε; Τόσες φίλες έχεις; Πού το πρόβλημα; Εσύ έχεις δικές σου παρέες για διακοπές. Εξάλλου, το να κάνει καθένας μόνος του τη δική του ζωή είναι κάτι συνηθισμένο τελευταία. Γιατί ενοχλείσαι; Δεν το καταλαβαίνω!

- Αφού σε πείραζε, γιατί δεν το έλεγες;

- Γιατί, κορίτσι μου, κάθε φορά, το είχες όλο οργανώσει. Δε με ρωτούσες, με ενημέρωνες απλά. Έτσι δεν είναι ή κάνω λάθος; Όχι, αν κάνω λάθος, πες μου, γαμώ το θεό σου. Θυμάσαι, όταν σου είπα να έρθεις στην Πάτρα μαζί μου τι μου απάντησες και τι είπαμε; Για το μόνο που μπορώ να πω ότι ήμουν μέσα στα σχέδιά σου από την αρχή, ήταν το ταξίδι στα Χανιά, αλλά και πάλι ο πατερούλης σου φρόντισε να μου το χαλάσει. Μπορούσε, ο κωλόγερος, να στείλει έναν οποιονδήποτε υπάλληλο στη Θεσσαλονίκη· δεν ήταν δα και κάτι τόσο τραγικό αυτό που έπρεπε να γίνει εκεί κι έπρεπε σώνει και καλά να είμαι εγώ. Βέβαια, όλη η επιμονή του μου φάνηκε εντελώς παράλογη και με παραξένεψε αρκετά από την πρώτη στιγμή που μου το ζήτησε να ξέρεις. Γιατί; Για μια υπόθεση ρουτίνας; Λοιπόν, κοίτα, επειδή είμαι κουρασμένος, κι αν συνεχίσουμε τη συζήτηση προαισθάνομαι ότι θα έχει πολύ άσχημο τέλος, θα πάω να ξαπλώσω στο δωμάτιο και να μην με ενοχλήσει κανείς. Ούτε κι εσύ, κατάλαβες; Και αύριο ενημέρωσέ τους όλους, ότι θα έχουμε μίτινγκ στην εταιρεία. Να ειδοποιήσεις τον πατέρα σου. Αυτή τη φορά σας θέλω όλους στην αίθουσα. Τον πατέρα σου, την αδερφή σου εσένα, το γαμπρό σου, την οικογένεια, κατάλαβες;

Έμεινε να με κοιτάζει σαν χαμένη. Έφυγα για ύπνο. Όχι, πως νύσταζα, αλλά η παρουσία της πια δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστη. Σε μία ώρα ήρθε στο δωμάτιο. Ξάπλωσε δίπλα μου και άρχισε να με χαϊδεύει. Της απομάκρυνα το χέρι της. Μαζεύτηκε.

- Κοίτα ή θα με αφήσεις να κοιμηθώ ή θα σηκωθώ και θα πάω σε ξενοδοχείο, κατάλαβες;…

είπα με αυστηρό ύφος. Γύρισε την πλάτη της θυμωμένη. «Άντε και γαμήσου… είπα μέσα μου». Ξημέρωσε. Σηκώθηκα πιο πριν. Η ίδια σηκώθηκε λίγο μετά από μένα.

- Πήγαινε εσύ, της είπα. Θα έρθω πιο μετά. Έχω να κάνω κάτι δουλειές πρώτα.

- Μπορώ να περιμένω να πάμε μαζί, είπε με ένα ήρεμο ή καλύτερα ένα μαγκωμένο ύφος.

- Όχι, θα έρθω μόνος μου. Πήγαινε. Ενημέρωσέ τους ότι το μίτινγκ θα είναι στις 12 ακριβώς το μεσημέρι.

- Δεν νομίζεις ότι το παρατραβάς; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Και πώς μπορείς να ζητάς κάτι από τον πατέρα μου κάτι τέτοιο, με τέτοιο τρόπο, γνωρίζοντας ότι το αφεντικό σου είναι αυτός; Είπε με το ύφος, που τη διέκρινε πάντα, όταν παρεξηγούταν.

- Αφεντικά έχουν οι σκύλοι, Τζένη μου, όχι εγώ, κατάλαβες; Πήγαινε τώρα και θα τα πούμε στο μίτινγκ…

είπα με επιτακτικό τρόπο δείχνοντας με το χέρι μου την πόρτα. Η Τζένη δεν με είχε δει ποτέ τόσο αγριεμένο. Έφυγε μετά από λίγο για την εταιρεία. Άνοιξα το κινητό μου. Είχα ένα μήνυμα από την Άννα ότι έφτασε καλά. Της απάντησα και την ενημέρωσα για την εξέλιξη. Ύστερα κάθισα στον υπολογιστή μου και συνέταξα μια επιστολή διαμαρτυρία για το ποιόν του τύπου που με κεράτωνε η Τζένη. Μαζί με τα στοιχεία που είχα θα τα έστελνα στα κεντρικά της τράπεζας και φυσικά θα υπέγραφα ως διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας του πεθερού μου. Έφυγα για την εταιρεία. Πήγα στο γραφείο μου. Μόλις η Τζένη το πληροφορήθηκε ενημέρωσε τον πατέρα της. Σίγουρα είχαν προηγηθεί συζητήσεις μεταξύ τους, τόσο όταν έλλειπα, όσο κι εκείνο το πρωινό. Εκείνος ήρθε αμέσως στο γραφείο μου με ύφος. Ήμουν ήρεμος.

- Δεν νομίζεις ότι το θράσος σου περνάει τα όρια κύριε Νίκο; Ποιος είσαι στο κάτω κάτω ρε φίλε που θα δίνεις εντολές. Εγώ σε συμμάζεψα εδώ μέσα! Κοίτα να μην βρεθείς πάλι έξω! Κατάλαβες;

- Καλά, κύριε Γιάννη, θα μιλήσουμε στις 12:00 ακριβώς, είπα με ένα ήρεμο και ψυχρό ύφος.

- Θέλω τις μελέτες, Έχουμε παραγγείλει τα υλικά που θα εμπορευτούμε από αυτές και τα περισσότερα εμπορεύματα είναι ήδη εδώ.

- Στις δώδεκα κύριε Γιάννη, είπα με ένα ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, θα τα πούμε όλα στις δώδεκα!

Έφυγε εκνευρισμένος χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Ύστερα μπήκε η Τζένη στο γραφείο μου. Ήθελε να μάθει τι έχω στο κεφάλι μου να κάνω, ήταν ολοφάνερο ότι την έζωναν τα φίδια και μου άρχισε τις ερωτήσεις.

- Αγάπη μου, στις 12 ακριβώς είπαμε. Πήγαινε τώρα, γιατί έχω δουλειά.

- Καλά… είπε κι έφυγε θιγμένη κι αυτή με τη στάση μου.

Η ώρα έφτασε δώδεκα ακριβώς. Σε λίγο ήταν όλοι εκεί. Εγώ πήγα πριν από αυτούς στην αίθουσα. Τους περίμενα. Κάθισαν όλοι στο τραπέζι.

- Λοιπόν, κυρίες και κύριοι, σας κάλεσα εδώ σήμερα να πούμε κάποιες αλήθειες. Σύμφωνοι;

- Ωραία! ας ξεκινήσουμε από σένα, πετάχτηκε η Τζένη. Πού ήσουν αυτές τις μέρες που έλειπες; Ρώτησε με ένα αυστηρό ύφος.

- Σωστή ερώτηση. Λοιπόν, ήμουν στον Άγιο Ιωάννη, στο Βόλο. Πήγα διακοπές. Έπρεπε να βάλω κάποια πράγματα σε τάξη μέσα μου. Εκεί συνάντησα μια παλιά μου γνωστή και περάσαμε μαζί τις διακοπές. ΟΚ; Σε ικανοποίησα Τζένη μου; Και μια και θα με ρωτήσεις παρακάτω· η γνωστή μου αυτή ήταν ένας παλιός μου δεσμός. Πέρασα τόσο υπέροχα! Ξέχασα σκοτούρες και προβλήματα. Ξαναγεννήθηκα! Είπα με ένα ήρεμο χαμόγελο. Σε ικανοποίησα με την απάντησή μου;

- Δεν έχεις τσίπα δηλαδή; Πετάγεται ο πεθερός μου.

- Εγώ έχω, κύριε Γιάννη, άλλοι δεν έχουν.

- Τι εννοείς; ρώτησε με ύφος η Τζένη.

- Εσύ, μια και ξεκινήσαμε να λέμε αλήθειες, μπορείς να μου πεις με ποιον ήσουν στην Κρήτη;

- Με τη Μαίρη και τη Λένα. Ήταν και οι άντρες τους μαζί. Τι ερώτηση είναι αυτή; Είπε εκνευρισμένη.

- Εσύ… με ποιον ήσουν; Άσε αυτές. Επανέλαβα την ερώτηση.

- Σου είπα.

- Είπαμε να λέμε αλήθειες…

- Αλήθεια σου λέω. Τι εννοείς δηλαδή; Δεν καταλαβαίνω ούτε την ερώτηση ούτε το υφάκι σου.

Άρχισε όμως να γίνεται νευρική. Αυτό το καταλάβαινε όποιος ήξερε τη Τζένη. Όταν ήταν σίγουρη για το τι συνέβαινε, ήταν απόλυτα ψύχραιμη και είχε πάντα τον έλεγχο των καταστάσεων. Ήταν δυναμικός άνθρωπος. Τώρα όμως που είχε λερωμένη τη φωλιά της δεν αισθανόταν βολικά, κι αυτό φαινόταν. Οι άλλοι άκουγαν άναυδοι. Έμεινα για λίγο σιωπηλός. Τα λίγα αυτά δευτερόλεπτα ήταν αρκετός χρόνος να κορυφώσω την αγωνία και το άγχος τους.

- Και στο Παρίσι; Ρώτησα με ήρεμο πάντα ύφος.

- Πάλι με τη Μαίρη και τη Λένα. Οι τρεις μας.

- Μάλιστα… και στη Ρώμη;

- Τι ερωτήσεις είναι αυτές; Σου είπα και τότε…

είπε με φανερό εκνευρισμό, αλλά και ένα άγχος που διαγραφόταν στο πρόσωπό της. Είχε τσιτωθεί για τα καλά μέσα της.

- Κοιτάξτε κύριοι. Είναι το πρώτο ψέμα που μπορώ να αποκαλύψω άμεσα με αδιάσειστα τεκμήρια. Η κυρία Τζένη, δεν πήγε με τη Μαίρη στη Ρώμη. Πήγε με τον προϊστάμενο της τράπεζας που παίρνουμε επιχορηγήσεις. Δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αν σχετίζεται με τη τραπεζική συνεργασία που έχουμε με τη συγκεκριμένη τράπεζα. Ας μας το εξηγήσει η ίδια η κυρία Τζένη από δω ή ακόμα, μπορούμε να υποβάλουμε και ένα ερώτημα στα κεντρικά, αν στην πολιτική της τράπεζας είναι και η σύναψη ερωτικών σχέσεων με τους πελάτες προκειμένου να τους προσελκύσουν ή να τους εξυπηρετήσουν καλύτερα με διάφορες επιχορηγήσεις...

και δείχνω την εικόνα στο αεροδρόμιο στην τηλεόραση της αίθουσας. Όλοι έμειναν να κοιτάζουν τις φωτογραφίες που εναλλάσσονταν στην οθόνη.

- Λοιπόν, επειδή ήμουν μπροστά στο αεροδρόμιο, τις φωτογραφίες τις τράβηξα εγώ ο ίδιος. Τρυφερές στιγμές… Ε, Τζένη μου; Αργότερα φυσικά, σκαρφίστηκα να τους πω ότι θα πήγαινα μετά από λίγες ώρες κι εγώ για έκπληξη και αυτό τους χάλασε τα σχέδια. Έτσι χάλασε το ταξιδάκι τους και δε μπόρεσαν όπως σχεδίασαν να απολαύσουν τον έρωτά τους. Το διασκέδασα όμως αυτό το σπάσιμο μπορώ να πω. Εγώ, ο μαλάκας, σε όλα τα ταξίδια της δούλευα κι αυτή με κεράτωνε κανονικά. Ιδιαίτερα στην αρχή, με την εντολή και την κάλυψη του κυρίου Γιάννη, που είναι και ο πρόεδρος της εταιρείας. «Ήμουν το μόνο άτομο που εμπιστευόταν, για έναν απλό έλεγχο ρουτίνας», είπα με ειρωνικό τρόπο. Πάντως, δεν περίμενα να κάνετε πλάτες στην ,κόρη σας κυρ Γιάννη για κάτι τέτοιο, σας είχα για πιο σοβαρό, πιο μετρημένο και ηθικό άνθρωπο. Νόμιζα ότι τιμάτε τα παντελόνια που φοράτε…

είπα χαμογελώντας ειρωνικά. Εκείνος ήταν μέσα στα νεύρα, κατακόκκινος. Σίγουρα τον έθιξαν πολύ τα όσα είπα. Με εκνεύρισε, όμως, που δεν είχε την παραμικρή τσίπα, να πει έστω και μια κουβέντα στην κόρη του εκεί μπροστά μου, να σώσει κάτι από την αξιοπρέπειά του, παρά μόνο μου κράταγε και ύφος από πάνω. Και συνέχισα…

- Τυχαίο να φανταστώ Τζένη μου; Φιλικά στεκόσαστε ο ένας δίπλα στον άλλον, μια και γνωρίζεστε καιρό; Έτσι δεν είναι;

- Ναι, φιλικά. Η φωτογραφία δεν δείχνει κάτι που αποδεικνύει αυτά που λες, είπε η Τζένη, αρπάζοντας την ευκαιρία που περίμενε να δικαιολογηθεί.

- Μα, οι φωτογραφίες δεν δείχνουν κάτι τέτοιο που λες βρε Νίκο, είπε η Ηλέκτρα, προσπαθώντας ασφαλώς να μπαλώσει την κατάσταση.

- Σωστά, να υποθέσω ότι τυχαία συναντηθήκατε οι δυο σας στο αεροδρόμιο. Κι ότι απλά συνταξιδεύατε, έτσι;

- Ακριβώς έτσι! Είπε η Τζένη παριστάνοντας τη θιγμένη.

«Η πουτάνα, σκέφτηκα, ξέρει να ελίσσεται». Και συνέχισα…

- Η Μαίρη… ήρθε κι αυτή;

- Ναι, μπήκε πιο πριν στην είσοδο των επιβατών. Δεν έχεις παρά να την πάρεις τηλέφωνο να σου το βεβαιώσει η ίδια.

Εκεί γέλασα.

- Και πώς την είδα στην Αθήνα, αφού ήταν στη Ρώμη εκείνη τη μέρα; Μου εξηγείς λίγο αυτό το παράδοξο;

Εκεί τα έχασε. Βέβαια αυτό δεν ήταν αληθές, αλλά δεν είχε σημασία. Έμεινε αμήχανη, με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να πει κάτι. Το ίδιο κι η αδερφή της και ο γαμπρός της.

- Και το ταξίδι στη Μύκονο, Τζένη μου;

- Με τη Μαίρη σου είπα…

είπε με ένα αμήχανο πια ύφος. Ήταν εμφανές πια σε όλους ότι έλεγε ψέματα. Πλέον είχε χάσει τον έλεγχο· και το διασκέδαζα. Το άτομο που είχα ερωτευτεί και παντρεύτηκα το θαύμαζα και με γοήτευε για το θάρρος του, την ευθύτητα και την ψυχραιμία του. Συνήθως, η Τζένη ήταν ένα δυνατό άτομο και το έβγαζε προς τα έξω. Κι αυτό ήταν που με γοήτευσε στο χαρακτήρα της. Δεν τα έβγαζε πέρα κάποιος μαζί της εύκολα, ακόμα κι όταν μερικές φορές που η ίδια είχε άδικο. Μου άρεσε αυτό πάνω της. Και φυσικά το ό,τι εγώ μπόρεσα και έριξα αυτό το «απόρθητο κάστρο» που λεγόταν Τζένη, ένιωθα μια μεγάλη ικανοποίηση μέσα μου. Ταυτόχρονα το διασκέδαζα. Από την άλλη διασκέδαζα με όλους, γιατί φαίνονταν ότι είχαν εκπλαγεί και με το σκληρό ύφος μου. Δεν με είχαν συνηθίσει έτσι. Ήμουν πάντα ευγενικός, διαλεκτικός και πάντα απέφευγα τις δυνατές αντιπαραθέσεις. Μου άρεσε να διευθετώ τα πράγματα με πιο πολιτικό τρόπο.

- Μάλιστα, είπα. Για να δούμε και κάτι φωτογραφίες με τη Τζένη και τη Μαίρη να ξεσαλώνουν στη Μύκονο…

και πρόβαλα το υλικό που μου έστειλες ο ντεντέκτιβ. Αυτό ήταν περισσότερο και πιο αποκαλυπτικό. Τους έδειχνε σε παραλία να φιλιούνται στο στόμα, να τη χουφτώνει. Όλοι είχαν κερώσει. Η Τζένη ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.

- Ε… με συγχωρείς, κι αυτά στο φιλικό γινόταν, αν δεν κάνω λάθος, έτσι; Αλήθεια η Μαίρη πού είναι; Είπα ειρωνικά. Από τις πληροφορίες που έχω από το γραφείο ερευνών που ανέθεσα την υπόθεση της απιστίας της γυναίκας μου, κυρίες και κύριοι και στο Παρίσι η κυρία ήταν με τον γκόμενο. Ακόμα και στα Χανιά ήταν μαζί του. Στα Χανιά ήταν η αρχή του ειδυλλίου. Εγώ έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να βγω από τη μέση. Και βρέθηκε. Να 'ναι καλά ο πεθερός μου… είπα με μια ειρωνεία. Αλλά τι λέω; Κι ο πεθερός μου δεν με είχε σε καμιά ιδιαίτερη υπόληψη. Άκουσα το τηλέφωνο με τον Κοσμά, το φίλο σας, που με χαρακτηρίζατε βλάκα, και χαϊβάνι. Κι ότι η κόρη σας με έχει στο βρακί της και με κάνει ό,τι θέλει, ότι εγώ μπορεί να είμαι καλός μηχανικός αλλά δεν το έχω με τις επιχειρήσεις. Στο πάρκινγκ, θυμάστε; Τότε που η κόρη σας έκανε το σεξοτουρισμό της και γαμιόταν σαν την πουτάνα με τον προϊστάμενο της τράπεζας, για να παίρνετε εσείς, ως γεννημένος άνθρωπος των επιχειρήσεων, τις επιχορηγήσεις από την τράπεζα για να κινείστε «έξυπνα» μέσα στον κόσμο του εμπορίου, κάνοντας την κόρη σας πουτάνα. Μήπως κάνω λάθος;

Ο πεθερός μου έτρεμε από τα νεύρα, αλλά δεν του έδινα λαβή να πει κάτι. Τα είχε κι εκείνος χαμένα όπως κι όλοι οι άλλοι. Και το διασκέδαζα πάρα πολύ αυτό που γινόταν εκεί.

- Και τώρα κύριοι, το δεύτερο σκέλος της συνάντησής μας. Εγώ μετά από αυτή την αντιμετώπιση που είχα από όλους και κυρίως από την ίδια μου τη γυναίκα, φεύγω από την εταιρεία. Σας πληροφορώ ότι άνοιξα δικό μου τεχνικό γραφείο μελετών. Εδώ λύεται η επαγγελματική μας συνεργασία, και πέταξα την παραίτησή μου μπροστά στη μούρη του πεθερού μου στο τραπέζι.

- Να αφήσεις τους φακέλους των μελετών που έχουν υπογραφεί με τους πελάτες. Και θα μείνεις μέχρι να αντικατασταθείς και να έρθει άλλος μηχανικός να αναλάβει τα έργα…

είπε ο πεθερός μου με επιτακτικό τρόπο, αλλά όμως δεν μπορούσε να κρύψει κι αυτός την ανησυχία του για το τι θα ακολουθούσε από μέρους μου, μιας και με έβλεπε τόσο ψύχραιμο.

- Μα, δεν έχει τίποτα υπογραφεί από την εταιρεία σας κύριε Γιάννη. Στο όνομα του δικού μου γραφείου είναι όλες οι συμφωνίες. Εγώ είμαι ο κατασκευαστής, ο ανάδοχος. Εσείς αν θέλετε μπορείτε να μου δώσετε προσφορές για την προμήθεια υλικών, ως εμπορική εταιρία που είστε. Ε, κι αν μας συμφέρουν οι προσφορές σας… θα σας προτιμήσουμε.

- Είσαι απατεώνας…

ούρλιαξε με θυμό ο πεθερός μου και όρμησε να με χτυπήσει. Τον συγκράτησε ο Σάκης. Σηκώθηκα και έφυγα χωρίς καν να τους χαιρετήσω. Τους άκουγα που λογομαχούσαν και το ευχαριστιόμουν. Πίσω μου έτρεξε η Τζένη.

- Συγγνώμη, Νίκο! Στάσου βρε αγάπη μου! Έλεγε με βουρκωμένα μάτια.

Γυρίζω προς το μέρος της.

- Τελειώσαμε Τζένη.

- Νίκο μου, σ’ αγαπάω!

- Μαλακίες. Αυτό το σκεφτόσουν καθόλου, όταν γαμιόσουν με το γκόμενο; Πες μου. Το σκεφτόσουν; Όχι, φυσικά. Κατάντησες μια φτηνή πουτάνα και τίποτα άλλο. Γιατί γαμιόσουν μαζί του; Για να μας εξυπηρετεί, γαμώ την πίστη σου; Είχαμε ανάγκη; Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Απλά ήθελες να με αντικαταστήσεις. Ήθελες το διάλειμμά σου στη σχέση μας. Γι’ αυτό κι εγώ σε βγάζω από τη ζωή μου, έτσι απλά. Κι εγώ Τζένη μου θα σε αντικαταστήσω, αλλά οριστικά.

- Πρέπει να σου εξηγήσω.

- Τέρμα. Τις επόμενες μέρες θα πάρεις τα χαρτιά του διαζυγίου. Αν φέρεις αντίρρηση θα φτάσουμε στα δικαστήρια, θα προβάλω στο δικαστήριο όλες τις φωτογραφίες σου με τον γκόμενό σου. Θα σε κάνω ρεζίλι. Να το ξέρεις. Κοίτα, πάω στο σπίτι να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Μην έρθεις πριν τις οχτώ το βράδυ. Θα κοιμηθώ σε ξενοδοχείο μετά. Κατάλαβες;

Δεν είπε τίποτα. Έμεινε να με κοιτάζει ακίνητη. Έφυγα. Πήγα όπως είχα κανονίσει στο σπίτι να πάρω όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα. Τα φόρτωσα σε ένα βανάκι που έστειλε ο Χρήστος και είπα να τα πάνε στην αποθήκη στο γραφείο. Εκεί θα τους περίμενε η Ρένα. Η γραμματέας που προσέλαβα. Κάθισα λίγο να πιω έναν τελευταίο καφέ σε αυτό το σπίτι. Λίγο πριν τις οχτώ ήρθε η Τζένη. Ήταν σαν βρεγμένη γάτα. Κάθισε σε μια καρέκλα του χολ αποκαμωμένη.

- Τι θα γίνει με την εταιρεία; Γιατί το έκανες αυτό;

Από αυτό και μόνο κατάλαβα ότι στην εταιρεία θα έγινε χαμός, μετά που έφυγα. Σίγουρα αισθάνθηκαν, για πρώτη φορά ίσως, τη γη κάτω από τα πόδια τους να φεύγει.

- Για να σας αποδείξω ότι δεν είμαι μαλάκας και κορόιδο που με θεωρούσατε εσύ και ο πατέρας σου και όλοι σας στην οικογένεια. Πήρατε το μάθημά σας. Εξάλλου δεν σας πήρα τίποτα. Το κομμάτι που δημιούργησα μέσα στην εταιρεία πήρα. Δεν πήρα τίποτα δικό σας. Εσείς είστε όπως πριν. Βλέπεις όμως που σου είπα ότι ήθελες να με αντικαταστήσεις! Αν με αγαπούσες, όπως λες, δεν θα ερχόσουν εδώ και η πρώτη σου κουβέντα να είναι για την κωλοεταιρεία του πατερούλη σου. Θα άρχιζες από κάτι άλλο γαμώ το σόι σου. Από μια συγγνώμη. Από τη σχέση μας που τίναξες στον αέρα. Αυτό δείχνει ότι τα φράγκα σε απασχολούν περισσότερο από εμένα τον ίδιο. Κι ύστερα μου μιλάς για αγάπη και έρωτα. Κι εγώ ο μαλάκας σε πίστευα! Δεν πειράζει όμως. Όλα βγαίνουν στη φόρα κάποτε.

- Σ’ αγαπάω. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ο πατέρας μου πήγε σε δικηγόρο. Έλεγε ότι θα σε τραβήξει νομικά, κάτι που η ίδια δεν το θέλω, γιατί σ’ αγαπάω Νίκο μου!

Εδώ γέλασα. Δεν άντεξα, στο θέατρο που προσπαθούσε να παίξει.

- Αρχίδια αγάπη. Ξέρω ότι ο άνθρωπος που αγαπάει δεν συμπεριφέρεται έτσι. Ούτε θα με κεράτωνες, ούτε θα με υποτιμούσες έτσι. Όσο για τον πατέρα σου, καλά έκανε. Αν θέλει, μπορεί να με τρέξει. Να με τρέξει όσο θέλει. Τι πιστεύεις, ότι έκανα ό,τι έκανα εντελώς απερίσκεπτα; Θα πάρει τα παπάρια μου, πες του! Κοίτα, πες του ότι αν είναι καλό παιδάκι, θα σας πάρω τις πρώτες ύλες που αγοράσατε, σε λογική τιμή φυσικά, να μην πάθετε μεγάλη οικονομική ζημιά, γιατί ξέρω ότι η εταιρεία σας επένδυσε πολύ χρήμα σε αυτές. Έχετε γεμίσει τις αποθήκες σας. Φανταστείτε να σας μείνει αμανάτι το εμπόρευμα· αλλιώς να ξέρετε, ότι έχω άλλους προμηθευτές στο τσεπάκι, και σας κόβω να το πουλάτε στο Γιουσουρούμ για παλιατζούρα. Κατάλαβες; Και να του πεις να κόψει τους τσαμπουκάδες. Επειδή δεν μιλούσα και ήμουν χαμηλών τόνων άτομο, δεν ήμουν και μαλάκας. Πρέπει να αρχίσετε να το συνειδητοποιείτε όλοι σας αυτό. Α, κι όταν μου μιλάει, να μου μιλάει στον πληθυντικό, από εδώ και μπρος να του πεις, κατάλαβες;

Έφυγα. Τις επόμενες μέρες με το Χρήστο πήραμε κι άλλες δουλειές. Μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου ορθοστάτησα καλά οικονομικά και δεν είχα πρόβλημα. Πλέον το γραφείο δούλευε ρολόι. Οι δουλειές προχωρούσαν μια χαρά.

Η Άννα μου έστειλε μήνυμα ότι χώρισε. Απλά ίσως καθυστερούσε λίγο να έρθει στην Ελλάδα. Της έστειλα ένα μήνυμα στο κινητό της.

«Δεν πειράζει αγάπη μου, της είπα, θα σε περιμένω. Θα σε περιμένω όσο χρειαστεί. Αυτή τη φορά δε σε χάνω, ακόμα κι αν χρειαστεί να διασχίσω τον Ατλαντικό με κανό. Σ’ αγαπάω, κατάλαβες;»

Με τη Τζένη βρεθήκαμε μετά από ένα μήνα για να συζητήσουμε για το διαζύγιο. Ήρθε στο σπίτι μου. Ήταν βράδυ. Ήταν καλοντυμένη, και μάλιστα προκλητικά. Της πρότεινα να μείνει να φάμε. Έμεινε. Καθίσαμε και φάγαμε μαζί. Ύστερα καθίσαμε στο σαλόνι και μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Η συζήτηση χαλαρή. Η Τζένη φορούσε μια κοντή φούστα που τόνιζε το σέξι κορμί της και ένα ντεκολτέ που αναδείκνυε τη χάρη των βυζιών της. Κανένα αρσενικό δε μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία της εκείνη τη στιγμή.

Σε μια στιγμή πέφτει πάνω μου και αρχίζει να με φιλάει παθιασμένα. Στην αρχή πήγα να την απωθήσω. Άρχισε να με γδύνει και να χουφτώνει τον πούτσο μου πάνω από το παντελόνι. Ο πούτσος μου δεν ήθελε και πολλά να σηκωθεί μια και είχα να κάνω σεξ από το καλοκαίρι. Αφέθηκα στη λύσσα της. Τον έβγαλε έξω και μου άρχισε το πιο παθιάρικο τσιμπούκι από ποτέ. Το έπαιρνε όλον μέχρι το λάρυγγα. Αν συνέχιζε λίγο ακόμα έτσι θα έχυνα. Γδυθήκαμε εντελώς. Ξάπλωσα στο πάτωμα και με καβάλησε. Άρχισε να τρίβεται μπρος πίσω έχοντάς τον ολόκληρο μέσα την. Το μουνί της καυτό. Τη σήκωσα και την έβαλα ανάσκελα. Μπήκα μέσα της. Τη φιλούσα στο στόμα. με αγκάλιασε και άρχισε να μου λέει διάφορα ερωτόλογα.

- Γάμησέ με αγάπη μου! Σ’ αγαπώ Νίκο μου! Σε λατρεύω!

- Είσαι μια μουνάρα και θέλω να σε σκίσω, να σε πάρω από παντού. Με τρελαίνεις, πάντα με τρέλαινες! Το κατάλαβες;

Σε λίγο κατάλαβε ότι θα έχυνα. Με κλείδωσε με τα πόδια της όπως έκανε παλιά. Έβαλα δύναμη και τραβήχτηκα, σηκώθηκα. Στάθηκα όρθιος. Της τον έδωσα στο στόμα. Σε λίγο την έχυσα μέσα στο στόμα. Τα κατάπινε με ένα πρωτόγνωρο πάθος. Καθίσαμε λίγο στον καναπέ. Ύστερα πήγε στο μπάνιο. Της έδωσα μια πετσέτα. Σε λίγο βγήκε και μπήκα εγώ. Καθίσαμε λίγο στον καναπέ. Δεν μιλούσαμε παρά χαϊδεύαμε ο ένας τον άλλον και φιλιόμαστε παθιάρικα.

- Θέλω πάλι, μου είπε νάζι.

Συνέχισε να με χαϊδεύει. Ο πούτσος μου δεν έμεινε αδιάφορος. Την έβαλα να μου τον πάρει πάλι στο στόμα. Ήταν γονατιστή και τον έχωνε όλον μέσα στο στόμα της. Την έστησα στα τέσσερα. Χώθηκα μέσα στο μουνί της με δύναμη κι άρχισα να την γαμάω με πάθος, έχοντας θέα τον όμορφο και γυμνασμένο κώλο της. Σε λίγο τον έβγαλα και τον ακούμπησα στη σούφρα της. Τον έβαλα σιγά-σιγά. Δεν πρόβαλε καμία αντίρρηση, αντίθετα πήρε μια πιο βολική στάση να με διευκολύνει. Ήταν πραγματικά στενή, πράγμα που έδειχνε ότι είχε καιρό να το κάνει. Άρχισα να μπαινοβγαίνω σιγά-σιγά χωρίς να τη ζορίζω. Έβαλα μέχρι το μισό. Άρχισα να τη γαμάω. Μετά από ένα πεντάλεπτο ήρθε το τέλος. Έχυσα πάνω στον κώλο της. Καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Η ώρα πήγε έντεκα το βράδυ. Λέγαμε διάφορα άσχετα πράγματα. Έβαλα ένα ποτό. Σε μια στιγμή της λέω.

- Λοιπόν, τι θα γίνει, να το υπογράψουμε να τελειώνει το θέμα με το διαζύγιο;

- Τι;… είπε κι έμεινε να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

- Γι’ αυτό δεν ήρθες βρε Τζένη μου;

- Στην αρχή ναι, αλλά μετά όλα όσα έγιναν… είπε κοιτάζοντάς με άναυδη. Πες μου, Νίκο μου, ότι με δουλεύεις τώρα... είπε με πιο γλυκό ύφος.

- Όχι, Τζένη μου, όχι. Ήρθες εδώ και νόμιζες ότι με ένα δυο γαμήσια θα με έχεις πάλι στο βρακί σου, όπως έλεγες κι ο πατέρας σου; Αυτό που κάναμε κι οι δυο δεν ήταν παρά μια ωραία ξεπέτα. Να ξαλαφρώσουν τ’ αρχίδια μου. Δε λέω, γαμάτη γκόμενα είσαι, μια μουνάρα, μια γυναίκα που θα ήθελε να ξεσκίσει κάθε άντρας με την πρώτη ματιά. Αλλά μέχρι εκεί. Μόνο για γαμήσι κάνεις. Ο έρωτας θέλει καρδιά, θέλει ψυχή, κι εσύ δεν το διαθέτεις. Μου το έδειξες αυτό με το χειρότερο τρόπο. Αν με ρωτούσε κανένας πριν τα γεγονότα, θα έλεγα ότι η Τζένη είναι η γυναίκα που θα ήθελα να ζήσω όλη μου τη ζωή. Σε αγαπούσα. Ένιωθα ευτυχισμένος μόνο και μόνο επειδή υπήρχες δίπλα μου. Με απογοήτευσες, δυστυχώς. Με απογοήτευσες πολύ. Δεν είμαι από αυτούς που ανέχονται τέτοιες προσβολές. Έπρεπε να το λάβεις υπ' όψιν καλά αυτό πριν αρχίζεις να με κερατώνεις. Δεν σου είχα δείξει ποτέ ότι θα ανεχόμουν κάτι τέτοιο… ποτέ, αλλά η υπεροψία σου δε σε άφησε να καταλάβεις ποτέ τι είδους άνθρωπος ήμουν.

- Σου ζήτησα συγνώμη… είπε με ένα υστερικό ύφος και μάτια βουρκωμένα.

Δεν περίμενε τέτοιο σπάσιμο από μένα. Τέτοια υποτιμητική αντιμετώπιση.

- Ναι, αλλά δε γίνεται να προχωρήσουμε. Γαμιόσουν για δύο μήνες ίσως και παραπάνω πίσω από την πλάτη μου και θέλεις να το ξεπεράσω τόσο εύκολα; Για τόσο φτηνό με έχεις; Κοίτα, υπέγραψε, γιατί δεν έχεις και πολλές επιλογές.

Στην αρχή έκανε τη δύσκολη, αρνήθηκε, έλεγε ότι με αγαπάει ακόμα. Άρχισε να κλαίει.

- Κοίτα, Τζένη, εγώ είμαι με την Άννα πια. Σε λίγους μήνες έρχεται για πάντα στην Ελλάδα. Για μένα. Κατάλαβες; Αυτήν αγαπάω κι όχι εσένα πια. Να πρόσεχες! Είχες την αγάπη μου και την αφοσίωσή μου και την πέταξες. Μπορώ να πω, ότι το περίμενα από όλους τους υπόλοιπους, αλλά με τίποτα, μα με τίποτα από σένα. Να με σκότωνες, δεν το περίμενα αυτό από σένα. Με υποτίμησες κι εσύ και ο πατέρας σου. Λυπάμαι.

- Και σου ξαναλέω… αυτό που έγινε πριν λίγο μεταξύ μας;… είπε στα κλάματα.

- Μια άστοχη προσπάθεια από μέρους σου, επιστρατεύοντας μια αρχαία τέχνη, αλλά δεν έπιασε σε μένα Τζένη μου. Δεν έπιασε. Τζάμπα κόπος.

Πήγε να με χαστουκίσει από τα νεύρα της. Της έπιασα το χέρι.

- Αντί να προσπαθείς να με χαστουκίσεις, υπέγραψε το κωλόχαρτο να τελειώνουμε… και της έδωσα το χαρτί από το τραπέζι.

- Όχι, ρε! δεν υπογράφω! είπε μέσα στα νεύρα και τα κλάματα.

Της έδειξα την επιστολή που ετοίμασα για την τράπεζα.

- Φαντάζεσαι τι πλάκα θα έχει να τον απολύσουν το αρχίδι; Που θα το κάνουν. Χώρια που θα το μάθει γυναίκα του και θα γίνει σούσουρο. Κοίτα να συμμορφωθείς κι εσύ κι ο πατέρας σου. Και για φαντάσου να κάνω και το ακραίο, να στείλω τις φωτογραφίες με το σεξοτουρισμό σου στους πελάτες σας. Χαμός θα γίνει. Να δω με τι μούτρα θα τους ξαναπεί καλημέρα ο «άρχοντας του εμπορίου».

Δε μίλησε. Έμεινε να με κοιτάζει κοκαλωμένη. Δεν μπορούσε να πει λέξη. Η Τζένη υπέγραψε την αίτηση διαζυγίου και έφυγε μέσα στα νεύρα. Την είχα ξεφτιλίσει εντελώς. Το χάρηκα, την είδα να ταπεινώνεται μπροστά μου. Έφυγε για πάντα από την προσωπική μου ζωή. Μείναμε να είμαστε τυπικοί συνεργάτες και αυτό μόνο όταν τύχαινε. Εγώ πήρα τα υλικά από την εταιρεία τους για να μην χρεοκοπήσουν εντελώς, σε πιο συμφέρουσα για μένα τιμή, όμως. Δεν κράτησα, όμως, την υπόσχεσή μου σχετικά με τη διαμαρτυρία στην τράπεζα, για το αρχίδι τον προϊστάμενο. Μετά το σκηνικό της ξεπέτας με τη Τζένη στο σπίτι μου, την άλλη μέρα εγώ έστειλα την διαμαρτυρία στα κεντρικά της τράπεζας. Σύντομα ο μάγκας έχασε τη δουλειά του, μια και στην τελευταία παράγραφο της επιστολής το απαιτούσα, προκειμένου να συνεχιστεί η συνεργασία μας με την τράπεζα. Δεν υπήρχε περίπτωση αυτός να τη βγάλει καθαρή από μένα. Τώρα πώς δικαιολογήθηκε στο σπίτι και στη γυναίκα του; Δεν γνωρίζω και ούτε ασχολήθηκα από εκείνη τη στιγμή και μετά.

Εγώ όλο το καιρό μια σκέψη είχα στο μυαλό μου. Την Άννα μου. Μιλούσαμε σχεδόν κάθε μέρα. Δε βλέπαμε την ώρα και τη στιγμή να έρθει στην Ελλάδα. Έφτασε ο Δεκέμβριος. Το τελευταίο δεκαπενθήμερο δε μιλήσαμε καθόλου. Παραμονές των Χριστουγέννων. Με είχε πιάσει μια αγωνία. Το ραντεβού με την Άννα ήταν στο δέντρο της επαρχιακής πόλης που ζήσαμε. Έφτασα με το αυτοκίνητο στην πόλη μας. Αγόρασα μια ανθοδέσμη κόκκινα τριαντάφυλλα, που ήξερα ότι τα λάτρευε. Έκανε κρύο. Περίμενα με την ανθοδέσμη στο χέρι. Ήμουν τυλιγμένος με ένα μαύρο παλτό. Η ώρα πήγε 12 τα μεσάνυχτα. Έπρεπε να είναι εκεί. Η αγωνία μου κορυφώθηκε. Κοίταζα το κινητό μου. Τίποτα. Με έπιασε θλίψη. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι κάτι έγινε, ότι μετάνιωσε, ότι ίσως ήθελε να με εκδικηθεί. Έκοβα πέρα δώθε βόλτες. Πήγε μία μετά τα μεσάνυχτα, δύο, τρεις. Την έπαιρνα τηλέφωνο και ήταν κλειστό. Είχε ξημερώσει Χριστούγεννα. Κατά τις πέντε το πρωί απογοητεύτηκα και έφυγα. Δεν ήξερα για πού. Είχα κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Στο σπίτι μου, στους δικούς μου δεν ήθελα να πάω, ήθελα να μείνω μόνος, μέσα στον πόνο μου. Σε μια στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η μάνα μου.

- Νίκο παιδί μου πού είσαι; Είσαι εδώ στην πόλη;

- Ναι, μάνα. Τι συμβαίνει. Και ποιος σου το είπε;

- Γιατί δεν ήρθες εδώ παιδί μου; Με πήραν από το νοσοκομείο. Είναι η Άννα εκεί. Είχε ένα ατύχημα με αμάξι και είναι εκεί. Έδωσε το όνομα και τη διεύθυνση του σπιτιού μας. Με ειδοποίησε μια γειτόνισσα που δουλεύει στο νοσοκομείο.

Έφυγα σαν τρελός. Έφτασα στο νοσοκομείο. Η Άννα είχε διάσειση και είχε σπάσει το πόδι της. Βρέθηκα δίπλα της. Κοιμόταν. Όταν ξύπνησε και με είδε έβαλε τα κλάματα. Την αγκάλιασα και τη φίλησα.

- Συγγνώμη! Μου είπε.

- Μην ζητάς συγγνώμη αγάπη μου! Φτάνει που είσαι καλά. Οι γιατροί μου είπαν ότι βγαίνεις μεθαύριο. Θα πάμε στους δικούς μου και μετά μαζί στην Αθήνα. Προέχεις εσύ μωρό μου. Όλα τα άλλα θα γίνουν καρδιά μου. Με χάιδεψε στο χέρι και με κοίταξε με ένα γλυκό βλέμμα.

- Σ’ αγαπώ Νίκο μου!

- Κι εγώ σ’ αγαπώ μικρέ μου άγγελε!

Ήρθε η ώρα που βγήκαμε από το νοσοκομείο. Πήγαμε στο σπίτι. Η μητέρα μου είχε ετοιμάσει το δωμάτιο που θα κοιμόμαστε. Εγώ της είπα όλη την περιπέτεια με τη Τζένη. Όλες τις μέρες την περιποιήθηκε καλύτερα κι από παιδί της. Μόλις ανάρρωσε λίγο, την πήρα και πήγαμε στην Αθήνα. Σε λίγες μέρες είχε βγάλει και το γύψο. Ήταν είκοσι του Γενάρη. Η μέρα που έβγαλε το γύψο. Με το που μπήκε στο σπίτι άρχισε να κάνει δουλειές. Εγώ είχα βγει για τα απαραίτητα ψώνια. Γύρισα και της είπα να καθίσει αν μην κουράζει το πόδι της.

- Κοίτα, Νίκο μου, οι γιατροί μου είπαν να κινούμαι. Και αυτό κάνω. Και δε θέλω αντιρρήσεις…

είπε με ένα νάζι φιλώντας με στα χείλη με ένα πεταχτό φιλί. Το βράδυ ήρθε. Καθόμαστε στο σαλόνι και ήμαστε μέσα στα φιλιά και τις γλύκες. Σηκώθηκε και έπεσε πάνω μου. Άρχισε να με φιλάει και να μου χαϊδεύει τον πούτσο. Δεν άργησα να ερεθιστώ. Ταυτόχρονα ανταπέδιδα με γλωσσόφιλα και χάδια. Της χάιδευα τα βυζιά της πάνω από τη μπλούζα. Σε μια στιγμή σηκώνομαι και την παίρνω αγκαλιά.

- Τι κάνεις βρε αγόρι μου;

- Σε πάω κάπου που θα είμαστε πιο άνετα. Δε θέλω να μου κουράσεις το πόδι σου.

- Μα, είσαι καλά μωρό μου; Οι γιατροί μου είπαν ότι είμαι καλά. Αχ! Σε παρακαλώ!

- Σουτ… μη μιλάς.

Αρπάχτηκε από πάνω μου και με φίλησε στο λαιμό. Πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Άρχισα να τη γδύνω. Γδύθηκα κι εγώ. Η Άννα καθόταν με ανασηκωμένο τον κορμό ακουμπώντας στους αγκώνες της. Έσκυψα και τη φίλησα τρυφερά στο στόμα. Η ίδια ανταπέδιδε με μεγάλο πάθος. Κατέβηκα στα πλούσια στήθη της και άρχισα να πιπιλάω τις όμορφες ρώγες της. Αναστενάζαμε κι δυο. Κατέβηκα προς τα κάτω και δεν άργησα να φτάσω στο

ξυρισμένο της μουνάκι. Άρχισα με τα μουνόχειλα. Η Άννα άνοιξε τα πόδια και το απολάμβανε. Ύστερα ανέβηκα και περίλαβα την κλειτορίδα της. Την έπαιρνα τρυφερά ανάμεσα στα χείλη μου και την έτριβα. Έβγαλα τη γλώσσα μου και άρχισα να παίζω μαζί της. Η Άννα μου έχυνε, έφτασε σε οργασμό. Το σώμα της σπαρταρούσε σε κάθε κύμα οργασμού. Ύστερα σηκώθηκα όρθιος στο πάτωμα. Μου πήρε τον πούτσο μέσα στο στόμα. Άρχισε με το πουτσοκέφαλο. Ύστερα άρχισε να τον παίρνει περισσότερο. Σε λίγο ο πούτσος μου χωνόταν μέχρι τέρμα μέσα. Τον έβγαλε και άρχισε να μου γλείφει τ' αρχίδια. Λίγο αν συνέχιζε ακόμα και θα είχα χύσει.

Ξάπλωσα και ήρθε από πάνω μου. Με καβάλησε. Τον έχωσε με μια απλή κίνηση όλο μέσα στο μουνί της. Άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με ένταση στην αρχή. Ύστερα βγήκε και τον ξανακάρφωσε βίαια μέχρι το τέρμα μέσα της. Άρχισε να τρίβεται μπρος πίσω. Ήταν υπέροχο! Σε λίγα λεπτά έχυνε ξανά, βγάζοντας δυνατά βογκητά καύλας. Έχυσα κι εγώ. Μέσα της βαθιά. Τα σώματά μας ριγούσαν συντονισμένα. Ζούσαμε ένα όνειρο. Ξάπλωσε όπως ήταν λαχανιασμένη πάνω μου έχοντας τον πούτσο μου στο μουνί της. Την έπιασα και άρχισα να τη φιλάω τρυφερά στα χείλη.

- Σ’ αγαπάω μωρό μου! Σε λατρεύω!

- Και εγώ σε λατρεύω Νίκο μου! Είσαι η ζωή μου ολόκληρη. Να το ξέρεις.

Το διαζύγιο με τη Τζένη βγήκε. Τη Τζένη τη συνάντησα κάποια στιγμή, λίγο καιρό μετά το διαζύγιο, σε μια συνεργασία που κάναμε. Πήγαμε για ένα καφέ. Ήταν σε κάποια σχέση που η ίδια δεν έβλεπε να προχωράει, ήταν σε δίλημμα αν πρέπει να το προχωρήσει ή να το σταματήσει. Ένιωθε ενοχές απέναντί μου και μου ζήτησε ξανά συγγνώμη. Από εκείνη τη μέρα δεν είχα ξανά νέα της, μια και δεν συνεργαστήκαμε ποτέ μέχρι σήμερα ξανά.

Εγώ με την Άννα παντρευτήκαμε σε ένα κλειστό και σεμνό γάμο. Αποκτήσαμε δύο χαριτωμένα παιδιά και είμαστε πολύ ευτυχισμένοι και αγαπημένοι. Την αγαπάω και με αγαπάει. Κάθε φορά που τη βλέπω να κοιμάται στο κρεβάτι, είναι σαν να βλέπω έναν άγγελο που κατέβηκε στη γη μόνο για μένα.




Copyright protected OW ref: 171516



Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.

Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.