Άκουσα την πόρτα να μισανοίγει στο σκοτάδι και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Είχε ξεκινήσει σαν παιχνίδι και είχε πάρει διαστάσεις που δεν μπορούσα να ελέγξω με τίποτε.
Η αδερφή μου η Λίζα, ήταν ένα 20άχρονο ξεκωλάκι που από την πρώτη στιγμή τον γούσταρε τρελά. Εκείνος φυσικά δεν της χάλασε το χατίρι και άρχισε να μπαινοβγαίνει κρυφά στο σπίτι όταν έλειπαν οι γονείς μας. Εμένα δεν μου έδιναν σημασία. Εξάλλου κανείς δεν μου έδινε σημασία.
Μόλις δεκαοκτώ χρονών αδύνατος με θηλυπρεπή χαρακτηριστικά, ξανθό μαλλάκι και ενώ δεν είχα και κανένα αξιόλογο «προσόν», παρόλο αυτά είχα ένα πεταχτό τουρλωτό κωλαράκι, άτριχο και στρογγυλό που το ζήλευαν και γκόμενες ακόμα.
Οι δικοί μου έλειπαν συχνά σε ταξίδια και έμενα μόνος με την αδερφή μου η οποία τη ζούσε τη ζωή της. Οι γκόμενοι αναρίθμητοι αλλά εδώ, με το Μάρκο είχε κάνει στάση.
Μπορούσα να την ακούω κάθε μέρα και κάθε νύχτα να ουρλιάζει από το γαμήσι που της έκανε ο Μάρκος. Είχα καταλάβει ότι πρέπει να είχε μεγάλα προσόντα.
Ο Μάρκος ήταν αρρενωπός και ωμός στους τρόπους και του άρεσε να προσβάλει και να ταπεινώνει τόσο την αδερφή μου αλλά και ειδικά εμένα. Μια μέρα για παράδειγμα με είδε στην είσοδο της πολυκατοικίας φεύγοντας και μου είπε γελώντας:
- «Με κούρασε η αδερφούλα σου, το πουτανάκι!»
Κοκκίνισα από ντροπή και έφυγα ενώ εκείνος γελούσε. Μια άλλη μέρα σηκώθηκα και πήγα να κάνω ντους. Ενώ ήμουν κάτω από το νερό, χωρίς να υπολογίσει τίποτε ο Μάρκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα ολόγυμνος. Αιφνιδιάστηκα και τα μάτια μου καρφώθηκαν πάνω στο ημίσκληρο τεράστιο τριχωτό του καυλί που γυάλιζε. Εκείνος πήγε στην τουαλέτα και άρχισε να κατουράει.
- «Σου αρέσει η πούτσα μου; Γαμούσε την ξεκωλιάρα την αδερφή σου όλο το βράδυ!»
Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της ενώ προσπαθούσα να κρυφτώ. Ο Μάρκος πέταξε την καπότα γεμάτη χύσια στο πάτωμα και αφού τίναξε τον πούτσο του στράφηκε προς το μέρος μου.
- «Φέρε τα μωρομάντιλα να σκουπίσω την πούτσα μου από τα χύσια της αδερφής σου!», είπε επιτακτικά ενώ τα μάτια του λαίμαργα ταξίδεψαν επάνω στο άτριχο κορμάκι μου.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Δειλά - δειλά πήρα τα μωρομάντιλα και έβγαλα ένα. Πήγα να του το δώσω αλλά δεν το πήρε παρά με κοίταζε με μάτια που πετούσαν φλόγες.
- «Γονάτισε!», είπε επιτακτικά.
Σε δευτερόλεπτα, έχοντας γίνει κατακόκκινος από ντροπή, είχα πέσει στα γόνατα μπροστά στο γυαλιστερό του καυλί.
- «Καθάρισέ το απαλά!», πρόσταξε.
Υπάκουα πήρα το ζεστό του καυλί στο χέρι και άρχισα να το σφουγγίζω με το μωρομάντιλο.
- «Καλά, είσαι αδερφός εσύ; Είσαι άντρας; Να σου γαμάνε την αδερφή μέσα στο σπίτι και εσύ να είσαι γονατιστός να καθαρίζεις το καυλί του γαμιά της; Τι ξευτιλισμένος είσαι;»
Εγώ είχα κοκκινίσει από ντροπή και δεν μιλούσα καθόλου, σκούπιζα μόνο το πούτσο του όσο πιο καλά μπορούσα.
- «Πιο καλά, και τα αρχίδια!», είπε γελώντας.
Εγώ είχα ερεθιστεί και το μικροσκοπικό μου καυλάκι είχε σκληρύνει. Μόλις το είδε αυτό ο Μάρκος με έπιασε από το μαλλί και με κοίταξε στα μάτια.
- «Καλά το κατάλαβα ότι είσαι σαν την ξεκωλιάρα την αδερφή σου, ότι σου αρέσουν οι πούτσες. Θα τα ξαναπούμε εμείς οι δύο τώρα που ξέρω...», είπε και μου άστραψε ένα δυνατό σκαμπίλι. «Μάζεψε την καπότα τώρα από το πάτωμα!»
Υπάκουα με το μάγουλο κατακόκκινο και απόλυτα ερεθισμένος, πήρα την καπότα και την έριξα στο καλάθι. Έκανα να σηκωθώ και τότε εκείνος ήρθε από πίσω μου και με κόλλησε στα κρύα πλακάκια του μπάνιου. Τα τεράστια χέρια του χούφτωσαν το κωλαράκι μου ενώ αισθάνθηκα το δάκτυλό του να αγγίζει την κωλοτρυπίδα μου που σπαρτάρησε.
- «Πες μου καύλα μου», είπε ψιθυρίζοντας στο αφτί μου ενώ η καυτή του ανάσα χάιδευε το σβέρκο μου. «Πες μου πουστράκι, πόσοι σου το έχουν γαμήσει;»
- «Κανένας…», ψέλλισα.
Ο Μάρκος τότε σάλιωσε το δάκτυλό του και άρχισε να το στριφογυρίζει στην τρύπα μου. Προσπάθησα να φύγω αλλά δεν μπορούσα.
- «Δεν το πιστεύω! Για να δούμε…», είπε και μου το έμπηξε στην τρυπούλα μου κάνοντάς με να βογκήξω από καύλα. «Τόσο στενό κωλαράκι! Πολύ καλύτερο από της αδερφής σου που το έχω ξεχειλώσει!»
Αισθάνθηκα να πιέζει κάτι ζεστό τα κωλομέρια μου. Είδα το τεράστιο καυλί του και τρόμαξα.
- «Με καύλωσες πουστράκι. Θα την πληρώσει η αδερφούλα σου. Εμείς θα τα ξαναπούμε. Να τσακιστείς να φτιάξεις πρωινό γιατί μετά το γαμήσι πεινάω!», διέταξε και έβγαλε το δάκτυλο του από την τρυπούλα μου.
Πήγε μέσα στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα. Σε δευτερόλεπτα άκουσα σκαμπίλια και αγκομαχητά γαμησιού από αυτόν τον άγριο επιβήτορα που πέταγε έξω τα μάτια της Λίζας.
Εγώ σοκαρισμένος βρέθηκα στην κουζίνα να μαγειρεύω. Φοβόμουν, ήμουν ταπεινωμένος αλλά και καυλωμένος συνάμα. Δεν το πίστευα εκείνο που είχε συμβεί. Ο γαμιάς της αδερφής μου, μου είχε βάλει κωλοδάχτυλο και απειλούσε ότι θα με γαμήσει.
Πέρασε αρκετή ώρα και τον είδα να βγαίνει έξω από το δωμάτιο φορώντας ένα μπουρνούζι. Πίσω ήταν η Λίζα σχεδόν ολόγυμνη. Φόραγε μόνο baby doll χωρίς εσώρουχα και περπατούσε περίεργα ενώ μυξοέκλαιγε. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο από τα σκαμπίλια, όπως και το δικό μου, ενώ στα κωλομέρια της μπορούσα να δω σημάδια και μελανιές.
Κάθισε σιωπηλή στην καρέκλα ενώ μόρφασε από τον πόνο όταν ακούμπησε τον ποπό της στην ξύλινη καρέκλα.
- «Πονάς καριόλα;», ρώτησε γελώντας ο Μάρκος αλλά εκείνη δεν τόλμησε να απαντήσει.
Στράφηκε προς τα εμένα. Είδε ότι φορούσα σορτσάκι και φανελάκι και δεν του άρεσε.
- «Οι "υπηρετριούλες" δεν φοράνε σορτσάκια. Φοράνε φουστίτσα!», είπε αυστηρά.
- «Δεν έχω φουστίτσα…», είπα.
Ο Μάρκος τότε με πλησίασε και μου άστραψε ένα σκαμπίλι δυνατό.
- «Αν ξανά αντιμιλήσεις θα σε σπάσω στο ξύλο. Τσακίσου γδύσου!» είπε. «Σε θέλω ολόγυμνο!»
Υπάκουσα και έμεινα ολόγυμνος μπροστά του και κατακόκκινος από ντροπή.
- «Φόρα την ποδίτσα της κουζίνας!», είπε.
Υπάκουσα και πάλι και πήρα την ποδιά. Έτσι με αυτή την εξευτελισμένη εμφάνιση και το κωλαράκι μου γυμνό και εκτεθειμένο, αισθανόμουν πολύ υποταγμένος.
- «Έτσι μπράβο! Σέρβιρε τώρα».
Σέρβιρα το φαγητό και ο Μάρκος άνοιξε τα πόδια του φανερώνοντας μέσα στο μπουρνούζι το τεράστιο όργανο του που αναπαυόταν ανάμεσα στα τριχωτά του αρχίδια.
- «Πάρε πάλι τα μωρομάντιλα και έλα να μου καθαρίσεις τον πούτσο όσο τρώω».
Κοκκίνισα από ντροπή μπροστά στην αδερφή μου που και αυτή ήταν κατακόκκινη. Βρέθηκα στα γόνατα να του καθαρίζω ευλαβικά το καυλί με το μωρομάντιλο.
- «Θα τα πάμε υπέροχα οι τρείς μας!», είπε γελώντας. «Μια ξεκωλιάρα και ένας πούστης! Εσύ Λίζα όταν φύγω σήμερα θέλω να του βρεις γυναικεία ρούχα και να κάνεις ότι σου είπα στο δωμάτιο. Αν δεν τα καταφέρεις εσύ θα την πληρώσεις, γι’ αυτό να χρησιμοποιήσεις και τιμωρία, δεν με νοιάζει. Θέλω το βράδυ να είναι τα πράγματα όπως σε διέταξα. Κατάλαβες μωρή;»
- «Μάλιστα...», ψέλλισε.
- «Εσύ έλα μαζί μου!», είπε και με τράβηξε κυριολεκτικά από το αφτί στην τουαλέτα.
Με πήγε στη λεκάνη και μου είπε να κρατάω τον πούτσο του όσο κατουράει. Εκείνος γέλαγε ενώ εγώ είχα κοκκινίσει από ντροπή. Εκείνη τη στιγμή μου έπιασε τον κώλο.
- «Το βράδυ πουστράκι, θα σου ανοίξω το κωλαράκι... θα νομίζεις ότι σε σκίσανε στα δύο, θα γίνεις η αρσενική μου τσούλα!»
Ο Μάρκος έφυγε και μας έδωσε ραντεβού στις οκτώ το βράδυ. Η Λίζα ήταν αγχωμένη και με πήρε από τα μούτρα.
- «Βιάσου! Έλα στη μπανιέρα. Δεν έχουμε χρόνο…»
- «Μα θα κάνουμε ότι λέει;»
- «Εννοείται! Δεν αστειεύεται. Το βράδυ θα τον υπηρετήσουμε και οι δύο».
- «Δεν θέλω…», είπα, χωρίς να λέω φυσικά αλήθεια.
Η Λίζα με κοίταξε με μάτια που πέταγαν φλόγες και μου έδωσε ένα σκαμπίλι.
- «Δεν θα τιμωρηθώ εγώ επειδή εσύ είσαι πουστράκι. Ακούς εκεί… του είπε να του καθαρίσει τον πούτσο και εσύ γονάτισες και το έκανες!»
- «Μα...», πήγα να πω αλλά μάταια.
Η Λίζα, σαν μεγάλη μου αδερφή μου άστραψε ένα χαστούκι, και δεύτερο και τρίτο…
- «Τσακίσου στο μπάνιο!», είπε και πήρε την ξύλινη βούρτσα της.
Στο μπάνιο μου πέταξε την ποδιά που φορούσα ακόμα και σαν μικρό παιδί με πήρε στα πόδια της ενώ εκείνη είχε κάτσει στη λεκάνη για να μου τις βρέξει. Βρέθηκα με το κωλαράκι στον αέρα και την αδερφή μου αποφασισμένη να με κάνει να πειθαρχήσω. Σήκωσε το χέρι της και κατέβασε την ξύλινη βούρτσα στο ανυπεράσπιστο κωλαράκι μου. Ακολούθησε και δεύτερη και τρίτη…
Ανελέητα άρχισε να μου τις βρέχει δυνατά με την ξύλινη βούρτσα χωρίς να δίνει σημασία στα κλάματά μου και τα αγκομαχητά πόνου που έβγαζα. Είχε γίνει πειθήνιο όργανο στα διεστραμμένα σχέδια του Μάρκου. Τελείωσε μετά από ώρα και το κωλαράκι μου είχε γίνει κατακόκκινο. Καμία αντίρρηση δεν υπήρχε πλέον από εμένα, έκανα ότι μου έλεγε.
Στο ντους μου έβαλε αποτριχωτική αλοιφή εξαφανίζοντας και τις τελευταίες τριχούλες μου και στη συνέχεια βρεθήκαμε στην κρεβατοκάμαρα. Δεν την κοίταζα στα μάτια παρά εκτελούσα τις εντολές της. Με έντυσε με γυναικεία εσώρουχα, baby doll διάφανο, που ήταν και το αγαπημένο του Μάρκου, και φυσικά ψηλοτάκουνα. Με μακιγιάρισε και περάσαμε όλο το απόγευμα κάνοντας πρόβες πως να περπατάω στα γοβάκια, πως να φέρομαι γυναικεία ενώ δεν έλειψαν και αρκετά σκαμπίλια όταν δεν τα κατάφερνα ή όταν δεν ήμουν πρόθυμος.
Έφτασε οκτώ η ώρα το βράδυ και ήμουν έτοιμος. Κοιτούσα στον καθρέπτη και δεν μπορούσα να πιστέψω την μεγάλη μεταμόρφωση που είχε συμβεί. Έμοιαζα με ξανθό πουτανάκι σαν την Λίζα, την αδερφή μου. Το κουδούνι χτύπησε.
Άνοιξα εγώ και ήταν ο Μάρκος ο οποίος όταν με είδε με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε στο στόμα χώνοντας τη γλώσσα του βαθιά μέσα στο στόμα μου. Φιλιόμουν γαλλικά με έναν άντρα ενώ ήμουν ντυμένος γυναικεία. Δεν το πίστευα ακόμα. Στην συνέχεια φίλησε και την Λίζα που της είπε ότι έκανε καλή δουλειά.
Πήγαμε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα όπου εκεί με την βοήθεια της Λίζας έγδυσα τον Μάρκο ο οποίος σαν αφέντης με την Λίζα αγκαλιά να του παίζει μαλακά το τεράστιο καυλί κάθισε στην αναπαυτική πολυθρόνα.
- «Κάνε μου πριβέ!», είπε.
Άρχισα να λικνίζομαι στο ρυθμό της απαλής μουσικής που έβαλε η Λίζα και να χορεύω σαν πουτάνα στριπτιζέζ. Προσπαθούσα να μην κάνω λάθος και να κάνω ότι μου είχε δείξει η Λίζα. Πλησίασα, τρίφτηκα πουτανιάρικα πάνω του, δέχτηκα το σκαμπίλι στα κωλομέρια μου με τσαχπινιά όπως έκαναν οι επαγγελματίες και υπάκουσα όταν είπε ο Μάρκος να γονατίσω.
- «Ώρα για τσιμπούκι. Να δούμε αν καταφέρνεις κάτι καλύτερο από την αδερφή σου…»
- «Μάλιστα αφέντη…» είπα, σωστά εκπαιδευμένος από την Λίζα.
Άρχισα αργά - αργά ένα μαραθώνιο γλειψίματος πάνω στο τεράστιο καυλί του με τον τρόπο που είχα μάθει. Βέβαια άλλο η θεωρία άλλο η πράξη, μιας και το τεράστιο καυλί του ήταν δύσκολο να το κουμαντάρω. Ο Μάρκος όμως βόγκαγε, σημάδι ότι κάτι καλό έκανα. Η Λίζα ήρθε πίσω μου και άρχισε να με αλείφει στη τρυπούλα με τζελ.
Η καρδιά μου σκίρτησε, ήξερα τι σημαίνει αυτό. Φοβόμουν αυτό το τεράστιο καυλί που θα με έσκιζε στα δύο. Ο Μάρκος με έβαλε να κάτσω στα τέσσερα και ήρθε πίσω μου. Μπορούσα να βλέπω τα πάντα από το καθρέπτη.
- «Ήρθε η ώρα σου τώρα να γίνεις ξεκωλιάρα! Να παίρνει και κανένα ρεπό η τσουλάρα η αδερφή σου!», είπε.
Αισθάνθηκα το πουτσοκέφαλό του να πιέζει δυνατά και απαιτητικά τη σούφρα μου που προσπαθούσε να ρουφήξει αυτό το μεγαθήριο. Δεν άργησα να βογκάω από πόνο αλλά ο Μάρκος ήταν τόσο δυνατός που δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Έκλαιγα, φώναζα, βόγκαγα αλλά μόνο σκαμπίλια στα κωλομέρια και σκάσε άκουγα καθώς βυθιζόταν το καυλί του μέσα μου μέχρι που μπήκε όλος μέσα μου.
- «Στενός πουτανιάρικος κώλος!», είπε όταν έπιασε πάτο και τα τεράστια τριχωτά του αρχίδια άγγιξαν τα δικά μου. «Τσουλάκι σε έκανα, πουτάνα! Τέλος η αντρική ζωή για σένα. Θα είσαι μια τρύπια ξεκωλιάρα!»
Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια μου καθώς άρχισε να με γαμάει υπό το βλέμμα της αδερφής μου. Δεν ήμουν αγόρι πια. Έτρωγα ζεστό πούτσο στον κώλο. Με βίαζε, με πόναγε αλλά μου άρεσε τρελά. Ήμουν αιχμάλωτος της πούτσας του. Είχα γίνει η Ιωάννα όπως παράφρασε το όνομά μου.
Αυτό θυμάμαι έντονα. Το πρώτο σκίσιμο, το πρώτο ξεφτίλισμα μου γιατί ακολούθησαν πολλά. Αυτή ήταν η αρχή για εμένα και την μεγάλη μου αδερφή τη Λίζα που θα υπηρετούσαμε την ψωλάρα του για πολλούς μήνες ακόμα.
Ελπίζω να σας άρεσε... πείτε μου τη γνώμη σας και θα ακολουθήσει και συνέχεια!
(Copyright protected OW ref: 8320 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.